Από τα μεσάνυχτα της Δευτέρας, οπότε ολοκληρώθηκε η τριήμερη συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων που ανέγνωσε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης της Βουλής, άρχισε να μετρά ο πολιτικός χρόνος της νέας κυβέρνησης. Από σήμερα κιόλας, δεν θα κρίνεται για τους λόγους του πρωθυπουργού και των άλλων κυβερνητικών στελεχών, αλλά για τις πράξεις της και για το εάν και σε ποιο βαθμό αυτές εναρμονίζονται με όσα δεσμευτικά παρουσίασαν ενώπιον των 300 αντιπροσώπων του έθνους., γράφει ο Δημήτρης Η. Χατζηδημητρίου.
Από την έντυπη έκδοση
Του Δημήτρη Η. Χατζηδημητρίου
[email protected]
Από τα μεσάνυχτα της Δευτέρας, οπότε ολοκληρώθηκε η τριήμερη συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων που ανέγνωσε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης της Βουλής, άρχισε να μετρά ο πολιτικός χρόνος της νέας κυβέρνησης. Από σήμερα κιόλας, δεν θα κρίνεται για τους λόγους του πρωθυπουργού και των άλλων κυβερνητικών στελεχών, αλλά για τις πράξεις της και για το εάν και σε ποιο βαθμό αυτές εναρμονίζονται με όσα δεσμευτικά παρουσίασαν ενώπιον των 300 αντιπροσώπων του έθνους.
Οι ημέρες που μεσολάβησαν από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου καταγράφονται αναμφιβόλως ως επικοινωνιακά επιτυχείς -και ευτυχείς- για την κυβέρνηση. Η ηγεσία της έδειξε ότι ήταν προετοιμασμένη για τον ρόλο και την αποστολή που ανέλαβε, σε βαθμό πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα και τις παραδόσεις της καθ’ ημάς πολιτικής. Μπορεί να συγκριθεί μόνο με την ανάλογη περίσταση του Οκτωβρίου 1981, όταν και τότε η κυβέρνηση συγκροτήθηκε και ο κρατικός μηχανισμός στελεχώθηκε, με ανθρώπους της επιλογής της, σε χρόνο ταχύ.
Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, η ταχύτητα αυτή είναι και το μέτρο, η απόδειξη της συνείδησης καθήκοντος των αντίστοιχων ηγεσιών για την ευθύνη που συνεπάγεται η ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας. Η τριήμερη συζήτηση στο Κοινοβούλιο -παρότι ο πρωθυπουργός άφησε αναπάντητα συγκεκριμένα ερωτήματα που του έθεσαν τρεις τουλάχιστον πολιτικοί αρχηγοί, επικαλούμενος αδόκιμα «έλλειψη χρόνου»- υπήρξε έπειτα από επτά χρόνια, οπότε μια «ορδή βαρβάρων έστησε τα τσαντίρια της στην καρδιά του Έθνους» και της Δημοκρατίας, μια ζείδωρη ανάσα για το πολίτευμα κι όσους πολίτες παρακολούθησαν τη διαδικασία.
Από το προεδρείο και τον τρόπο που οργάνωσε και διηύθυνε τη συζήτηση, έως τους υπουργούς της μηδενικής οίησης -θα ήταν «δικαιολογημένη» από το εύρος της νίκης του κόμματός τους-, αλλά και τους βουλευτές, που στην πλειοψηφία τους απέφυγαν την κουραστική αδολεσχία, όλα συνέτειναν στην καλλιέργεια της εντύπωσης περί «αλλαγής υποδείγματος». Παρότι η χώρα δεν έχει ξεφύγει οριστικά και με ασφάλεια από τα κράσπεδα της πολύπλευρης κρίσης, στο Κοινοβούλιο αποδείχθηκε ότι οι πολιτικοί ταγοί της μπορούν να συζητούν δίχως να επιστρατεύουν εχθροπαθή, διχαστικό και ονειδιστικό των πολιτικών αντιπάλων τους λόγο.
Θα ήταν πρόωροι, βεβαίως, οι πανηγυρισμοί ότι αυτό πλέον θα είναι μια νέα συνθήκη στα πολιτικά-κοινοβουλευτικά ήθη. Άλλωστε, η θερινή ραστώνη δεν ενθαρρύνει, δεν προτρέπει σε… μάχες και επηρεάζει πνεύμα και σώμα, επιβάλλοντας μια κάποια καταλλαγή. Ο Σεπτέμβριος, όταν «τα μπάνια του λαού» και των εκπροσώπων του θα έχουν ολοκληρωθεί, θα υπάρχουν σαφέστερες ενδείξεις και ίσως και αποδείξεις, για το εάν το πολιτικό προσωπικό έμαθε το μάθημά του. Αλλά το τριήμερο αυτό ήταν μια καθώς πρέπει τιμή στη δημοκρατία, που πριν από ακριβώς 45 χρόνια αποκαταστάθηκε στην Ελλάδα.