Σε άστατο και αβέβαιο καιρό, ένα καράβι θα πρέπει να ρίξει άγκυρα σε ασφαλές σημείο μέχρι να περάσει ο κίνδυνος και να πλεύσει ξανά. Έτσι και οι πολιτείες ή συμπολιτείες θα πρέπει, σε δύσκολους καιρούς, να επιστρέφουν στις θεμελιώδεις τους αξίες προκειμένου να ανακτήσουν δυνάμεις και να πορευθούν ξανά μέσα στον κόσμο, γράφει ο Ιωάννης Παπαδόπουλος.
Από την έντυπη έκδοση
Tου Ιωάννη Παπαδόπουλου,
αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Σε άστατο και αβέβαιο καιρό, ένα καράβι θα πρέπει να ρίξει άγκυρα σε ασφαλές σημείο μέχρι να περάσει ο κίνδυνος και να πλεύσει ξανά. Έτσι και οι πολιτείες ή συμπολιτείες θα πρέπει, σε δύσκολους καιρούς, να επιστρέφουν στις θεμελιώδεις τους αξίες προκειμένου να ανακτήσουν δυνάμεις και να πορευθούν ξανά μέσα στον κόσμο. Στην Ε.Ε. αυτή η άγκυρα είναι το άρθρο 2 της Συνθήκης Ε.Ε., το οποίο ορίζει: «Η Ένωση βασίζεται στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες».
Όποια και αν είναι τελικά η έκβαση των ψηφοφοριών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τη στελέχωση των βασικών ευρωπαϊκών θεσμών, η Ένωση θα χρειαστεί οπωσδήποτε να αναβαπτιστεί στις καταστατικές της αξίες, αυτές που τη συγκροτούν ως μία μοναδική στον κόσμο πολιτική οντότητα, με ιδιοπροσωπία που θαυμάζουν εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο. Μόνο έτσι θα μπορέσει να κινητοποιήσει ξανά τους Ευρωπαίους πολίτες, οι οποίοι γνωρίζουν καλά ότι αυτό που καθιστά την ήπειρό τους μοναδική στον κόσμο δεν είναι η οικονομική ευημερία και η κοινωνική συνοχή αφ’ εαυτές, αλλά ο εν γένει πολιτικός της πολιτισμός και ο συνολικός τρόπος του βίου.
Μια χρυσή ευκαιρία για να γίνει αυτό είναι η διαχείριση του αντιπαραδείγματος της Πολωνίας. Τη Δευτέρα 24 Ιουνίου το Δικαστήριο της Ε.Ε. (ΔΕΕ) έκρινε ότι η μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος που είχε προωθήσει το 2016 η εθνικιστική πολωνική κυβέρνηση είναι παράνομη ως αντιβαίνουσα το ευρωπαϊκό δίκαιο. Μειώνοντας το όριο ηλικίας για την υποχρεωτική συνταξιοδότηση των δικαστών του Συνταγματικού Δικαστηρίου στα 65 έτη για τους άνδρες και στα 60 έτη για τις γυναίκες, η κυβέρνηση επιδίωκε ουσιαστικά να βγάλει απ’ τη μέση ενοχλητικούς σ’ αυτήν ανώτατους δικαστές, οι οποίοι είχαν ορθώσει το ανάστημά τους απέναντι στην επίθεση της κυβέρνησης κατά του κράτους δικαίου και της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και ειδικότερα ο πρώτος αντιπρόεδρός της Φραμς Τίμερμανς, ανέλαβε να επισπεύσει την διαδικασία παραβίασης που προβλέπει το άρθρο 7 της Συνθήκης Ε.Ε. κατά της Πολωνίας επειδή θεώρησε ότι οι μεθοδεύσεις της κυβέρνησης περιόριζαν την ανεξαρτησία των δικαστών και υπονόμευαν τη διάκριση των εξουσιών στη χώρα. Αυτήν τη συνεπή στάση πλήρωσε ασφαλώς ο Τίμερμανς, ο οποίος ναι μεν προτάθηκε αρχικά απ’ το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ως επόμενος πρόεδρος της Επιτροπής, απορρίφθηκε όμως ασυζητητί από τις ανατολικές χώρες της λεγόμενης «Ομάδας του Βίζεγκραντ», μεταξύ αυτών και από την Πολωνία.
Ακολουθώντας τον Γενικό Εισαγγελέα Εβγκένι Τάντσεφ, το ΔΕΕ έκρινε ότι οι τροποποιήσεις που έκανε πέρυσι στο νόμο η πολωνική κυβέρνηση δεν κατάφεραν να λύσουν όλα τα προβλήματα που είχε εντοπίσει η Επιτροπή, με αποτέλεσμα το τελικό θεσμικό πλαίσιο να παραβιάζει τις θεμελιώδεις αρχές της Ε.Ε., καθώς δεν προασπίζει τους Πολωνούς δικαστές απέναντι σε εξωτερικές παρεμβάσεις και πιέσεις. Το τελικό συμπέρασμα του ΔΕΕ είναι ότι η σύντμηση της θητείας ενός ανώτατου δικαστηρίου δεν μπορεί να δικαιολογηθεί παρά μόνο σε εντελώς εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες δεν συνέτρεχαν στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς παραβιάζεται η αρχή του αμετακίνητου των δικαστικών λειτουργών. Ειδικότερα, το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι η εφαρμογή ενός νέου μηχανισμού, που επιτρέπει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να αποφασίζει κατά το δοκούν σε ποιες περιπτώσεις μπορεί και σε ποιες όχι να παρατείνει τη χρονική περίοδο κατά την οποία ένας δικαστής ασκεί τα καθήκοντά του πέραν της συντομευμένης (αρχικά εξάχρονης) θητείας του, ανοίγει το δρόμο για αυθαιρεσίες από πλευράς της εκτελεστικής εξουσίας, κατά τρόπο που να γεννά σοβαρές αμφιβολίες ως προς τον πραγματικό σκοπό μιας τέτοιας μεταρρύθμισης. Σημείο-κλειδί στη δικαστική απόφαση είναι ο τονισμός του διττού ρόλου των δικαστών ως εθνικών και ευρωπαϊκών ταυτόχρονα, καθώς οφείλουν να εφαρμόζουν τόσο το ευρωπαϊκό δίκαιο όσο και το εθνικό δίκαιο που συμμορφώνεται με το ευρωπαϊκό.
Τόσο η επίτροπος Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης Ντούνια Μιγιάτοβιτς όσο και οι μη κυβερνητικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνται σ’ αυτό το πεδίο χαιρέτισαν την απόφαση του ΔΕΕ και κατέκριναν την πολωνική κυβέρνηση για τις ωμές της παρεμβάσεις στο χώρο της δικαιοσύνης. Η επίτροπος του Συμβουλίου της Ευρώπης αναφέρει χαρακτηριστικά σε μία έκθεσή της, η οποία δημοσιεύθηκε τέσσερις μέρες μετά την απόφαση του ΔΕΕ, ότι «η βελτίωση της λογοδοσίας ή της αποτελεσματικότητας ενός συστήματος απονομής δικαιοσύνης δεν μπορεί να γίνει εις βάρος της ανεξαρτησίας των δικαστών» και ότι «τα μέλη της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας οφείλουν να υπερασπίζονται την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας και να αποφεύγουν να υπονομεύεται η εμπιστοσύνη των πολιτών σ’ αυτήν». Τέλος, στην ίδια έκθεση κατακρίνεται η πλήρης υποταγή του εισαγγελικού κλάδου στην εκτελεστική εξουσία, καθώς με την υπό έλεγχο νομοθεσία της Πολωνίας συγχωνεύθηκε το αξίωμα του υπουργού Δικαιοσύνης με αυτό του γενικού εισαγγελέα του κράτους. Εδώ είναι που πρέπει να πιάσει το νήμα η επόμενη πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής -εφόσον τελικά εκλεγεί- προκειμένου να αποδείξει στους Ευρωπαίους πολίτες την αταλάντευτη προσήλωσή της στις θεμελιώδεις αρχές του ευρωπαϊκού πολιτικού πολιτισμού, διαλύοντας εν παρόδω και τις σκιές που υπάρχουν αναφορικά με τον παρελθοντικό πολιτικό της βίο.