Η μετεκλογική περίοδος που βιώνουμε σηματοδοτείται εν πολλοίς από τις εξαγγελθείσες δημοσιονομικές, διαρθρωτικές και θεσμικές πολιτικές της νέας διακυβέρνησης, που φέρουν στο επίκεντρό τους τη μείωση του φορολογικού βάρους, για την επιχειρηματικότητα και τους φορολογούμενους της μεσαίας τάξης, γράφει ο Σταύρος Κώστας.
Από την έντυπη έκδοση
Του Σταύρου Σπ. Κώστα,
Οικονομολόγος - Φοροτέχνης, Ex Officio - Μέλος Δ.Σ. και Πρόεδρος Φορολογικής Επιτροπής, Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου
Η μετεκλογική περίοδος που βιώνουμε σηματοδοτείται εν πολλοίς από τις εξαγγελθείσες δημοσιονομικές, διαρθρωτικές και θεσμικές πολιτικές της νέας διακυβέρνησης, που φέρουν στο επίκεντρό τους τη μείωση του φορολογικού βάρους, για την επιχειρηματικότητα και τους φορολογούμενους της μεσαίας τάξης.
Ήδη μέσα από ένα προβαλλόμενο σαφές «στίγμα» φιλικής πολιτικής απέναντι στην υπεύθυνη επιχειρηματικότητα, οι εξαγγελίες της νέας πολιτικής ηγεσίας προτάσσουν ένα βασικό και μετρήσιμο στόχο, σύμφωνα πάντα με τον σχεδιασμό της.
Πρόκειται για τον πολλαπλό στόχο, μεγέθυνσης της οικονομίας, τη βιώσιμη ανάπτυξη, την εξωστρέφεια και την ανταγωνιστικότητα, με βασική στρατηγική αντίληψη ότι η μείωση της φορολογίας και η διευκόλυνση στην αποπληρωμή των φορολογικών οφειλών θα απελευθερώσει πόρους από την οικονομία, ικανούς να δημιουργήσουν ευκαιρίες ταχύρρυθμης ανάπτυξης.
Πέραν αυτού και υπό αυτές τις προϋποθέσεις, ερευνάται κατά πόσον στην κρίσιμη περίοδο που διανύουμε και με δεδομένο τον υποσχόμενο «βηματισμό» των εξαγγελθέντων, δημοσιονομικών μέτρων, υπάρχουν ενδεχόμενες δυσκολίες για την απόδοση της προωθούμενης πολιτικής, εν όψει αρκετών αβεβαιοτήτων και εξελίξεων, σε πολλά μέτωπα και από διάφορες αιτίες, τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς.
Σε τελευταία ανάλυση και λαμβάνοντας υπόψη ακόμη και δεδομένες δεσμεύσεις αναφορικά με το υπό σύνταξη μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής προσαρμογής 2020-2023, προβάλλει το εύλογο ερώτημα κατά πόσον υπάρχει ο απαιτούμενος δημοσιονομικός χώρος για να υποδεχθεί την εφαρμογή των μέτρων ελάφρυνσης, ή σε κάθε περίπτωση, τι είδους εκπτώσεις απαιτούνται για την εφαρμογή και απόδοσή τους.
Και ενώ ο νέος υπουργός Οικονομικών κ. Σταϊκούρας, σύμφωνα με τις δηλώσεις του στη Βουλή, φέρεται να έχει ήδη «βρει» τις συνιστώσες του απαιτούμενου δημοσιονομικού κενού, η επιχειρηματική κοινότητα και οι φορείς (ΣΕΒ, Επιμελητήρια -Εθνικά και Διμερή), με δηλώσεις τους έχουν δεχτεί κατ’ αρχήν και επί της ουσίας ως θετικές τις εξαγγελθείσες δημοσιονομικές, διαρθρωτικές και θεσμικές πολιτικές, δηλώνοντας ταυτόχρονα διάθεση αρωγής και ετοιμότητα να συνδράμουν στην προσπάθεια καθ’ ο μέρος τους αναλογεί.
Τις χαρακτήρισαν ευπρόσδεκτες και υλοποιήσιμες, αναγνωρίζοντας παράλληλα στη νέα διακυβέρνηση χαρακτηριστικά πολιτικής εμπειρίας, ετοιμότητα εφαρμογής, τεχνοκρατική γνώση, μεταρρυθμιστική διάθεση, στοχοποίηση και λογοδοσία, αλλά και διαφαινόμενη διάθεση για πολιτική συναίνεση και συνεργασία.
Παρ’ όλα αυτά και στο ίδιο μήκος κύματος, παραμένει και κάποιο ίχνος δικαιολογημένης ανησυχίας, σε σχέση με τη γνωστή εμμονή των δανειστών της Ε.Ε., για την αναγκαία πρόταξη ιδιαίτερα υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, και καθ’ ο χρόνο δεν έχει επιτευχθεί ανάπτυξη, σε βαθμό που μπορεί να στηρίξει μακροπρόθεσμα τη διαχείριση του υψηλού δημόσιου χρέους.
Είναι γνωστή άλλωστε η μέχρι πριν άκαμπτη εμμονή των δανειστών μας, με καθαρό πολιτικό και όχι οικονομικό έρεισμα, που έχει κατ’ ανάγκη οδηγήσει σε υψηλά υπερπλεονάσματα, από πηγές όμως προέλευσης με αμφισβητούμενη διαχρονική βιωσιμότητα και ανθεκτικότητα, όπως «βαρύ» μίγμα φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, μειωμένο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, αναβολή τακτοποίησης εκκρεμουσών ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεις Δημοσίου, επιλεκτική αλλοίωση παραγωγικών δαπανών.
Υπό αυτές τις συνθήκες, δικαιολογημένα το σύνολο της επιχειρηματικής κοινότητας έχει συνταχθεί με την άποψη ότι πλέον στη θέση της ατελέσφορης διατήρησης πλασματικού υπερπλεονάσματος πρέπει να έλθει η πρόταξη προϋποθέσεων δημιουργίας συνθηκών υψηλόβαθμης και ταχείας ανάπτυξης, σε καθεστώς ελεγχόμενης χαλάρωσης της δημοσιονομικής πειθαρχίας και με λειτουργία της οικονομίας στο επίπεδο των βεβαιωμένων δυνατοτήτων της.
Τούτο για να παράγεται τελικώς, μετά από μία ελεγχόμενη μικρή κάμψη του πρωτογενούς πλεονάσματος, ένα προοδευτικά αυξανόμενο (περίπου στο πρότυπο της γνωστής «J Curve»), υγιές και επιθυμητό, προ πάντων μόνιμο περίσσευμα, αποτέλεσμα φιλοεπενδυτικής δημοσιονομικής διαχείρισης.
Όπως πολλοί ειδικοί έχουν ισχυριστεί, το «λειτουργικό» πλεόνασμα έναντι του «τεχνητού» δεν μπορεί παρά να εκπέμπει θετικό μήνυμα προς τους εν δυνάμει επενδυτές και τις αγορές. Σε περίοδο μάλιστα όπου η ίδια η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάινεν, έχει ταχθεί στην πλευρά ελαστικότερης ερμηνείας του Συμφώνου Σταθερότητας.
Στον βαθμό που γίνει πράξη αυτή η πολιτική αντίληψη, στην επόμενη ημέρα και στο ζωτικότερο σημείο του νέου παραγωγικού μας μοντέλου, αναμένεται να κληθεί και να παίξει η φορολογία τον καθοριστικό ρόλο που της αναλογεί στην οικονομία και την κοινωνία.
Στην κατεύθυνση αυτή, όπως πάντα η Επιτροπή Φορολογίας του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, δηλώνει «παρούσα» και δεσμευμένη να συνεχίσει το έργο της, στον βαθμό που της αναλογεί και το επιτρέπει η αποστολή της, για ενεργό συμβολή στη βελτίωση του φορολογικού συστήματος, σε δομικό και λειτουργικό επίπεδο, ώστε να προστατευθεί το δημοσιονομικό κεκτημένο και η μεταρρυθμιστική συνέχεια, χάριν της επιστροφής στην κανονικότητα.
Όπως πάγια έχει αποτυπωθεί στα ετήσια Φορολογικά Συνέδρια που οργανώνει η Επιτροπή σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη (Athens TaxForum Salonika και Tax Forum), πρυτανεύει η ανάγκη συνέχισης του εκσυγχρονισμού του Φορολογικού μας Συστήματος, εκ βάθρων και σε πνεύμα μάλιστα ανατρεπτικής μεταρρύθμισης, έτσι ώστε να απαλειφθούν πλήρως τα μέχρι τώρα απαξιωτικά χαρακτηριστικά του και να ανταποκριθεί επάξια στις ανάγκες και τις προκλήσεις των καιρών.
Άλλωστε είναι γεγονός ότι ένα άριστα δομημένο φορολογικό σύστημα, με διαφάνεια και δυνατότητα αυτορρύθμισης των θεσμών που το στηρίζουν, με σοφές φορολογικές πολιτικές και προϋποθέσεις άριστης διοίκησης της φορολογικής λειτουργίας, θα εξασφαλίζει για λογαριασμό της κοινωνίας τα απαραίτητα έσοδα για τη λειτουργία του κράτους και την παραγωγή των δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών.
Όλα αυτά με το μικρότερο δυνατό κόστος για το κράτος και τη μικρότερη όχληση των συνεπών φορολογουμένων, αλλά και με επιλεγμένους στόχους αυστηρών ελεγκτικών μέτρων για τους μη φορολογικά συμμορφούμενους, με προϋπάρχουσα ισχυρή πολιτική βούληση.
Και υπό τις προϋποθέσεις αυτές, εκτός από την εισπρακτική σκοπιμότητα, η φορολογία θα μετουσιώνεται όπως της αρμόζει σε αποτελεσματικό εργαλείο αναδιανομής εισοδήματος με παράλληλο ρυθμιστικό ρόλο, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο.
Στην κρίσιμη φάση που βρισκόμαστε, δεν έχουμε παρά να ευχηθούμε καλή εφαρμογή και πλήρη αποτελεσματικότητα στα θετικά φορολογικά μέτρα που προωθούνται, για το όφελος όλων των οικονομούντων οντοτήτων της χώρας.