Η υγεία είναι το πολυτιμότερο αγαθό του ανθρώπου. Χωρίς καλή υγεία δεν υπάρχει εργασία, παραγωγή, ψυχική διάθεση, διασκέδαση και ευτυχία. Επιπλέον, η υγεία είναι συνδεδεμένη άμεσα και με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ένας υγιής ζητιάνος είναι πιο ευτυχής από έναν άρρωστο βασιλιά, έγραψε ο Σοπενχάουερ, θέλοντας να τονίσει τη σημασία της υγείας για τον άνθρωπο.
Από την έντυπη έκδοση
Του Ανδρέα Μήλιου*
Η υγεία είναι το πολυτιμότερο αγαθό του ανθρώπου. Χωρίς καλή υγεία δεν υπάρχει εργασία, παραγωγή, ψυχική διάθεση, διασκέδαση και ευτυχία. Επιπλέον, η υγεία είναι συνδεδεμένη άμεσα και με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ένας υγιής ζητιάνος είναι πιο ευτυχής από έναν άρρωστο βασιλιά, έγραψε ο Σοπενχάουερ, θέλοντας να τονίσει τη σημασία της υγείας για τον άνθρωπο.
Η φροντίδα της υγείας των πολιτών πρέπει να είναι πρώτιστο καθήκον του κράτους. Δυστυχώς, όμως, όλες οι προσπάθειες που έγιναν μέχρι σήμερα στην Ελλάδα προς την κατεύθυνση ανάπτυξης ενός αξιοπρεπούς δημόσιου συστήματος υγείας δεν έφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, παρά την κατασπατάληση ανυπολόγιστων πόρων. Οι διαχρονικές παθογένειες της φυλής μας, όπως ο αυτοσχεδιασμός, ο κομματισμός, ο πελατειασμός, η διαφθορά, ο ιατροκεντρισμός, ο ιδιωτικισμός κ.ά. το διαβρώνουν καθημερινά, με αποτέλεσμα το ΕΣΥ να έχει εξελιχθεί σε αναγκαστική επιλογή για χαμηλόμισθους και ανασφάλιστους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα είναι πρώτη στην Ε.Ε. στις ιδιωτικές δαπάνες για την υγεία. Η αναλογία δημόσιων-ιδιωτικών δαπανών είναι 61% προς 39%, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στη Γερμανία είναι 85% προς 15%, στην Αγγλία 79% προς 21% και στη Γαλλία 78,5% προς 21,4%! Οι παθογένειες του ΕΣΥ είναι πολλές, κομβικότερη των οποίων είναι η έλλειψη ενός ολοκληρωμένου, αποτελεσματικού και αποδοτικού συστήματος Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Η έλλειψη αυτή προκαλεί διασπάθιση πόρων και προσφορά κακής ποιότητας υπηρεσιών υγείας. Η ανάγκη άμεσης οικοδόμησης ενός συστήματος Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας με ποιοτικά χαρακτηριστικά, αντίστοιχα με αυτά των προηγμένων ευρωπαϊκών χωρών, είναι συνεπώς φλέγουσα προτεραιότητα.
Σε αυτόν τον στόχο πρέπει να επικεντρωθεί ο σχεδιασμός της νέας ηγεσίας του υουργείου Υγείας. Το σύστημα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας που επιχείρησε να δημιουργήσει η απελθούσα κυβέρνηση με την ίδρυση των ΤΟΜΥ απέτυχε εν τη γενέσει του, διότι βασίστηκε σε ιδεοληπτικά στοιχεία άλλων εποχών. Αποδείχθηκε ότι είναι μια ασύμβατη λύση που δεν ανταποκρίνεται στα κοινωνικά και υγειονομικά χαρακτηριστικά της χώρας, αφού δεν διασφαλίζει ούτε την ιατρονοσηλευτική αποτελεσματικότητα, ούτε την οικονομική αποδοτικότητα των διατιθέμενων πόρων. Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, δύο χρόνια μετά, από τις προβλεφθείσες 240 ΤΟΜΥ σε όλη την επικράτεια μπόρεσαν να λειτουργήσουν υποστελεχωμένα μόνο περί τις 115. Η κυβέρνηση της Ν.Δ. δεν χρειάζεται να ανακαλύψει τον τροχό, αλλά να εντρυφήσει στα συστήματα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας των προηγμένων χωρών της Ευρώπης. Σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας παρέχεται από τον οικογενειακό γιατρό, ο οποίος λειτουργεί ως πύλη εισόδου στο σύστημα της Δευτεροβάθμιας και Τριτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Χωρίς παραπεμπτικό από τον οικογενειακό γιατρό κανείς ασθενής δεν εισάγεται για νοσηλεία σε νοσοκομείο.
Με τη διαδικασία αυτή αντιμετωπίζονται οι προσυνεννοημένες και αδιαφανείς συναλλαγές που λαμβάνουν χώρα μέσα στα νοσοκομεία, η υπερβάλλουσα ζήτηση υπηρεσιών στα νοσοκομεία, οι αχρείαστες επεμβάσεις και η διαφθορά. Ένα ολοκληρωμένο σύστημα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας στην Ελλάδα θα απαιτούσε 4.500 συμβεβλημένους με τον ΕΟΠΥΥ οικογενειακούς γιατρούς (1/2.200 κατοίκους, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα), περίπου 2.500 παιδιάτρους και μια εκατοντάδα ΤΟΜΥ στα μικρά νησιά και τις απομακρυσμένες περιοχές. Είναι αυτονόητο ότι ο έλεγχος ενός τέτοιου ευέλικτου συστήματος είναι ευχερής και αποτελεσματικός, και μάλιστα σε πραγματικό χρόνο.
Εάν ένα σύστημα Α’θμιας Φροντίδας Υγείας αυτής της μορφής συνδεθεί λειτουργικά και «συνεργασθεί» με το υφιστάμενο σύστημα ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, με την καθιέρωση του ιατρικού φακέλου του ασθενούς και με τη δημιουργία ενός κεντρικού συστήματος προμηθειών των νοσοκομείων, η εξοικονόμηση πόρων θα είναι τέτοιου επιπέδου που θα εξασφαλίσει στους Έλληνες επίπεδο υπηρεσιών υγείας αντίστοιχο με αυτά των προηγμένων ευρωπαϊκών κρατών. Ο ορίζοντας για τη νέα ηγεσία του υπουργείου Υγείας είναι καθαρός, αρκεί να μη χάσει χρόνο σκοντάφτοντας στις διαχρονικά αειθαλείς παθογένειες.
*Ο Ανδρέας Μήλιος είναι διδάκτορας του πανεπιστημίου της Φραγκφούρτης, οικονομολόγος. Διετέλεσε εθνικός εμπειρογνώμονας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας στη Γενεύη.