Πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι οι Βρυξέλλες με την παρότρυνση πολλών ευρωπαϊκών πρωτευουσών και την ανοχή των υπολοίπων, κυρίως του Βορρά, άρχισαν να προσαρμόζουν σταδιακά την οικονομική πολιτική στα νέα δεδομένα, που διαμόρφωσαν εξωτερικοί (γεωπολιτικοί) και ενδοκοινοτικοί παράγοντες. Η αλλαγή έχει ξεκινήσει πολύ νωρίτερα και τη σηματοδότησε η αποχώρηση, το 2017, του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε από το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών. Ήταν το τέλος μιας εποχής, που ξεκίνησε μέσα στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση το 2008, στη διάρκεια της οποίας εκμεταλλευόμενος την ελληνική κρίση επέβαλε την απόλυτη δημοσιονομική πειθαρχία στο σύνολο της Ευρωζώνης, γράφει ο Νίκος Μπέλλος.
Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι οι Βρυξέλλες με την παρότρυνση πολλών ευρωπαϊκών πρωτευουσών και την ανοχή των υπολοίπων, κυρίως του Βορρά, άρχισαν να προσαρμόζουν σταδιακά την οικονομική πολιτική στα νέα δεδομένα, που διαμόρφωσαν εξωτερικοί (γεωπολιτικοί) και ενδοκοινοτικοί παράγοντες. Η αλλαγή έχει ξεκινήσει πολύ νωρίτερα και τη σηματοδότησε η αποχώρηση, το 2017, του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε από το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών. Ήταν το τέλος μιας εποχής, που ξεκίνησε μέσα στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση το 2008, στη διάρκεια της οποίας εκμεταλλευόμενος την ελληνική κρίση επέβαλε την απόλυτη δημοσιονομική πειθαρχία στο σύνολο της Ευρωζώνης.
Ωστόσο, τώρα το πέρασμα σε μια πιο ρεαλιστική δημοσιονομική πολιτική επιταχύνεται, και σε αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο η επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας, η οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις τριβές στο διεθνές εμπόριο και στην αβεβαιότητα του Brexit. Η επιβράδυνση που διαρκεί πάνω από έναν χρόνο έχει βγάλει εκτός δημοσιονομικών στόχων πολλές χώρες και αυτή τη φορά φαίνεται ότι δεν θα ξαναγίνει το προηγούμενο λάθος της γενικευμένης λιτότητας, η οποία οδήγησε πέντε χώρες σε μνημόνια. Από την άλλη, η απερχόμενη Επιτροπή Γιούνκερ έχει επιλέξει η ίδια να κλείσει τους «λογαριασμούς» του παρελθόντος, εγκαταλείποντας την αυστηρή δημοσιονομική πολιτική, που η ίδια βρήκε το 2014, αλλά συνέχισε.
Το είδαμε τις προηγούμενες εβδομάδες, όταν έριξε στα «μαλακά» την Ιταλία, στην οποία, ενώ δημοσιονομικά υπάρχει εκτροχιασμός, επελέγη η λύση της ανοχής, αφού εγκαταλείφθηκε η νομική διαδικασία προκειμένου να δοθεί χρόνος στη Ρώμη να βελτιώσει την κατάσταση. Ανοχή επιδείχθηκε και στη Γαλλία, η οποία επίσης δημοσιονομικά αντιμετωπίζει πρόβλημα μετά τις πρόσφατες παροχές Μακρόν. Η τελευταία σημαντική ένδειξη ήταν η απόφαση του επιτρόπου Πιερ Μοσκοβισί να αποσύρει τον εκπρόσωπο της Επιτροπής στην τρόικα που παρακολουθεί την ενισχυμένη μεταμνημονιακή εποπτεία της Ελλάδας, Ντέκλαν Κοστέλο.
Η είδηση δεν είναι η αποχώρηση του εν λόγω στελέχους, ο οποίος θα έφευγε γιατί πήρε προαγωγή, αλλά το γεγονός ότι αυτή δημοσιοποιήθηκε από τον ίδιο τον επίτροπο, ο οποίος ήθελε να περάσει το πολιτικό μήνυμα ότι οι εποχές της στενής εποπτείας τελείωσαν. Η στροφή της Ευρωζώνης σε μια πιο ήπια δημοσιονομική πολιτική είναι ό,τι καλύτερο γι’ αυτήν σε μια πολύ δύσκολη χρονική συγκυρία, όπου υπάρχουν σημαντικά προβλήματα σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο. Είναι ό,τι καλύτερο και για την Ελλάδα, γιατί αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες να αφεθεί η κυβέρνηση να εφαρμόσει την οικονομική πολιτική της με την επίδειξη από την πλευρά των δανειστών και της ανάλογης ανοχής στο ξεκίνημα.