Η διεθνής συγκυρία, τόσο η ορατή όσο και η αόρατη, δεν είναι η καλύτερη για την ελληνική οικονομία. Και όχι μόνον γι’ αυτή. Παρ’ όλα αυτά, όμως, οι διεθνείς αγορές δείχνουν να εμπιστεύονται τη νέα ελληνική κυβέρνηση και ίσως να ποντάρουν σε κάποιο θαύμα στους κόλπους της, γράφει ο Αθανανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος.
Από την έντυπη έκδοση
Του Αθανασίου Χ. Παπανδρόπουλου
Η διεθνής συγκυρία, τόσο η ορατή όσο και η αόρατη, δεν είναι η καλύτερη για την ελληνική οικονομία. Και όχι μόνον γι’ αυτή. Παρ’ όλα αυτά, όμως, οι διεθνείς αγορές δείχνουν να εμπιστεύονται τη νέα ελληνική κυβέρνηση και ίσως να ποντάρουν σε κάποιο θαύμα στους κόλπους της.
Και το γεγονός αυτό πιστοποιείται από τη μεγάλη βουτιά στις αποδόσεις των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου. Σίγουρα, δε, προς την κατεύθυνση αυτή, ευνοϊκό ρόλο παίζουν και τα θετικά για τις επενδύσεις μηνύματα της νέας κυβέρνησης, τα οποία βέβαια πολλοί περιμένουν να δουν ποτέ και πώς θα γίνουν πράξη.
Είναι προφανές λοιπόν ότι η Ελλάδα εκμεταλλεύεται τη θετική συγκυρία των χαμηλών επιτοκίων, γεγονός που αποτελεί ανάσα για το κόστος του δανεισμού της. Αυτή είναι όμως η μία όψη του νομίσματος.
Η άλλη όψη αναδεικνύει τους κινδύνους που προέρχονται από μια πρωτοφανή χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, για να αποφευχθεί μια επώδυνη καθίζηση της οικονομικής δραστηριότητας, την ώρα που η Ευρωζώνη βρίσκεται ένα βήμα πριν από την ύφεση, με την ανάπτυξη να κινείται οριακά πάνω από το μηδέν.
Και αυτό μόνο καλό νέο δεν είναι για τη χώρα μας, που θα πρέπει το επόμενο διάστημα να πετύχει σημαντικά υψηλότερους αναπτυξιακούς ρυθμούς, για να στηρίξει τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων και να μειώσει την υπερφορολόγηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Χωρίς ανάπτυξη πάνω από 3% ετησίως δεν θα πρέπει να περιμένουμε ουσιαστικές φορολογικές ελαφρύνσεις.
Αν στην εικόνα αυτή προστεθεί και η σχετική πτώση του τουρισμού, η εξίσωση που θα πρέπει να λύσει ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, για το 2020 και τα επόμενα χρόνια, δυσκολεύει αρκετά. Ιδιαίτερα δε με τη βιομηχανία μας να παλεύει κυριολεκτικά να φθάσει στο 10% του ΑΕΠ μας.
Μετά την έξοδό της από τη μακροχρόνια ύφεση, η Ελλάδα πετύχαινε ρυθμούς ανάπτυξης γύρω στο 2%.
Συνεπώς η ελληνική οικονομία κατάφερνε να επιβιώνει χάρη στην ευνοϊκή συγκυρία της Ευρωζώνης. Παράλληλα όμως βοηθήθηκε και από την ευκαιριακή άνοδο του τουρισμού λόγο των γνωστών δραματικών εξελίξεων στη Βόρειο Αφρική και τη Μέση Ανατολή.
Από φέτος όμως η κατάσταση ανατρέπεται. Το τουριστικό ρεύμα προς Τουρκία, Τυνησία, Μαρόκο και άλλες μεσογειακές χώρες είναι αυξημένο. Τούτο σημαίνει ότι ο ελληνικός τουρισμός πρέπει να γίνει ανταγωνιστικός και ελκυστικός.
Κατά κύριο δε λόγο θα πρέπει να επενδύσει και σε νέες δραστηριότητες που θα καλύπτουν όλο το χρόνο. Και στην περίπτωση αυτή ο πολιτισμός και οι αθλητικές δραστηριότητες αποτελούν πολύτιμα κεφάλαια για τη χώρα.
Από την άλλη πλευρά, στο μέτρο που η ελληνική κυβέρνηση θα έχει σοβαρές δυσκολίες στην προσπάθειά της να καταστήσει την ελληνική οικονομία πιο παραγωγική και λιγότερο καταναλωτική, το εσωτερικό οικονομικό τοπίο ίσως χάσει τη λάμψη του.
Και από την άποψη αυτή θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ιδιαίτερα ότι η προσέλκυση άμεσων διεθνών επενδύσεων αποτελεί ζωτική προτεραιότητα η οποία δυστυχώς δεν έχει άμεσες αποδόσεις.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η επενδυτική ανάταξη ναι μεν είναι αναγκαία, πλην όμως οι επιπτώσεις της δεν γίνονται αισθητές από τη μια μέρα στην άλλη.
Αυτό σημαίνει ότι για να ενισχυθεί άμεσα η κατανάλωση είναι επείγουσα η μείωση των φόρων, η μόνη ικανή να πυροδοτήσει την επανεκκίνηση της οικονομίας αν η κυβέρνηση δεν θέλει να χάσει πολύτιμο χρόνο.
Σημειώνουμε ακόμα ότι η μείωση των φόρων ουσιαστικά είναι και μέτρο κοινωνικής δικαιοσύνης, σε μια περίοδο όπου μεγάλες κατηγορίες του πληθυσμού πήραν τον δρόμο της φτωχοποίησης γιατί αυτή η τελευταία εξυπηρετούσε πολιτικούς και ιδεολογικούς στόχους της απελθούσας κυβέρνησης.
Η πραγματικότητα απαρτίζεται από πράξεις, έργα και αδρά γεγονότα και όχι από φράσεις κενές περιεχομένου σε όλα τα επίπεδα. Ελπίζουμε να γίναμε επαρκώς κατανοητοί...