Το επίπεδο του δημόσιου χρέους το 2018 επηρεάστηκε, παράλληλα, από το αποτέλεσμα της ακολουθούμενης δημοσιονομικής πολιτικής και από την πολιτική διαχείρισης των ταμειακών διαθεσίμων, στο πλαίσιο της δημιουργίας ενός «μαξιλαριού» ασφαλούς ρευστότητας από τη στιγμή που η χώρα ολοκλήρωσε το πρόγραμμα χρηματοδοτικής στήριξης, γράφει ο Χρήστος Τριαντόπουλος.
Από την έντυπη έκδοση
Tου Χρήστου Τριαντόπουλου,
οικονομολόγος, διδάκτωρ πολιτικής οικονομίας, ερευνητής του ΚΕΠΕ
[αναδημοσίευση από το περιοδικό Οικονομικές Εξελίξεις του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ)]
Το επίπεδο του δημόσιου χρέους το 2018 επηρεάστηκε, παράλληλα, από το αποτέλεσμα της ακολουθούμενης δημοσιονομικής πολιτικής και από την πολιτική διαχείρισης των ταμειακών διαθεσίμων, στο πλαίσιο της δημιουργίας ενός «μαξιλαριού» ασφαλούς ρευστότητας από τη στιγμή που η χώρα ολοκλήρωσε το πρόγραμμα χρηματοδοτικής στήριξης.
Το 2018, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης διαμορφώθηκε στα 334,6 δισ. ευρώ, από 335 δισ. ευρώ που ήταν και η εκτίμηση σύμφωνα με τον κρατικό προϋπολογισμό του 2019 (Νοέμβριος 2018). Παρά, όμως, την οριακά καλύτερη επίδοση, ο δείκτης του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ επιδεινώθηκε λόγω της χαμηλότερης της προσδοκώμενης επίδοσης του ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, το επίπεδο του ΑΕΠ του 2018 από τα 185,7 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τον κρατικό προϋπολογισμό του 2019, εκτιμάται, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, στα 184,7 δισ. ευρώ (η αντίστοιχη εκτίμηση στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019-2022 ήταν 182,9 δισ. ευρώ).
Συνεπώς, το 2018 το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ εκτιμάται στο 181,2% του ΑΕΠ από 180,4% του ΑΕΠ που ήταν η πρόβλεψη στον κρατικό προϋπολογισμό του 2019 (η αντίστοιχη εκτίμηση στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019-2022 ήταν 183,1% του ΑΕΠ).
Όσον αφορά το 2019, σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019-2022 το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά περίπου 12 δισ. ευρώ και θα περιοριστεί στα 323,3 δισ. ευρώ, καθώς θα αξιοποιηθεί μέρος της ρευστότητας του προηγούμενου έτους για τις ανάγκες που προκύπτουν στο πλαίσιο της κάλυψης των δανειακών υποχρεώσεων του τρέχοντος έτους. Τέλος, για την περίοδο που ακολουθεί εκτιμάται ότι το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης θα διαμορφωθεί στα 318,3 δισ. ευρώ το 2020, στα 313,3 δισ. ευρώ το 2021 και στα 318,7 δισ. ευρώ το 2022.
Το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης, σύμφωνα με τα στοιχεία του Δελτίου Μηνιαίων Στοιχείων της Γενικής Κυβέρνησης, τον Μάρτιο του 2019 διαμορφώθηκε στα 357,7 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 1,2 δισ. ευρώ σε σχέση με το τέλος του 2018 (358,9 δισ. ευρώ το 2018 και 328,7 δισ. ευρώ το 2017), ενώ προβλέπεται το 2019 -σύμφωνα με τον κρατικό προϋπολογισμό του 2019- να φτάσει τα 346,2 δισ. ευρώ. Όπως έχει σημειωθεί ξανά, το γεγονός ότι το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης είναι υψηλότερο από το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης οφείλεται στο ενδοκυβερνητικό χρέος, το οποίο περιλαμβάνει και τον βραχυπρόθεσμο δανεισμό μέσω συμφωνιών επαναγοράς από φορείς της Γενικής Κυβέρνησης. Επίσης, η εικόνα όσον αφορά τη δομή του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης έχει μεταβληθεί κατά το πρώτο τρίμηνο του 2019 σε σχέση με τα τέλη του προηγούμενου έτους, ως αποτέλεσμα και του δανεισμού της χώρας από τις διεθνείς αγορές. Έτσι, το μερίδιο του χρέους που αποτυπώνεται σε ομόλογα διαμορφώθηκε τον Μάρτιο του 2019 στα 59,8 δισ. ευρώ από 51,5 δισ. ευρώ στο τέλος του 2018. Τα ομόλογα αποτελούν, πλέον, το 16,7% του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης έναντι 14,4% στο τέλος του 2018 (Πίνακας 2.1.1 πιο πάνω).
Επίσης, δεν παρουσιάστηκε μεταβολή στη χρηματοδότηση της Κεντρικής Διοίκησης μέσα από βραχυπρόθεσμους τίτλους και δη έντοκα γραμμάτια του ελληνικού Δημοσίου, η οποία διαμορφώθηκε στα 15,2 δισ. ευρώ. Αντίθετα, τόσο τα δάνεια εξωτερικού όσο και τα βραχυπρόθεσμα δάνεια (που περιλαμβάνουν τα repos) μειώθηκαν. Συγκεκριμένα, το μερίδιο του χρέους που αποτυπώνεται σε δάνεια περιορίστηκε στα 263,1 δισ. ευρώ, ως αποτέλεσμα -κυρίως- της μείωσης των λοιπών δανείων εξωτερικού κατά 4 δισ. ευρώ. Έτσι, στο σύνολό του ο όγκος του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης που αποτυπώνεται σε δάνεια μειώθηκε στα 263,1, συνιστώντας τον Μάρτιο του 2019 το 73,6 % του εν λόγω χρέους έναντι 74,6% στο τέλος του 2018 (Γράφημα).
Τέλος, η πηγή χρηματοδότησης που περιορίστηκε το πρώτο τρίμηνο του 2019 ήταν αυτή του βραχυπρόθεσμου δανεισμού μέσω αξιοποίησης της πώλησης τίτλων με τη μέθοδο της επαναγοράς (repos) σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης. Συγκεκριμένα, τον Μάρτιο του 2019 ο ενδοκυβερνητικός δανεισμός μέσω των repos διαμορφώθηκε στα 19,5 δισ. ευρώ, που είναι 5 δισ. ευρώ λιγότερα από τον Δεκέμβριο του 2018, οπότε και είχαν διαμορφωθεί στα 24,5 δισ. ευρώ (Γράφημα 2.1.3). Έτσι, η συγκεκριμένη πηγή χρηματοδότησης, πλέον, συνιστά -σύμφωνα με τα στοιχεία του Μαρτίου του 2019- το 5,4% του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης από 6,8% του χρέους τον Δεκέμβριο του 2018. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συγκεκριμένος περιορισμός της έκθεσης σε ενδοκυβερνητικά repos επιδρά αυξητικά στο επίπεδο του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης, καθώς μειώνει το ενδοκυβερνητικό χρέος της Κεντρικής Διοίκησης που «καλύπτει» μέρος του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης.
Όσον αφορά τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης, αυτά έχουν μεταβληθεί ως αποτέλεσμα της προώθησης των βραχυπρόθεσμων μέτρων για την ενδυνάμωση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους. Συγκεκριμένα, τα χαρακτηριστικά του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης επηρεάστηκαν, κυρίως, ως προς τη σταθερότητα ή όχι του επιτοκίου.
Έτσι, τον Δεκέμβριο του 2018 το μερίδιο του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης που βασίζεται σε σταθερό επιτόκιο διαμορφώθηκε στο 89,2% του χρέους έναντι 48,1% του χρέους τον Δεκέμβριο του 2017 και 28,5% του χρέους τον Δεκέμβριο του 2013. Πρόκειται για ένα μερίδιο το οποίο και αυξήθηκε μέσα στο 2019, στο πλαίσιο και του δανεισμού της χώρας από τις διεθνείς αγορές, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί τον Μάρτιο του 2019 στο 90,9%. Το αποτέλεσμα, λοιπόν, είναι να ενισχύεται το δημόσιο χρέος της χώρας έναντι των κινδύνων που εμπεριέχονται στις διακυμάνσεις των επιτοκίων και στις μεταβολές της νομισματικής πολιτικής. Ως προς τα άλλα χαρακτηριστικά, για τον Μάρτιο του 2019, το μη διαπραγματεύσιμο χρέος, λόγω της χρηματοδότησης της χώρας μέσω ομολόγων από τις διεθνείς αγορές, μειώθηκε στο 79,0% του χρέους από 81,4% του χρέους τον Δεκέμβριο του 2018, ενώ αυξήθηκε το μερίδιο του χρέους που ήταν εκφρασμένο σε ευρώ στο 98,0%.
Τέλος, αναφορικά με τη στρατηγική διαχείρισης του δημόσιου χρέους για την περίοδο που ακολουθεί, σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής, θα περιλαμβάνει: (α) την κάλυψη των ετήσιων μικτών χρηματοδοτικών αναγκών του ελληνικού Δημοσίου μέσω μιας συνεχούς και μόνιμης πρόσβασης στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, (β) την ενεργή διαχείριση των κινδύνων αγοράς που υπάρχουν στο χαρτοφυλάκιο του ελληνικού δημόσιου χρέους, (γ) τη διαχείριση των ταμειακών διαθεσίμων του κράτους και των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, και (δ) τη διαχείριση της βραχυχρόνιας ταμειακής ρευστότητας του ελληνικού Δημοσίου. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και το «μαξιλάρι» ασφαλείας (σε όρους ρευστότητας) που άρχισε να διαμορφώνεται εντός του 2018 και, σύμφωνα με το Δελτίο Δημοσίου Χρέους, τον Μάρτιο του 2019 τα ταμειακά διαθέσιμα του ελληνικού Δημοσίου διαμορφώθηκαν στα 22,5 δισ. ευρώ και τα διαθέσιμα στον διακριτό λογαριασμό εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους ήταν στο 1,8 δισ. ευρώ.