Απόψεις
Πέμπτη, 18 Ιουλίου 2019 10:37

Πρώτα βήματα ουσίας

Με τη Βουλή να έχει ανοίξει, τις συμβολικές κινήσεις έναρξης κυβερνητικής παρουσίας να ολοκληρώνονται (διαγκωνισμός υπουργών ποιος θα φθάσει νωρίτερα στο υπουργείο του - μνήμη πειθαρχίας Κωνσταντίνου Καραμανλή, νυκτερινές επισκέψεις Κικίλια σε νοσοκομεία με πρόωρη λήξη εφημεριών, εφοδία Μηταράκη στον ΕΦΚΑ λόγω μη ανταπόκρισης του τηλεφωνικού κέντρου), με τον αστερισμό γενικών γραμματέων σε εξέλιξη, με τις προγραμματικές δηλώσεις ήδη σε απόσταση αναπνοής και με το φορολογικό νομοσχέδιο λίγο παρακάτω, τίθενται πλέον τα βασικά ερωτήματα της αυριανής οικονομικής πολιτικής και των περιθωρίων νέας διαπραγμάτευσης με τους «εταίρους». Ευθέως, γράφει ο Αντώνης Παπαγιαννίδης.

Από την έντυπη έκδοση 

Tου Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]

Με τη Βουλή να έχει ανοίξει, τις συμβολικές κινήσεις έναρξης κυβερνητικής παρουσίας να ολοκληρώνονται (διαγκωνισμός υπουργών ποιος θα φθάσει νωρίτερα στο υπουργείο του - μνήμη πειθαρχίας Κωνσταντίνου Καραμανλή, νυκτερινές επισκέψεις Κικίλια σε νοσοκομεία με πρόωρη λήξη εφημεριών, εφοδία Μηταράκη στον ΕΦΚΑ λόγω μη ανταπόκρισης του τηλεφωνικού κέντρου), με τον αστερισμό γενικών γραμματέων σε εξέλιξη, με τις προγραμματικές δηλώσεις ήδη σε απόσταση αναπνοής και με το φορολογικό νομοσχέδιο λίγο παρακάτω, τίθενται πλέον τα βασικά ερωτήματα της αυριανής οικονομικής πολιτικής και των περιθωρίων νέας διαπραγμάτευσης με τους «εταίρους». Ευθέως.

Ήδη, μετά τη συνάντηση Κυριάκου Μητσοτάκη/Γιάννη Στουρνάρα (και μετά την τοποθέτηση του δεύτερου επί των προοπτικών της οικονομίας στη νέα της φάση, στην «Καθημερινή») μια πρώτη σειρά πραγμάτων ήρθε στο τραπέζι. Αφήνοντας κατά μέρος την τοποθέτηση Στουρνάρα ότι οι (σχεδιαζόμενες) μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να φέρουν την (ελπιζόμενη) ανάπτυξη και ως εκ τούτου να δημιουργήσουν τον αναγκαίο δημοσιονομικό χώρο -θυμίζουμε ότι κατά Στουρνάρα, το β’ 6μηνο 2019 ξεκινά με ένα άνοιγμα 0,6% του ΑΕΠ ως προς την επιτευξιμότητα του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5%- αξίζει κανείς να σταθεί στη θέση του ίδιου ότι είναι καιρός να αρθούν τα capital controls. Τα οποία μάλιστα «δεν έχουν πλέον χρησιμότητα». Ο διοικητής της ΤτΕ δεν είναι η πρώτη φορά που διατυπώνει αυτήν την άποψη: το είχε αφήσει να φανεί ήδη τους τελευταίους μήνες, επί της προηγουμένης κυβερνήσεως.

Μια τέτοια κίνηση πλήρους άρσης των capital controls και όχι απλώς περαιτέρω χαλάρωσής τους, παράλληλα και με τη συζητούμενη άρση των δεσμεύσεων/περιορισμών για τα ομόλογα στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών, εφόσον κατορθωνόταν να λειτουργήσουν μαζί με την έκκληση Μητσοτάκη -τις τελευταίες προεκλογικές ημέρες- προς τις επιχειρήσεις να σταματήσουν να διακρατούν, overnight, τα ταμειακά τους διαθέσιμα στο εξωτερικό («ασφαλή» από τις δεσμεύσεις των capital controls) και να τα επαναπατρίσουν στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, θα μπορούσαν να δώσουν την εντύπωση μιας άμεσης (επαν)εκκίνησης. Αλλά και να αποτελέσουν, πέρα από εικόνα, μια νέα πραγματικότητα.

Καθώς μάλιστα δρομολογήθηκε, μεσοκαλόκαιρα, η νέα έξοδος στις αγορές για τοποθέτηση κρατικού χαρτιού και η επίτευξη απόδοσης 1,9% για το 7ετές που λανσαρίστηκε (συγκρίνετε με επιτόκιο 3,5% για αντίστοιχη έκδοση τον Φεβρουάριο 2018, και με το άνοιγμα του τωρινού βιβλίου προσφορών στο 2,1%), τα θετικά σημάδια πληθαίνουν. Όσο και αν η έκδοση περιορίστηκε στα 2,5 δισ. που απομένουν για να συμπληρωθεί το φετινό πρόγραμμα δανεισμού της Ελλάδας, και δεν επιχειρήθηκε να συμπεριλάβει και κάποιο πρόσθετο rollover /απόσυρση παλιότερου χρέους…

Προκύπτει έτσι και μια διαφορετική βάση διαπραγμάτευσης με τους «εταίρους» της Ελλάδας;

Με τους οποίους ήδη το 23ο Roundtable with the Greek Government του Economist επέτρεψε να υπάρξει μια πρώτη επαφή: Ρέγκλινγκ, Φίλμπριφ, Κοστέλο, Ντόλμαν. Να εξηγηθούμε: η προαποφασισμένη διαμόρφωση νέου φορολογικού νομοσχεδίου και η ψήφισή του πριν κλείσει η Βουλή για Δεκαπενταύγουστο, με περιορισμένη μόνο διαβούλευση με τους συντελεστές της ενισχυμένης μεταμνημονιακής παρακολούθησης, ανοίγει αναπόφευκτα τη γνώριμη, πολιτικά δαπανηρή συζήτηση κατά πόσον υπάρχει διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος. Και ναι μεν η κυβέρνηση Μητσοτάκη, νεόκοπη/fresh from the oven, ταχύτατα θα προσπεράσει τη μονότονη δική της επιμονή (ως αντιπολίτευσης...) ότι η Ελλάδα ζει υπό καθεστώς «4ου Μνημονίου», άρα είναι απαραίτητη η συναίνεση των πιστωτών της. Δεν είναι. Όμως, να, το να ξεκινήσει μια θητεία με λιγότερο ή περισσότερο ανοιχτή αντιδικία με Βρυξέλλες για το αν τηρούνται τα συμφωνημένα για τα πλεονάσματα, θα αποτελούσε σπατάλη πολιτικού κεφαλαίου. Οι τοποθετήσεις Ρέγκλινγκ και των λοιπών μεταμνημονιακών υπήρξαν προσεκτικές. Παρασκηνιακά… προσεκτικότερες!

Ασφαλώς, εδώ, υπάρχει η δυνατότητα επίκλησης του «υπερσυμπιεσμένου ελατηρίου» -πατέντα Στουρνάρα κι αυτή, την οποία κάποια στιγμή δανείστηκε και ο Αλέξης Τσίπρας...- που προσδοκάται να δώσει άμεση επαναφορά της ανάπτυξης, με την ανακοίνωση/πρώτη υλοποίηση μεταρρυθμίσεων, η οποία με τη σειρά της θα δημιουργήσει δημοσιονομικό χώρο, ο οποίος θα αντισταθμίσει την επίπτωση των φορολογικών κοκ ελαφρύνσεων. (Αυτός είναι ο διαβόητος «ενάρετος κύκλος».)

Όμως, άμα συνυπήρχε και μια έμπρακτη -όχι απλώς επίκληση!- συμπόρευση της διαχείρισης της οικονομίας με τις αγορές και με τα κεφάλαια των ιδιωτών, όσο και να ‘ναι η διαπραγματευτική θέση της νέας κυβέρνησης θα βρισκόταν ενισχυμένη. Να το δούμε.

Όπως και να δούμε τη διαπραγματευτική ομάδα που θα «σηκώσει» τη νέα φάση. Αν βρεθούν να συμμετέχουν και βετεράνοι των προηγούμενων φάσεων πέραν του Χρήστου Σταϊκούρα -ας πούμε, διακριτικά, και ο Γιάννης Στουρνάρας της πείρας 2012-14- τόσο το καλύτερο.