Ένα από τα βασικά ζητούμενα της ελληνικής οικονομίας είναι η προσέλκυση επενδύσεων, εγχώριων και ξένων. Έτσι θα καταφέρουμε να φτάσουμε σε ρυθμούς ανάπτυξης που θα σηματοδοτούν μια πραγματική ανάκαμψη, έτσι θα κινηθεί η αγορά, έτσι θα δημιουργηθούν νέες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, γράφει η Αυγή Οικονομίδου.
Από την έντυπη έκδοση
Της Αυγής Οικονομίδου,
Associate Advisor Τομέα Επιχειρηματικού Περιβάλλοντος και Ρυθμιστικών Πολιτικών ΣΕΒ, μέλος Διοικητικού Συμβουλίου Εθνικού Συστήματος Υποδομών Ποιότητας (ΕΣΥΠ) και μέλος Εθνικού Συμβουλίου Διαπίστευσης
Ένα από τα βασικά ζητούμενα της ελληνικής οικονομίας είναι η προσέλκυση επενδύσεων, εγχώριων και ξένων. Έτσι θα καταφέρουμε να φτάσουμε σε ρυθμούς ανάπτυξης που θα σηματοδοτούν μια πραγματική ανάκαμψη, έτσι θα κινηθεί η αγορά, έτσι θα δημιουργηθούν νέες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Απαραίτητη προϋπόθεση, ως κρίσιμη παράμετρος για τη λήψη μιας στρατηγικής επενδυτικής απόφασης, είναι ένα απλοποιημένο και υγιές επιχειρηματικό περιβάλλον. Αυτό δεν σημαίνει μόνο σταθερό φορολογικό πλαίσιο με ανταγωνιστικούς συντελεστές, ούτε μόνο ασφάλεια δικαίου και ταχεία απονομή δικαιοσύνης, αλλά επίσης και να γνωρίζει ο επενδυτής τι μπορεί να κάνει, πού και κυρίως με εύκολες και γρήγορες διαδικασίες. Έχοντας αυτό κατά νου, τα τελευταία χρόνια πράγματι δρομολογήθηκαν σημαίνουσες αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο στην κατεύθυνση της απλοποίησης της αδειοδότησης οικονομικών δραστηριοτήτων.
Η εξέλιξη αυτή όμως συνεπάγεται μετάβαση από την υπάρχουσα κατάσταση με εκ των προτέρων τυπικούς ελέγχους και διοικητικά βαριές, γραφειοκρατικές και χρονοβόρες διαδικασίες (αδειοδότηση), σε εκ των υστέρων ουσιαστικούς ελέγχους, οι οποίοι θα εγγυώνται την ασφάλεια των προϊόντων, την τήρηση των προδιαγραφών και τον ισότιμο ανταγωνισμό (εποπτεία αγοράς). Με αυτόν τον τρόπο γεννιούνται νέες προκλήσεις για να μπορέσουμε να επιτύχουμε ένα εύρυθμο και φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον.
Σε αυτό το σημείο έρχεται να δώσει λύση το σύστημα της διαπίστευσης-πιστοποίησης, αναλαμβάνοντας έναν επιπλέον ρόλο πέραν του εγγυητή ποιότητας προϊόντων και υπηρεσιών: να ενισχύσει τις υπάρχουσες -αλλά ομολογουμένως μη επαρκείς- δομές της δημόσιας διοίκησης, ώστε να πραγματοποιείται αποτελεσματικά ο όγκος των ελέγχων που χρειάζεται η αγορά. Με άλλα λόγια, διαπιστευμένοι φορείς ασκούν την εποπτεία της αγοράς και η δημόσια διοίκηση διατηρεί τον πιο σημαντικό ρόλο: τον επιτελικό, χαράσσοντας τη στρατηγική και το πλάνο ελέγχων, διατηρώντας παράλληλα την ουσιαστική και κεντρική ευθύνη. Για να έχει επιτυχή κατάληξη μια παρέμβαση τέτοιου είδους γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι δεν απαιτείται απλώς ένα επαρκές, αλλά ένα βέλτιστο σύστημα διαπίστευσης. Ένα σύστημα που θα διασφαλίζει ότι οι διαπιστευμένοι φορείς ελέγχου, εξοπλισμένοι με τις σωστές διαδικασίες, υποδομές και την αναγκαία ευελιξία, είναι κατάλληλοι να υποστηρίξουν τις κρατικές δομές χωρίς αμφιβολία και καθυστερήσεις. Χρειάζεται επομένως σωστή προετοιμασία για την περαιτέρω αναβάθμιση του συστήματος διαπίστευσης της χώρας, δέσμευση για την επίτευξη του στόχου και συνεχή προσπάθεια. Σε διαφορετική περίπτωση, μια σημαντική τομή για την απλοποίηση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος δεν θα εξασφαλίσει τον πραγματικό οικονομικό αντίκτυπο που θέλουμε να επιτύχουμε.