Απόψεις
Δευτέρα, 08 Ιουλίου 2019 11:19

Μετά την 7η, η 8η Ιουλίου

Και έτσι, μετά την 7η Ιουλίου, μας έφθασε νομοτελειακά η 8η. Όχι απλώς ημέρα του πρώτου μετεκλογικού Eurogroup «υποδοχής» του καινούργιου πολιτικού κύκλου για την Ελλάδα, αλλά και -μετά τη γιορτή της Δημοκρατίας που είναι οι εκλογές- ημέρα υποχρεωτικής επαφής της μετεκλογικής ελληνικής πλευράς με την πραγματικότητα", γράφει ο Αντώνης Παπαγιαννίδης.

Από την έντυπη έκδοση

Tου Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]

Και έτσι, μετά την 7η Ιουλίου, μας έφθασε νομοτελειακά η 8η. Όχι απλώς ημέρα του πρώτου μετεκλογικού Eurogroup «υποδοχής» του καινούργιου πολιτικού κύκλου για την Ελλάδα, αλλά και -μετά τη γιορτή της Δημοκρατίας που είναι οι εκλογές- ημέρα υποχρεωτικής επαφής της μετεκλογικής ελληνικής πλευράς με την πραγματικότητα. Την πραγματικότητα όπως τη βλέπουν «οι έξω», όχι πώς εκείνοι έχουν δίκιο, ούτε καν με τη λογική του δίκιου του ισχυρότερου, όμως η πραγματικότητα των αριθμών, των μεγεθών (και όχι των προθέσεων), η πραγματικότητα των συσχετισμών (που θα δίδασκε και ο Θουκυδίδης) δεν αποφεύγεται.

Όπως θα ξεκινήσει η μετεκλογική διαμόρφωση του δεύτερου μισού του 2019 - το πρώτο, θέλουμε/δεν θέλουμε, έχει περάσει και υπήρξε προεκλογικό για την Ελλάδα, αλλά και… διαφορετικών προτεραιοτήτων για τους «εταίρους»: Ευρωεκλογές, ισορροπίες στην κορυφή των θεσμικών οργάνων, εκκαθάριση λογαριασμών ισχύος - τα μεγέθη της χρονιάς έχουν εν πολλοίς κριθεί. Τα δημοσιονομικά περιθώρια, με τον στόχο του 3,5% του ΑΕΠ για πρωτογενές πλεόνασμα να παραμένει μέχρι να αρχίσει (καν!) να επανασυζητιέται, έχουν διαμορφωθεί με βάση και τις αποφάσεις για (μόνιμη) «μισή 13η σύνταξη» και για μειώσεις ΦΠΑ εστίασης/ ενέργειας που έχουν ψηφισθεί ομόθυμα από τη Βουλή των Ελλήνων, και που η τήρησή τους επαναβεβαιώθηκε στο κλείσιμο της καμπάνιας Κυριάκου Μητσοτάκη.

Η δε -σημαντικότερη, ως 1% του ΑΕΠ- μη-μείωση του αφορολόγητου από 1ης/1/2020, όσο κι αν υπήρξε αντικείμενο πολιτικού τσακωμού, επίσης δεν βαίνει προς αναθεώρηση. Αντίστοιχα, η υπόθεση του βάρους των κόκκινων δανείων στα χαρτοφυλάκια των συστημικών τραπεζών είναι εκείνη που είναι, δηλαδή γύρω στο 45% του συνόλου τέλη του 2018 (με υποτιθέμενο στόχο 20% για το 2021).

Το αν, λοιπόν, η δημοσιονομική διαχείριση κινείται εντός στόχων ή υστερούσε κατά πρόβλεψιν ένα 0,6% του ΑΕΠ (όπως έλεγε η Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής ΤτΕ αλλά και ψυχανεμιζόταν η 3η Έκθεση μετα-Μνημονιακής αξιολόγησης) είναι κάτι που θα ξεκαθαριστεί στο ξεκίνημα του φθινοπώρου. Όπως και πού θα διαμορφωθεί η αύξηση του ΑΕΠ, που μόνο στη ρύμη του λόγου -προεκλογικά!- μπορεί να «εγγυηθεί» κανείς ότι θα περάσει σε ρυθμό π.χ. 4%.  

Όμως… το πλαίσιο διαχείρισης των όσων θα δούμε να έρχονται μεσοκαλόκαιρα, διά των προγραμματικών δηλώσεων στη Βουλή, θα είναι ποιο; Αντίστοιχα, είτε για την επιτάχυνση της μείωσης των NPEs επιλεγεί η προσέγγιση ΤτΕ με μεταβίβασή τους, μαζί με μέρος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης σε όχημα ειδικού σκοπού (NPE&DTC carve-out για όσους αγαπούν τα αγγλοσαξωνικά ακρωνύμια), είτε με πρόγραμμα εγγύησης ενεργητικού κατά ΤΧΣ (APS, αντιστοίχως) θα χρειαστεί κάτι να προχωρήσει.

 Άμα ήταν ακριβές ότι λειτουργούμε ως χώρα στα πλαίσια «4ου Μνημονίου», τότε τα περιθώρια θα ήταν εκείνα που θα γίνονταν δεκτά στα επερχόμενα Eurogroup (με πρώτη γεύση του σημερινού). Αν πάλι λειτουργούμε εκτός μνημονιακής εποπτείας, άμα δηλαδή η μεταμνημονιακή παρακολούθηση (έστω και «ενισχυμένη») αρκείται στο να ανάβει απλώς κάθε τόσο κόκκινο φωτάκι, τα πράγματα αλλάζουν/έχουν αλλάξει. Πόσο;

Όμως το βέβαιο είναι ένα, ή μάλλον διπλό: πρώτον, το να συζητάμε «περί» δεν βοηθάει πλέον. Ακόμη λιγότερο βοηθάει το να αναμασάμε το «τις πταίει», που τόσο το λατρεύουμε. Δεύτερον, οποιαδήποτε επιλογή κι αν γίνει για από δω και πέρα, θα χρειαστεί να γίνει σε κάποιου είδους συμφωνία, συνεννόηση, διαπραγμάτευση (πείτε το όπως βολεύει!) με τους «εταίρους». 

Άρχισε να το δέχεται αυτό ο Κυριάκος Μητσοτάκης, παραπέμποντας για μετά την 1η/1/2020 τις διάφορες φορολογικές ελαφρύνσεις. Για τότε, δηλαδή, που και το Πακέτο Τσίπρα είχε σπρώξει τα υπόλοιπα (πλην «13ης σύνταξης» και μειώσεων ΦΠΑ) δικά του μέτρα. Αντιθέτως, η μίνι θύελλα που προκλήθηκε από την αναφορά Μπάμπη Παπαδημητρίου -όχι ως αναλυτή του ΣΚΑΪ ή αρθρογράφου της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ, όμως!- σε χρήση (μέρους) του cash buffer των 34 δισ. ευρώ για επίσπευση της εκκαθάρισης των κόκκινων δανείων, δείχνει πόσο ναρκοθετημένη είναι ήδη η συζήτηση. Πόσο μάλλον η αναζήτηση λύσεων. Μην παραβλέπουμε ότι συνολικά το cash buffer -και όχι μόνον τα κάπου 14 δισ. που πήραμε (=δανειστήκαμε) από τον ESM- σε συμφωνία με τις διαδικασίες της μεταμνημονιακής παρακολούθησης χρησιμοποιείται.

Και τα +/- 5,5 δισ. που υποτίθεται θα 'μπαιναν σε κάτι σαν escrow account, ώστε να ενισχυθεί η διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας στην προσπάθεια μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων από 3,5% του ΑΕΠ σε 2%-2,5% την τριετία 2020-22, προϋποθέτουν κουβέντα. Βοηθάει το 10ετές με απόδοση στο 2%, το 5ετές στο 1%. Αλλ' απλώς βοηθάει…