Η τεράστια και πρωτοφανής αλλαγή, τεχνολογική, καυσίμου, αλλά και ρυθμιστικού πλαισίου, που συντελείται στη ναυτιλία θυμίζει τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα με την ιστορική εμφάνιση των ατμόπλοιων. Εκατό χρόνια πέρασαν στη συνέχεια έως να παρουσιαστούν μεταβολές αυτής της τάξης στις θαλάσσιες μεταφορές όταν στη δεύτερη – και πάλι - δεκαετία του 20ου αιώνα η ναυτιλία εισήλθε στην εποχή του πετρελαίου με την απαρχή της εξάπλωσης της μηχανής Ντήζελ.
Της Ελένης Α. Θανοπούλου
Η τεράστια και πρωτοφανής αλλαγή, τεχνολογική, καυσίμου, αλλά και ρυθμιστικού πλαισίου, που συντελείται στη ναυτιλία θυμίζει τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα με την ιστορική εμφάνιση των ατμόπλοιων. Εκατό χρόνια πέρασαν στη συνέχεια έως να παρουσιαστούν μεταβολές αυτής της τάξης στις θαλάσσιες μεταφορές όταν στη δεύτερη – και πάλι - δεκαετία του 20ου αιώνα η ναυτιλία εισήλθε στην εποχή του πετρελαίου με την απαρχή της εξάπλωσης της μηχανής Ντήζελ.
Με την πρόσφατη έξοδο της από μια περίοδο έντονης κρίσης – στη διάρκεια της οποίας σημειώθηκε η μεγαλύτερη πτώση και ιστορικό χαμηλό ναύλων μεταπολεμικά - η ναυτιλία βρέθηκε εκ νέου αντιμέτωπη μ’ έναν καταιγισμό αλλαγών σε μια εξαιρετικά ρευστή περίοδο για τις αγορές της: Η εκτεταμένη χρήση των ψηφιακών δυνατοτήτων, η διαχείριση και βελτιστοποίηση με βάση αλγόριθμους που επεξεργάζονται πρωτοφανή αριθμό δεδομένων (σε πραγματικό χρόνο ή μη), η ρομποτική, ήρθαν να συμπληρώσουν τους μέχρι τώρα υφιστάμενους αυτοματισμούς και τη συνεχή περιβαλλοντική κατασκευαστική αναβάθμιση των πλοίων και των διαδικασιών λειτουργικής διαχείρισης. Η εποχή αυτή απαιτεί την ενδυνάμωση μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία όλων των δεξιοτήτων που συντελούν στη διαχείριση της μετάβασης και στην εφεξής λειτουργία των ναυτιλιακών επιχειρήσεων και των πλοίων με βάση τις νέες κατευθύνσεις.
Η πρόκληση για την ναυτιλιακή εκπαίδευση είναι τεράστια. Η ανάγκη γρήγορης ενσωμάτωσης νέας εξειδικευμένης γνώσης στο μαθησιακό υλικό αναδεικνύεται σήμερα εξίσου σημαντική με την παροχή των κλασικών γνωσιακών εφοδίων καθώς το μεταβαλλόμενο τεχνολογικό και λειτουργικό περιβάλλον και το εξίσου ταχύτατα μεταβαλλόμενο ρυθμιστικό πλαίσιο βρίσκονται σε διαρκή αλληλεπίδραση υπαγορεύοντας συνεχώς καινούργιες πρακτικές και απαιτώντας νέες δεξιότητες. Η πρόκληση αφορά κάθε βαθμίδα της ναυτικής και ναυτιλιακής εκπαίδευσης: τη δευτεροβάθμια, τις - παράδοξα για μια μεταβατική εποχή ακόμα αδιαβάθμητες στη χώρα μας - Ακαδημίες Εμπορικού Ναυτικού, έως την τριτοβάθμια εκπαίδευση που παρέχεται σε πανεπιστημιακό επίπεδο.
Είναι ευτύχημα πως η εικόνα της ελληνικής ναυτιλιακής εκπαίδευσης ξεχωρίζει αντίστοιχα στον τομέα της Ανώτατης Παιδείας με την ίδια διαφοροποιητική ένταση με την οποία η ναυτιλία της χώρας διαχρονικά αποτελεί έναν επιτυχημένο κλάδο της ελληνικής οικονομίας με παγκόσμια πρωτοκαθεδρία διαρκείας. Αυτή η εικόνα της ναυτιλίας, που δεν συμβαδίζει με τη γενική εικόνα της οικονομίας, αποτελεί οδηγό και για το επίπεδο που διεκδικούν με επιτυχία και τα πανεπιστημιακά μας ναυτιλιακά τμήματα.
Στον τομέα τους, συγκαταλέγονται ανάμεσα στα καλύτερα διεθνώς σύμφωνα με αξιολογήσεις από ναυτιλιακά κέντρα του εξωτερικού, όπως έχει συμβεί για παράδειγμα με την κατάταξη σε υψηλές θέσεις από το Πολυτεχνείο του Χονγκ Κονγκ όχι μόνο του σχετικού Τμήματος του ακριτικού Αιγαίου με τις ολόζώντανες ναυτιλιακές ρίζες και την παράδοση αιώνων - μέσα στην πρώτη πεντάδα μάλιστα - αλλά και άλλων ελληνικών ιδρυμάτων. Δεν πρόκειται για συγκυριακή επιτυχία. Τόσο από τη σχολή Ναυπηγών Μηχανολόγων Μηχανικών του ΕΜΠ, όσο και από τα Πανεπιστήμια στα οποία ιδρύθηκαν ναυτιλιακά τμήματα οικονομικής κατεύθυνσης τα τελευταία τριάντα χρόνια, έχουν αποφοιτήσει εξαιρετικά στελέχη. Η καριέρα των αποφοίτων αυτών, όχι μόνο σε ναυτιλιακές επιχειρήσεις με έδρα την Ελλάδα, αλλά και σε ένα εύρος εταιρειών από τη Βρετανία μέχρι την Κίνα, έχει δώσει στα ελληνικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα την έξωθεν καλή μαρτυρία της δικής τους πορείας στη διεθνή ναυτιλιακή κοινότητα.
Πέραν όμως των επιχειρηματικών στελεχών, υπάρχει πλέον ένας ισχυρός πυρήνας ελληνίδων και ελλήνων ερευνητών που, αποφοιτώντας από τα εξειδικευμένα ναυτιλιακά τμήματα και συνεχίζοντας τις σπουδές τους στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, έχουν υπηρετήσει σε διακεκριμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα σε ήδη τουλάχιστον δύο ηπείρους.
Το ότι γνωστότατα πανεπιστήμια διεθνώς στελεχώνονται από κατόχους ελληνικών διδακτορικών στον τομέα της ναυτιλίας και των μεταφορών είναι ίσως η πλέον αδιαφιλονίκητη ένδειξη πως η ναυτιλιακή εκπαίδευση της χώρας συμβαδίζει με τις διεθνείς επιτυχίες του ελληνικού ναυτιλιακού κλάδου. Δημιουργείται όμως, παράλληλα, η υποχρέωση αυτή η επιτυχία να διατηρηθεί, στο πλαίσιο των σημερινών καταγιστικών εξελίξεων με την παρακολούθηση και προσαρμογή των προγραμμάτων σπουδών. Η έκταση και η δυναμική των αλλαγών δεν επιτρέπουν επανάπαυση σε παρούσες ή παρελθούσες δάφνες.
Αποτελεί ευτυχή συγκυρία το ότι η μεταβατική αυτή εποχή έχει συμπέσει με τις διαδικασίες πιστοποίησης των ελληνικών Πανεπιστημίων και του κάθε Τμήματος τους διακριτά σε συνέχεια της διαδικασίας της αξιολόγησης. Παρά την συνεχιζόμενη, αθέλητη ή ηθελημένη, άγνοια πολλών και παρά τον δυσβάσταχτο διοικητικό φόρτο που προκάλεσε, η αξιολόγηση αποτέλεσε - εδώ και πάνω από δεκαετία – κεντρικά υποχρεωτικό μηχανισμό της διακρίβωσης και αποτίμησης ισχυρών σημείων ή αδυναμιών Τμημάτων και Ιδρυμάτων στο εκπαιδευτικό και το ερευνητικό επίπεδο.
Η πιστοποίηση, που είναι η επόμενη φάση από την οποία διέρχονται σήμερα τα Ανώτατα Ιδρύματα, δεν αποτιμά τόσο, όσο ελέγχει την αποτύπωση και αποτελεσματικότητα των διαδικασιών ποιότητας στην παροχή των γνώσεων. Προεξάρχοντα ρόλο παίζουν, όχι μόνον η εξωστρέφεια και οι συνεχείς διαδικασίες κοινωνικής και επιστημονικής λογοδοσίας, αλλά η οργάνωση των διαδικασιών με τρόπο που να εγγυάται πληρότητα, λογική συνέχεια, επιστημονικό επίπεδο των σπουδών όπως και την καταλληλότητα των προσόντων που αποκτούν οι απόφοιτοι και απόφοιτες σε σχέση με τα απαιτούμενα στην πράξη. Το ζητούμενο της καταλληλότητας επιβάλλει την περιοδική ανανέωση των προγραμμάτων σπουδών καθώς έχει σαν μέτρο την επιτυχή μελλοντική άσκηση των σχετικών επαγγελμάτων επιτρέποντας και την απρόσκοπτη πρόσβαση από τον ένα κύκλο φοίτησης στον επόμενο.
Το τελευταίο αυτό σημείο μας επαναφέρει στο διαχρονικά ανεξήγητο του «αδιαβάθμητου» των ΑΕΝ αν και αυτές διαθέτουν πλέον τα στοιχεία που θα επέτρεπαν την - περισσότερο από ποτέ επιβαλλόμενη - δυνατότητα συνέχισης ή εξειδίκευσης των σπουδών ώστε να ανταποκριθεί πρωτοποριακά - όσο και συνολικά - το ελληνικό ανθρώπινο δυναμικό της ναυτιλίας μας στην πρόκληση της νέας εποχής.
Η χώρα έχει πλέον ένα στέρεο υπόβαθρο τριτοβάθμιας ναυτιλιακής εκπαίδευσης με διαδικασίες διαρκούς προσαρμογής και αναβάθμισης που έχουν υιοθετηθεί από τα ελληνικά ναυτιλιακά πανεπιστημιακά τμήματα πολύ πριν υπαγορευθούν από τα πρότυπα της αξιολόγησης και πιστοποίησης. Αυτό δημιουργεί αισιοδοξία πως ο ρόλος των ΑΕΙ σε αυτήν την εποχή μετάβασης, τόσο του παραγωγικού όσο και του μεταφορικού «παραδείγματος» διεθνώς, θα είναι εκτός από υποστηρικτικός και πηγή καινοτομίας όπως αποτυπώνει ελπιδοφόρα η πρόσφατη συνεργασία 11 ακαδημαϊκών ιδρυμάτων και ερευνητικών κέντρων της χώρας για τη δημιουργία Εθνικής Ερευνητικής Υποδομής στη Ναυτιλία και τις Μεταφορές (ENIRISST) έργο το οποίο συγχρηματοδοτείται από την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση – ΕΤΠΑ..
Tο υπόβαθρο αυτό δεν αφορά μόνον το στενότερο τομέα της ναυτιλίας αλλά και κλάδους που υποστηρίζουν τη ναυτιλιακή μεταφορική δραστηριότητα ή εκτείνονται πέρα από αυτήν. Η καλλιέργεια δεξιοτήτων και η παροχή εργαλείων για να διαχειριστεί το δυναμικό των αποφοίτων των τριτοβάθμιων ιδρυμάτων τις αλλαγές αυτής της περιόδου θα επιτρέψει την προσαρμογή τους σε νέες δραστηριότητες που γεννιούνται διαρκώς στην καταιγιστική μεταμόρφωση της παγκόσμιας οικονομίας.
Για την τριτοβάθμια ναυτιλιακή εκπαίδευση η παροχή γνώσεων αιχμής - σε διαρκή διάλογο με τους θεσμικούς φορείς του κράτους και του κλάδου και με τη διεθνή επιστημονική κοινότητα - αποτελεί, πρόκληση, μέγιστη ευθύνη αλλά και ευκαιρία για το φοιτητικό δυναμικό: Μέσα από την ανάγκη για εργασιακό ήθος και υπεύθυνη γνώση του αντικειμένου όσων απασχολούνται σε έναν κλάδο όπου η διεθνής ανταγωνιστικότητα και η ασφάλεια είναι οι δύο προϋποθέσεις επιβίωσης, η ναυτιλία μπορεί να οδηγήσει παντού - κυριολεκτικά και μεταφορικά - και κυρίως στην επιτυχία.