Κάθε ξεκίνημα κυβερνητικής θητείας, μετά τους συνήθεις ενθουσιασμούς και τις συμβολικές κινήσεις (στην περίπτωση της κυβέρνησης Μητσοτάκη/Ν.Δ. υπήρξε ιδιαίτερος ζήλος στην επίδειξη ταχύτητας και πλήρους προετοιμασίας στα οργανωτικά, αλλά και μια σχετική αυτοσυγκράτηση στην τιμημένη λογική του «παραλάβαμε χάος», από την κεντρική καθοδήγηση, τουλάχιστον) έρχεται σε επαφή με την πραγματικότητα. Και με τις δεσμεύσεις της πραγματικότητας, γράφει ο Αντώνης Παπαγιαννίδης.
Από την έντυπη έκδοση
Tου Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Κάθε ξεκίνημα κυβερνητικής θητείας, μετά τους συνήθεις ενθουσιασμούς και τις συμβολικές κινήσεις (στην περίπτωση της κυβέρνησης Μητσοτάκη/Ν.Δ. υπήρξε ιδιαίτερος ζήλος στην επίδειξη ταχύτητας και πλήρους προετοιμασίας στα οργανωτικά, αλλά και μια σχετική αυτοσυγκράτηση στην τιμημένη λογική του «παραλάβαμε χάος», από την κεντρική καθοδήγηση, τουλάχιστον) έρχεται σε επαφή με την πραγματικότητα. Και με τις δεσμεύσεις της πραγματικότητας. Οι προγραμματικές δηλώσεις των περασμένων ημερών -μετά και τις στιγμές θεσμικού ενθουσιασμού π.χ. με την εκλογή Κώστα Τασούλα στην Προεδρία της Βουλής με ψήφους 283/298 και με τις τοποθετήσεις υψηλού ύφους- έφεραν ούτως ή άλλως την αναπόδραστη προσγείωση, παρά την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία που απέδωσε το εκλογικό σύστημα με το 40% στις κάλπες.
Ας σημειωθεί ότι και το ξεκίνημα πορείας στην αντιπολίτευση -πάντως στην αξιωματική αντιπολίτευση, καθώς στην ελάσσονα/ΚΙΝΑΛ οι προσγειώσεις αποδεικνύονται πιο δύσκολη υπόθεση λόγω του επίμονου μικρομεγαλισμού, ενώ ουσιαστικά μόνον από πλευράς Βαρουφάκη/ΜέΡΑ25 δόθηκε “νέο” στίγμα αν και απογειωμένο…- φέρνει κι αυτό διάσταση αποδοχής της πραγματικότητας. Εδώ, η άμεση προϊστορία του ΣΥΡΙΖΑ και τα αντανακλαστικά Αλέξη Τσίπρα, μαζί και με την απόπειρα μετεξέλιξης σε κάτι ευρύτερο (Προοδευτική Συμμαχία; Κεντροαριστερά; νέα εκδοχή Σοσιαλδημοκρατίας; οι ορισμοί κινδυνεύουν να κρύψουν τη -δύσβατη- ουσία του εγχειρήματος) δημιουργούν ασάφεια, παρά την εκλογική αντοχή του σχεδόν 32%.
Εκείνο που οι πρώτες μέρες, με την κοινή γνώμη σε καλοκαιριάτικη αποδρομή προσοχής, έφεραν ήδη στο προσκήνιο, είναι μια πρόκληση: θα αντιμετωπισθεί τώρα η πραγματικότητα με λογική σπριντ ή με προσέγγιση μαραθωνίου; Καθώς δε ήδη ξεκίνησαν εξ οικείων να πέφτουν τα βέλη, και καθώς οι «οικείοι» διαθέτουν ισχυρή μιντιακή παρουσία αλλά και δίνουν δυναμικό «παρών» στην μπλογκόσφαιρα, στο καφενειακό Facebook και στο διαβρωτικό Twitter, η απόφαση για το «πώς θα πάει το καράβι» δεν μπορεί να γίνει υπό συνθήκες ψυχραιμίας.
Αφήνοντας κατά μέρος πεδία που εκφεύγουν της ύλης της στήλης -π.χ. κρίσιμη η προσγείωση στο, καίριας σημασίας ωστόσο, ζήτημα της Συμφωνίας των Πρεσπών στο οποίο σταθερά επανέρχεται ο διεθνής παράγων - αλλά και την παράξενη αντίδραση που εμφανίσθηκε στην όχι-και-τόσο-ριζοσπαστική επιλογή του Μαργαρίτη Σχοινά για τη θέση επιτρόπου στην Επιτροπή Φον ντερ Λάιεν- μένει στο κέντρο της σκηνής η πίεση προς την κυβέρνηση να πάει πιο γρήγορα. Να ανταποκριθεί άμεσα στις προεκλογικές δεσμεύσεις της. Όλα! Τώρα. Κι αν, π.χ., σε μέτωπα όπως του πανεπιστημιακού ασύλου αυτό φαίνεται να είναι μόνο ζήτημα νομοθέτησης (δεν είναι, πλην όμως… φαίνεται), στο μέτωπο της οικονομίας και μάλιστα εκεί όπου τα δημοσιονομικά έχουν όντως μετρήσιμο κόστος αλλά και χρονικό ορίζοντα άμεσα αντιληπτό, το πράγμα ζορίζει.
Ήρθε και προστέθηκε η καγκελάριος Μέρκελ, με την καθιερωμένη θερινή συνέντευξη Τύπου της, στις τοποθετήσεις Ρέγκλινγκ-Φάιλμπριφ (για όσους ρωτούν, αυτός είναι ο Ολλανδός -«άνθρωπος του Ντέισελμπλουμ», διάδοχος του Αυστριακού Βίζερ-επικεφαλής του Euro Working Group, το οποίο μας αναμένει την πρώτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου…)-Κοστέλλο ξεκαθαρίζοντας ότι «δεν θα υπάρξουν εκπτώσεις» στο θέμα χρέους/πλεονασμάτων. Χειροκρότησε βέβαια το πρόσφατο ομόλογο, δηλαδή την υποδοχή του στις αγορές, επί της ουσίας όμως μας παρέπεμψε σε Eurogroup, και την (νέα, μετά-Γιουνκέρ/μετά-Μοσκοβισί…) Επιτροπή, με τη μετριοπαθή διατύπωση «θα πρέπει να δούμε τι θα πράξει και πώς» για τον σημερινό Έλληνα πρωθυπουργό, όσο κι αν δέχθηκε ότι το οικονομικό πρόγραμμα Μητσοτάκη στοχεύει σε «απελευθέρωση αναπτυξιακού δυναμικού». (Χαρακτηριστικό της προσέγγισης Μέρκελ: δεν απέφυγε να αναφερθεί στην «ανοιχτή, ειλικρινή και έντιμη» σχέση εμπιστοσύνης της με Τσίπρα - ήδη από την πρώτη του επίσκεψη, 2015, στην καγκελαρία). Στην πίεση, λοιπόν, για άμεση υλοποίηση μέτρων αλλαγής πορείας (σπριντ), ο μεν Κυριάκος Μητσοτάκης «έδωσε» τη μείωση ΕΝΦΙΑ - κατά 30%, 20%, 10% από κάτω προς τα πάνω, μεσοσταθμικά 22% - και μικροπροσαρμογές στις 120 δόσεις. Στην ανάγκη να βγαίνουν τα νούμερα, «άπλωσε» το υπόλοιπο πλέγμα φορολογικών ελαφρύνσεων και τις παρεμβάσεις στο Ασφαλιστικό σε ορίζοντα 4ετίας (μαραθώνιος). Έτσι προσπάθησε ταυτόχρονα να ανταποκριθεί στις πιέσεις του εκλογικού κοινού του και των τενόρων του χώρου, αλλά και να μην ανοίξει μέτωπο με τους «εταίρους». Άμεσα, τουλάχιστον. Έπεται το αυγουστιάτικο ταξίδι στο Βερολίνο…
Ο δε Αλέξης Τσίπρας, ξεκινώντας με υψηλούς τόνους το δείγμα αντιπολιτευτικής πρακτικής -και ζητώντας την αποκάλυψη της «κρυφής ατζέντας» Ν.Δ.- όμως δεσμεύτηκε για στήριξη στο εξωτερικό «όποιας σοβαρής προσπάθειας για διεκδικήσεις». Επανέλαβε έτσι όσα είχε πει με αφορμή τη συνάντηση με Ρέγκλινγκ για την προσπάθεια μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων, θέση για την οποία είχε ήδη υπάρξει εσωκομματική δυσανασχέτηση.
Θερινός ανήφορος.