Παρά τη γενικότερη αποεπένδυση, που την τελευταία δεκαετία κυριαρχεί στον επιχειρηματικό κλάδο της χώρας μας, το πάγιο ενεργητικό των αλυσίδων σουπερμάρκετ στην Ελλάδα την τελευταία 5ετία και παρά τις όποιες αλλαγές έχουν πραγματοποιηθεί αυξήθηκε κατά περίπου 18%, κάτι που μεταφράζεται σε ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης περί το 3%. Ειδικότερα, το 2017 τα πάγια των αλυσίδων σουπερμάρκετ που δημοσιεύουν οικονομικές καταστάσεις ανέρχονται σε 3,8 δισ. ευρώ έναντι 3,3 δισ. ευρώ το 2012, μια ιδιαίτερα αξιοσημείωτη εξέλιξη για την ελληνική οικονομία.
Παρά τη γενικότερη αποεπένδυση, που την τελευταία δεκαετία κυριαρχεί στον επιχειρηματικό κλάδο της χώρας μας, το πάγιο ενεργητικό των αλυσίδων σουπερμάρκετ στην Ελλάδα την τελευταία 5ετία και παρά τις όποιες αλλαγές έχουν πραγματοποιηθεί αυξήθηκε κατά περίπου 18%, κάτι που μεταφράζεται σε ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης περί το 3%. Ειδικότερα, το 2017 τα πάγια των αλυσίδων σουπερμάρκετ που δημοσιεύουν οικονομικές καταστάσεις ανέρχονται σε 3,8 δισ. ευρώ έναντι 3,3 δισ. ευρώ το 2012, μια ιδιαίτερα αξιοσημείωτη εξέλιξη για την ελληνική οικονομία.
Σύμφωνα με την επεξεργασία των στοιχείων των ισολογισμών των αλυσίδων σουπερμάρκετ (Πηγή: επεξεργασία στοιχείων ετήσιας έκδοσης του Πανοράματος των Ελληνικών Σουπερμάρκετ 2013-2018) και τις εκτιμήσεις ειδικών για εταιρείες που δεν συμπεριλαμβάνονται στο δείγμα, την τελευταία 5ετία οι επενδύσεις ξεπερνούν το 1,5 δισ.
Οι επενδύσεις αφορούν την ανάπτυξη δικτύου με καταστήματα νέας γενιάς, εκσυγχρονισμό αποθηκών, δικτύου διανομών, στόλου οχημάτων και λοιπών υποδομών, ψηφιακές τεχνολογίες και ψηφιακά κανάλια επικοινωνίας/πωλήσεων, υλοποίηση υποδομών βιώσιμης ανάπτυξης, εκσυγχρονισμό των υφιστάμενων καταστημάτων για αναβάθμιση της εμπειρίας των καταναλωτών ή ανάπτυξη και εκπαίδευση ανθρώπινου δυναμικού.
Έμφαση στα πάγια
Τα στοιχεία των παγίων των εταιρειών παρουσιάζουν μεγάλες αυξήσεις κάθε χρόνο, οι οποίες ειδικά τα έτη 2016 και 2017 ήταν ιδιαίτερα μεγάλες λόγων των μεταφορών παγίων από τις εξαγορασθείσες εταιρείες στους νέους ομίλους και εταιρείες. Χαρακτηριστικό είναι ότι ειδικά μετά το 2013, η αύξηση των παγίων ξεπερνά τα 100 εκατ. ευρώ ανά έτος, ενώ και οι αποσβέσεις των παγίων ανά έτος παραμένουν σταθερές περί τα 120 εκατ. ευρώ.
Στον πίνακα 1 έχει γίνει προσπάθεια να εκτιμηθεί η πραγματική μεταβολή μέσω των επενδύσεων για τα πάγια στοιχεία του ενεργητικού των εταιρειών, ώστε να εξισορροπηθεί η επίδραση των μεταφορών παγίων από εταιρείες που δεν συμπεριλαμβάνονται στο δείγμα και να εκτιμηθεί η πραγματική επίδραση του κεφαλαίου που επενδύθηκε.
Το αποτέλεσμα είναι μία αρκετά συντηρητική εκτίμηση, η οποία όμως αν και συντηρητική δίνει πολύ υψηλά μεγέθη. Ο λόγος της «υποεκτίμησης» της πραγματικής μεταβολής των παγίων είναι ότι ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις των εξαγορών, αν και ένα μέρος της μεταβολής των παγίων είναι αναμφίβολα η μεταφορά στοιχείων του ενεργητικού από τις «παλαιές» εταιρείες όπως κτήρια, οχήματα και εξοπλισμός, ένα άλλο σημαντικό μέρος είναι οι επενδύσεις που έγιναν και γίνονται για την ανακαίνιση των δικτύων των καταστημάτων, αλλά είναι αδύνατον να υπολογιστεί η σχετική αναλογία. Όλοι οι νέοι όμιλοι και εταιρείες κατά κανόνα δεν έκλεισαν παρά ελάχιστα καταστήματα, επενδύοντας σημαντικά ποσά στη διαμόρφωση ενός ομοιογενούς και αποδοτικού δικτύου, κάτι που αφορά εκτός από τα ίδια τα καταστήματα και τις λοιπές αναγκαίες υποστηρικτικές υποδομές (π.χ. αποθήκες, μεταφορές, τεχνικός εξοπλισμός, υποδομές και συστήματα κ.λπ.).
Επενδύσεις και βλέμμα στο μέλλον
Το ερώτημα της αποδοτικότητας των επενδύσεων αυτών μπορεί να απαντηθεί σε βάθος χρόνου. Μάλιστα, η άμεση επίδραση αυτών των κινήσεων σε συγκεκριμένους χρηματοοικονομικούς δείκτες ενδεχομένως να είναι ακόμα και αρνητική. Αρκετές από τις μεγαλύτερες αλυσίδες του κλάδου παρουσιάζουν τα τελευταία χρόνια χαμηλή κυκλοφοριακή ταχύτητα παγίων εξαιτίας των σημαντικών επενδύσεών τους σε ενσώματες ακινητοποιήσεις (νέα καταστήματα, κέντρα διανομών) και ιδίως μετά το 2014 σε συμμετοχές σε άλλες επιχειρήσεις (εξαγορές μικρότερων αλυσίδων ή μεμονωμένων καταστημάτων άλλων αλυσίδων), οι οποίες αυξάνουν τα πάγια τους κρατώντας χαμηλά την τιμή του δείκτη λίγο πάνω από 2,00.
Ο λόγος είναι ότι οι επενδύσεις αυτές είναι λογικό μέσα στο επιχειρηματικό περιβάλλον της Ελλάδας να μην προλαβαίνουν να κεφαλαιοποιηθούν άμεσα σε αύξηση των πωλήσεων, ενώ επιπροσθέτως προκύπτουν σταθερά νέες εξελίξεις που καθυστερούν περαιτέρω την κεφαλαιοποίηση σε αντίστοιχη αύξηση πωλήσεων. Πρακτικά δηλαδή αυτό που παρατηρείται είναι ότι με τα αρκετά περισσότερα πάγια, οι επιχειρήσεις κερδίζουν λίγο περισσότερες πωλήσεις άμεσα και αναμένουν να αυξήσουν αυτές τις πωλήσεις τα επόμενα έτη. Αθροιστικά αυτές οι δύο τάσεις προκαλούν αυτό το αποτέλεσμα στον συγκεκριμένο δείκτη.
Η παρούσα κατάσταση στην ελληνική αγορά, με τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της ζήτησης (και κατά συνέπεια των πωλήσεων) αναμένεται να συνεχίσει το συγκεκριμένο φαινόμενο. Κατά συνέπεια η απάντηση στο ερώτημα της αποδοτικότητας των επενδύσεων θα πρέπει να δοθεί σε βάθος χρόνου.
Παρ’ όλα αυτά οι συγκεκριμένες επενδύσεις θέτουν τις βάσεις για αύξηση της παραγωγικότητας, είσοδο σε νέες αγορές όπως το food-to-go, ανταπόκριση στις αναδυόμενες απαιτήσεις/τάσεις των καταναλωτών και λειτουργία στο αναδυόμενο ψηφιακό περιβάλλον. Για τους παραπάνω λόγους οι επενδύσεις τα επόμενα χρόνια αναμένεται να κινηθούν σε υψηλά επίπεδα και να ξεπερνούν ετησίως τα 250 εκατ. ευρώ.
Με υψηλό ΦΠΑ στα τρόφιμα
Την ίδια ώρα, το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) ολοκλήρωσε ανάλυση της αξίας μείωσης του αναλογούν ΦΠΑ στα προϊόντα που μετατάσσονται από συντελεστή ΦΠΑ 24% σε συντελεστή ΦΠΑ 13% σύμφωνα με τον νόμο 4611/2019. Η ανάλυση βασίζεται στα στοιχεία οικογενειακών προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ και σε συνεντεύξεις με ειδικούς της αγοράς. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ανάλυσης των οικογενειακών προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ, οι ετήσιες αγορές ανά νοικοκυριό σε είδη διατροφής, μη αλκοολούχα ποτά και αλκοολούχα ποτά (σε όλα τα σημεία πώλησης) ανέρχονταν σε 3.668,40 ευρώ.
Στην άσκηση θεωρητικής αντικατάστασης του ΦΠΑ 24% με ΦΠΑ 13% στα προϊόντα που ορίζει ο νόμος 4611/2019. Το ποσό αυτό μειώνεται σε 3.582,41 ευρώ, μείωση 85,99 ευρώ ή 2,34%. Πρακτικά τα συγκεκριμένα προϊόντα αντιπροσωπεύουν περίπου το 26% των πωλήσεων του λιανεμπορίου τροφίμων (όλα τα σημεία πώλησης). Όσον αφορά το κανάλι του σουπερμάρκετ, η συγκεκριμένη μείωση αφορά περίπου κατά μέσο όρο το 15% του αριθμού των ειδών (περίπου 7.500 κωδικοί προϊόντων), μεγέθη που διαφέρουν ανάλογα με την γκάμα προϊόντων που παρέχει κάθε κατάστημα. Οι σημαντικότερες εξοικονομήσεις για τα ελληνικά νοικοκυριά εκτιμάται ότι θα καταγραφούν σε στα αρτοσκευάσματα, στα αλλαντικά, στα δημητριακά και στα σνακς.
Τονίζεται ότι αυτοί οι υπολογισμοί αφορούν το ιδεατό σενάριο της μείωσης των τιμών σε πλήρη αντιστοιχία με τη μείωση του ΦΠΑ, κάτι που όπως έχει ανακοινωθεί από τις μεγάλες αλυσίδες σουπερμάρκετ θα πραγματοποιηθεί, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι θα υλοποιηθεί εξίσου από τη μικρή λιανική. Επίσης οι υπολογισμοί υποθέτουν ότι δεν θα αλλάξουν οι καταναλωτικές συνήθειες, π.χ. δεν θα στραφεί ο καταναλωτής στα προϊόντα με μειωμένο ΦΠΑ αυξάνοντας τις πωλήσεις τους. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο αυξημένος ΦΠΑ είναι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα για τον κλάδο του λιανεμπορίου τροφίμων και των προμηθευτών του. Η κυλιόμενη 6μηνιαία Έρευνα Τάσεων στο Λιανεμπόριο FMCG του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) καταγράφει τις απόψεις των στελεχών επιχειρήσεων του κλάδου για τα κύρια κλαδικά θέματα και προκλήσεις που διεξήχθη τον Ιανουάριο 2019, κατέγραφε τον υψηλό ΦΠΑ ως το δεύτερο σημαντικότερο πρόβλημα για τον κλάδο σε ποσοστό 45%.
Επιπλέον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι παρά τις αλλαγές αυτές ο ΦΠΑ στην Ελλάδα παραμένει ένας από τους υψηλότερους στην Ευρώπη, σημαντικά υψηλότερος από την Αγγλία (0%) και τη Γαλλία (10% και 5,5%), την Ισπανία (10% και 4%), την Πορτογαλία (13% και 6%), αλλά και τις περισσότερες χώρες της Ε.Ε., όπου ο χαμηλός συντελεστής ΦΠΑ είναι και χαμηλότερος του ελληνικού με 6%, 5,5%, 4% ή ακόμα και 0%. Σημειώνεται ότι η εισαγωγή ειδικών φόρων κατανάλωσης (π.χ. καφές) δεν είναι δυνατόν να συνυπολογιστεί στα παραπάνω στοιχεία.
Διαχρονικά, την περίοδο 2010-2018 σύμφωνα με τα στοιχεία της ετήσιας έρευνας καταναλωτών του ΙΕΛΚΑ το αγοραστικό κοινό αξιολογεί ιδιαίτερα θετικά τη συμβολή του σουπερμάρκετ στην απασχόληση (τα χαμηλότερα ποσοστά κατεγράφησαν το 2016 περίοδο με σημαντικά προβλήματα για δύο από τις τότε ηγέτιδες εταιρείες του κλάδου, τα οποία όμως και πάλι ήταν σημαντικά θετικά). Σε σχέση με τα ποιοτικά στοιχεία της απασχόλησης στον κλάδο των σούπερ μάρκετ, επισημαίνεται ότι οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ προσφέρουν εργασία σε ομάδες του πληθυσμού που πλήττονται περισσότερο από την ανεργία και αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες στην εύρεση εργασίας, όπως οι νέοι, οι ανειδίκευτοι εργάτες και οι γυναίκες.
Επίσης, πρέπει να σημειωθεί η συμβολή του κλάδου στην αντιμετώπιση της ανεργίας στην επαρχία, εφόσον τα δίκτυα πωλήσεων των αλυσίδων δεν περιορίζονται στα αστικά κέντρα ή τις βιομηχανικές περιοχές της χώρας, αλλά καλύπτουν όλη την επικράτεια. Στο προσωπικό των αλυσίδων σούπερ μάρκετ υπερτερούν οι γυναίκες σε ποσοστά 65%-70%, ενώ περισσότερο από τα 2/3 των καταστημάτων των αλυσίδων δραστηριοποιούνται εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων της χώρας.
Online supermarket και νέα πελατειακή βάση
Ακόμη, το ΙΕΛΚΑ (Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών) και η εταιρεία Convert Group πραγματοποιούν σε συνεργασία έρευνα καταγραφής των μεγεθών και των καταναλωτικών τάσεων για το ηλεκτρονικό λιανεμπόριο τροφίμων στην Ελλάδα, αλλά και γενικότερα στοιχεία για την επίδραση του διαδικτύου, των social media και των νέων τεχνολογιών στις αγορές προϊόντων σουπερμάρκετ.
Τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας δείχνουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης παρά τα χαμηλά μερίδια των πωλήσεων, ενώ παράλληλα καταγράφεται μια διαμορφούμενη διακριτή πελατειακή βάση καταναλωτών, οι οποίοι αναμένεται τα επόμενα χρόνια να επιλέγουν συστηματικά το online κανάλι για τις αγορές τους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της υπηρεσίας eRetail Audit της Convert Group η οποία καταγράφει σε πραγματικό χρόνο στοιχεία πωλήσεων των ηλεκτρονικών σουπερμάρκετ, οι συνολικές πωλήσεις για το 2017, των 5 βασικών καθώς και των μικρότερων τοπικών ηλεκτρονικών σουπερμάρκετ, εκτιμώνται σε 19,5 εκατ. ευρώ, ενώ οι συνολικές ηλεκτρονικές πωλήσεις του λιανεμπορίου τροφίμων εκτιμώνται σε 37 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 0,25% των συνολικών αγορών προϊόντων παντοπωλείου των ελληνικών νοικοκυριών.
Ο ρυθμός ανάπτυξης της τάξης του 50% που καταγράφηκε το 2017 είναι ιδιαίτερα υψηλός και αντίστοιχος με αυτόν αγορών του εξωτερικού. Στο πλαίσιο της ανάλυσης η πρόβλεψη είναι ότι το 2020 το μερίδιο των ηλεκτρονικών αγορών στην αγορά του λιανεμπορίου τροφίμων στην Ελλάδα θα ξεπεράσει το 1%, με πωλήσεις της τάξης των 180-200 εκατ. ευρώ.
Παράλληλα τα στοιχεία της ετήσιας έρευνας καταναλωτών του ΙΕΛΚΑ, με δείγμα 2.000 ατόμων από όλη τη χώρα δείχνουν ότι πλέον έχει διαμορφωθεί μία μικρή, αλλά διακριτή πελατειακή βάση για τα online supermarket. Την ίδια ώρα, 1 στους 5 καταναλωτές έχει δοκιμάσει τις online αγορές για κάποιο προϊόν σουπερμάρκετ το 2017 και το 5% των καταναλωτών δηλώνουν ότι προτιμούν να κάνουν τις εβδομαδιαίες τους αγορές από online σουπερμάρκετ.
Το ποσοστό αυτό παρότι φαίνεται μικρό, είναι πρώτη φορά που καταγράφεται και προσφέρει τη βάση για την αναπτυξιακή προοπτική των online αγορών.
Η διείσδυση των online αγορών σχετίζεται γενικότερα με τη χρήση των ηλεκτρονικών μέσων, Internet, social media, κινητό τηλέφωνο, με το 40% του κοινού πλέον να ενημερώνεται ηλεκτρονικά για τις προσφορές και εκπτώσεις των σουπερμάρκετ (σύμφωνα με τα στοιχεία του e-Retail Audit της Convert Group πάνω από το 20% των παραγγελιών σε ηλεκτρονικά σουπερμάρκετ το 2017 πραγματοποιήθηκε μέσω κινητού τηλεφώνου).
Σύμφωνα με την ανάλυση του δείγματος της έρευνας καταναλωτών του ΙΕΛΚΑ, συνολικά το 18% του κοινού παρουσιάζουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (π.χ. υψηλή εξοικείωση με την τεχνολογία, ηλεκτρονικές αγορές σε άλλα είδη, αξιοποίηση κινητού τηλεφώνου) ώστε να καταγράφονται ως έτοιμοι δυνητικοί συστηματικοί καταναλωτές online αγορών τροφίμων. Το προφίλ αυτών των καταναλωτών είναι κυρίως άτομα ηλικίας 25 έως 40 ετών νέοι οικογενειάρχες με μικρά παιδιά, νεαρά ζευγάρια ή εργένηδες που ζουν στα μεγάλα αστικά κέντρα, καθώς και κυνηγοί προσφορών και εκπτώσεων. Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στο ότι προς το παρόν τα ηλεκτρονικά σουπερμάρκετ στην Ελλάδα εξυπηρετούν κυρίως τα μεγάλα αστικά κέντρα.
Τα προϊόντα που επιλέγουν να αγοράσουν πλέον οι καταναλωτές από online σουπερμάρκετ αρχίζουν να παρουσιάζουν όλο και μικρότερες διαφορές σε σχέση με τις αγορές σε φυσικά καταστήματα. Σύμφωνα με τα στοιχεία υπηρεσίας υπηρεσία eRetail Audit της Convert Group το:
Αξίζει να σημειωθεί ότι μέσο «καλάθι» στα ηλεκτρονικά σουπερμάρκετ καταγράφεται ιδιαίτερα υψηλό στα 88,5 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ), στοιχείο που δείχνει ότι οι αγορές αφορούν κυρίως τις εβδομαδιαίες αγορές του νοικοκυριού.