Στη φάση που βρίσκεται η ελληνική οικονομία, όλοι κοιτάζουν προς την κατεύθυνση δημοσιονομικού χώρου. Η προηγούμενη κυβέρνηση, που είχε μεθοδεύσει/πετύχει υπερπλεονάσματα με αναδιανεμητική λογική, προωθούσε μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος μέσα από τη δημιουργία δεσμευμένου λογαριασμού +/- 6 δισ. (από το μαξιλάρι των 34 ή 37 δισ.) απ’ όπου θα ήταν εγγυημένη η τήρηση του λογιστικού στόχου - με υποχώρησή του σε πραγματικό 2%, γράφει ο Αντώνης Παπαγιαννίδης.
Από την έντυπη έκδοση
Tου Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Στη φάση που βρίσκεται η ελληνική οικονομία, όλοι κοιτάζουν προς την κατεύθυνση δημοσιονομικού χώρου.
Η προηγούμενη κυβέρνηση, που είχε μεθοδεύσει/πετύχει υπερπλεονάσματα με αναδιανεμητική λογική, προωθούσε μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος μέσα από τη δημιουργία δεσμευμένου λογαριασμού +/- 6 δισ. (από το μαξιλάρι των 34 ή 37 δισ.) απ’ όπου θα ήταν εγγυημένη η τήρηση του λογιστικού στόχου - με υποχώρησή του σε πραγματικό 2%.
Το θέμα δεν είχε τεθεί στο Eurogroup, ευθέως. Η σημερινή κυβέρνηση ενθαρρύνεται (ή: προσπαθεί να ενθαρρύνει τον εαυτό της;) να θεωρήσει ότι δημοσιονομικός χώρος προκύπτει άμα οι «εταίροι» δεχθούν τα έσοδα από κέρδη ANFAs και SMPs να ενταχθούν στα δημοσιονομικά έσοδα -μέχρι 1,3 δισ./έτος, θυμίζουμε- μολονότι ούτε επαναλαμβανόμενο στοιχείο είναι, και σε αιρεσιμότητα/conditionality υπόκειται.
Είναι κι αυτή μια προσδοκία. Κάθε καινούργιο ξεκίνημα συνοδεύεται από προσδοκίες. Στην τωρινή εκκίνηση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που επέλεξε να ταυτισθεί με μιαν εικόνα γρήγορων κινήσεων με βάση πρόδηλα εκτεταμένη προετοιμασία, αλλά και που συνοδεύεται σ’ αυτήν την εκκίνηση από θετική πρόσληψη της εικόνας της ελληνικής οικονομίας από τις αγορές με το 10ετές σε απόδοση 2%, το 5ετές στο 1%, διόλου παράξενο που οι προσδοκίες τρέχουν αντίστοιχα γρήγορα. Κάποιος, όμως, χρειάζεται να τις συγκρατήσει τις προσδοκίες. Αλλιώς κινδυνεύουν να δυσλειτουργήσουν -αν μη να δαγκώσουν!- στην επόμενη στροφή του δρόμου.
Δείτε δύο παραδείγματα. Πρώτο, η προσδοκία ότι τα φορολογικά μέτρα πολιτικής που προωθούνται μπορεί να έχουν κόστος, το οποίο μάλιστα προστίθεται σε όσα έχουν προηγηθεί (και συν-ψηφισθεί στην προηγούμενη Βουλή), όμως θα απορροφηθεί από την επιτάχυνση της ανάπτυξης.
Η οποία ανάπτυξη θα προκύψει από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα προωθηθούν επίσης ταχύτατα, με πλήρη ιδιοκτησία/ownership που θα ‘κανε την απελθούσα τρόικα να χαμογελάει ευφρόσυνα!
Ακούγαμε μάλιστα από την εύκολα ενθουσιαζόμενη μιντιακή χορωδία ότι μέσα στο τρέχον 2019 θα πορευόμαστε προς ρυθμούς 4% του ΑΕΠ (ή έστω το ερχόμενο 2020…), αντί του αποκαρδιωτικού 1,8% με το οποίο τρέχουμε σήμερα ως πρόβλεψη.
Είναι φανερό ότι το προεκλογικό αφήγημα, που μιλούσε για στόχο 4% ανάπτυξη -μάλλον μεγέθυνση/growth, αλλά ας μη μείνουμε σε τέτοιες λεπτομέρειες- ως εγγύηση ότι θα υπάρχει δημοσιονομικός χώρος να φιλοξενήσει τις προθέσεις πολιτικής, ενσωματώθηκε μονομιάς. Βέβαια, τέτοιο αναπτυξιακό άλμα/διπλασιασμός ρυθμού θα ήθελε οικονομία τύπου Σεντσέν ή Σαϊγκόν για να προκύψει σε λίγους μήνες, χώρια που η εγχώρια εκδοχή ανάπτυξης, με το τουριστικό κύμα να ανακόπτεται φέτος μετά από 6 χρόνια συνεχούς ανόδου, αλλά και με την ευρωπαϊκή οικονομία να κόβει ταχύτητα ήδη στη Γερμανία, αντιμετωπίζει αντίθετο ρεύμα.
Δεύτερο παράδειγμα, η όντως θετική προοπτική που ανοίγεται για συνέχιση της πρακτικής της ποσοτικής χαλάρωσης από την ΕΚΤ «μεταφράσθηκε» με ενθουσιασμό σε.. πρόσβαση της Ελλάδας και των τραπεζών της σ’ εκείνο που έχασε όταν (κατά την προσφιλή προεκλογικά έκφραση) «στην Ευρώπη έβρεχε χρήμα, κι εμείς κρατούσαμε ομπρέλα».
Ασφαλώς η πρόσβαση στο Q.E. θα είχε σημασία για την Ελλάδα - όμως είτε θα ‘πρεπε να προχωρήσουν με άνευ προηγουμένου ταχύτητα οι αναβαθμίσεις (πληθυντικός!) από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης, είτε η αυριανή σύνθεση του Συμβουλίου της ΕΚΤ να θεωρήσει, πλέον, ότι η enhanced surveillance «αποτελεί» για την Ελλάδα συμμετοχή σε Πρόγραμμα.
Σταματούμε εδώ, αν και κάποιος θα ‘πρεπε επιπλέον να πείσει την κυβέρνηση να μη χρησιμοποιεί π.χ. προκειμένου περί του εμβληματικού project του Ελληνικού την έκφραση «θα μπουν μπουλντόζες» αντικαθιστώντας με κάτι σαν «θα γίνει κάθε προσπάθεια να…», συν δεήσεις προς την έκβαση του διαγωνισμού Καζίνο με περισσότερους του ενός συμμετέχοντες.
Πάντως η διπλή είδηση, αφενός, της παράτασης κατά ένα εξάμηνο του καθεστώτος της ενισχυμένης παρακολούθησης (ή εποπτείας, πάντως enhanced surveillance) για την Ελλάδα -ως «αναμενόμενη και κανονική διαδικασία», κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή: θεώρησαν αναγκαία την προκαταβολική διευκρίνιση, μην και αρχίσουν πάλι οι συζητήσεις περί 4ου ή 5ου Μνημονίου!…- και αφετέρου της κατάργησης της θέσης του επικεφαλής της αποστολής των θεσμών στην Ελλάδα, με τον απερχόμενο Ντέκλαν Κοστέλο να αναβαθμίζεται σε αναπληρωτή γενικό διευθυντή της DG EcFin της Επιτροπής, δίνει το στίγμα του «πού βρισκόμαστε».
Ενώ η αναμονή για την επόμενη Έκθεση της enhanced surveillance -τον Σεπτέμβριο, μετά τη ΔΕΘ και εν όψει του τότε Eurogroup, ή και αργότερα προς Οκτώβριο και βάλε- θα οδηγήσει τη συζήτηση, μετά τις τωρινές καλές προθέσεις των εταίρων.
Που συνοδεύονται από πολύ μετριοπαθείς προειδοποιήσεις για δεσμευτικότητα της τήρησης των στόχων.
Διαπραγμάτευση, ουσιαστική διαπραγμάτευση. Αντί για καλλιέργεια προσδοκιών.