"Αυτός ο μήνας σηματοδοτεί τα 100 χρόνια από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, μία από τις συμφωνίες που τερμάτισαν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπό μία έννοια, οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί", γράφει ο Ρόμπερτ Σκιντέλσκι.
Από την έντυπη έκδοση
Του Ρόμπερτ Σκιντέλσκι,
μέλους της Βουλής των Λόρδων, ομότιμου καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Warwick.
Αυτός ο μήνας σηματοδοτεί τα 100 χρόνια από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, μία από τις συμφωνίες που τερμάτισαν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπό μία έννοια, οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί. Ενώ η συνθήκη απαίτησε τεράστιες αποζημιώσεις από τη Γερμανία, η σημερινή Γερμανία πρωτοστάτησε στην ανάληψη από την Ελλάδα -μέλους της Ευρωζώνης- μιας μεγάλης υποχρέωσης αναφορικά με το χρέος της.
Αν και οι σχέσεις πιστωτών - οφειλετών έχουν αναθεωρηθεί από το 1919, παραμένουν οι ίδιες. Οι πιστωτές απαιτούν το μερίδιό τους, ενώ οι οφειλέτες θέλουν να αποφύγουν να το καταβάλουν. Οι χρεωμένες χώρες θέλουν να συγχωρεθούν για τα χρέη τους, ενώ οι πιστωτές ανησυχούν για τον «ηθικό κίνδυνο» και αγνοούν τις αποσταθεροποιητικές, μεταδοτικές επιπτώσεις τού να γίνεται μια υπερχρεωμένη χώρα πιο φτωχή. Δυστυχώς, η Ευρωζώνη δεν έχει μάθει από τα μαθήματα της Συνθήκης των Βερσαλλιών, ή δεν έχει λάβει υπ’ όψιν τις προειδοποιήσεις του Τζον Μέιναρντ Κέινς.
Όταν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε, οι νικητές σύμμαχοι ήταν αποφασισμένοι η Γερμανία να «αποκαταστήσει» τις ζημιές που είχε προκαλέσει, εν μέρει εξοφλώντας τα μεταξύ τους χρέη. Τελικά στις Βερσαλλίες δεν συμφώνησαν σε μία τελική μορφή για τις αποζημιώσεις.
Το κομβικό σημείο της απόφασης ήταν κατά πόσο θα μπορούσε η Γερμανία να αποπληρώσει χωρίς τη συμμαχική στρατιωτική κατοχή. Το 1919 ο Κέινς στο βιβλίο «Οι Οικονομικές Συνέπειες της Συνθήκης» αναφέρει ότι αν η Γερμανία περιορίσει την κατανάλωσή της, θα μπορούσε πιθανότατα να επιτύχει ένα ετήσιο εμπορικό πλεόνασμα 250 εκατ. δολαρίων, ή 2% του εθνικού της εισοδήματος, το οποίο σε βάθος 30ετίας θα έφθανε έως τα 7,5 δισ. δολάρια.
Τον Μάιο του 1921, η Επιτροπή Επανορθώσεων καθόρισε την αποζημίωση της Γερμανίας στα 33 δισ. δολάρια. Το ποσό όμως μειώθηκε ουσιαστικά σε μόλις 12,5 δισ. δολάρια, απαιτώντας ετήσιες αποπληρωμές ύψους 350 εκατ. δολαρίων. Αυτό το τέχνασμα επιτεύχθηκε απαιτώντας από τη Γερμανία να εκδώσει τρεις κατηγορίες ομολόγων, να καταβάλει τόκους και κεφάλαιο μόνο για τις δύο πρώτες κατηγορίες (κλάσεις Α και Β), και στην ουσία να μην εξυπηρετεί την αποπληρωμή των ομολόγων «C».
Το σκάνδαλο της διατήρησης ενός μεγάλου φανταστικού γερμανικού χρέους, ενώ προσπαθούσε για την αποπληρωμή ενός μικρότερου πιο «ρεαλιστικού», συνεχίστηκε κατά τη δεκαετία του 1920. Στην πραγματικότητα, η Γερμανία ήταν διατεθειμένη να εξοφλήσει το ρεαλιστικό χρέος, μόνο έπειτα από νέα δάνεια. Το 1926 ο Κέινς σχολίασε: «Οι ΗΠΑ δανείζουν χρήματα στη Γερμανία. Η Γερμανία μεταβιβάζει το ισοδύναμό τους στους Συμμάχους, οι Σύμμαχοι το επιστρέφουν στην κυβέρνηση των ΗΠΑ. Τίποτα πραγματικά δεν αλλάζει».
Στη συνέχεια ήρθε η συντριβή της Wall Street και η Μεγάλη Ύφεση και τα ξένα δάνεια προς τη Γερμανία σταμάτησαν. Με την αύξηση των φόρων και τη μείωση των δημόσιων δαπανών, η Γερμανία δημιούργησε το απαιτούμενο πλεόνασμα για να καλύψει τις ετήσιες πληρωμές του χρέους της από το 1929 έως το 1931, εντείνοντας όμως την ύφεση. Η γερμανική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 25% και η ανεργία αυξήθηκε στο 35%. Η πολιτική της «αναδιάρθρωσης» του καγκελάριου Χάινριχ Μπρούνινγκ άνοιξε τον δρόμο για τον Αδόλφο Χίτλερ, ο οποίος απλώς απέρριψε το χρέος.
Ο σημερινός γρίφος του χρέους στην Ευρωζώνη έχει πολλούς παραλληλισμούς με την Ευρώπη μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στο πλαίσιο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, οι χώρες της νότιας Ευρώπης συσσώρευσαν σταθερά το χρέος δανεισμού από τις τράπεζες του Βορρά, κυρίως γερμανικές, στη χρηματοδότηση επικίνδυνων κατασκευαστικών έργων.
Όμως, όταν η κρίση που ξεκίνησε στις ΗΠΑ χτύπησε την Ευρωζώνη, οι τράπεζες της βόρειας Ευρώπης αρνήθηκαν να εκδώσουν νέα δάνεια, αναγκάζοντας τις κυβερνήσεις της νότιας Ευρώπης να διασώσουν τους δικούς τους τραπεζικούς κλάδους.
Η Ελλάδα ήταν το πιο εμφανές θύμα αυτής της μεταστροφής. Το 2009 το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας εκτινάχθηκε στο 15% του ΑΕΠ, το δημόσιο χρέος ξεπέρασε το 100% του ΑΕΠ και οι αποδόσεις των δεκαετών ελληνικών ομολόγων εκτοξεύθηκαν πάνω από το 35%.
Το 2010, η ελληνική κυβέρνηση απειλούσε με στάση πληρωμών. Οι τράπεζες του Βορρά συμφώνησαν σε μερική αναδιάρθρωση του χρέους -κυρίως με την παράταση της περιόδου αποπληρωμής- σε συνδυασμό με μία πίστωση 240 δισ. ευρώ από την τρόικα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Η χρηματοδότηση αυτή επέτρεψε στην ελληνική κυβέρνηση να καλύψει τις πληρωμές τόκων, όμως δεσμεύθηκε για αυστηρά μέτρα λιτότητας: υψηλότερους φόρους, περικοπές στις δημόσιες δαπάνες (ιδίως συντάξεις), κατάργηση του κατώτατου μισθού, πώληση περιουσιακών στοιχείων και κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Θεωρητικά, τα μέτρα αυτά θα απέφεραν ένα εμπορικό πλεόνασμα που θα επέτρεπε στην Ελλάδα να εξοφλήσει το χρέος της.
Μεταξύ του 2010 και του 2015 η κυβέρνηση της Ελλάδας, όπως και η Γερμανία κατά την περίοδο της Ύφεσης, υποσχέθηκε να ακολουθήσει μια πολιτική «αναδιάρθρωσης». Τον Ιανουάριο του 2015 οι ψηφοφόροι αντέδρασαν τελικά, εκλέγοντας μια αριστερή κυβέρνηση με επικεφαλής το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ που είχε αντιταχθεί στην πολιτική των περικοπών. Ωστόσο, τον Αύγουστο του ίδιου έτους η Ελλάδα είχε συνθηκολογήσει με τους πιστωτές της, θεσπίζοντας τα απαραίτητα μέτρα λιτότητας, με αντάλλαγμα ένα νέο δάνειο ύψους 85 δισ. ευρώ.
Από το 2010 η Ελλάδα έχει δανειστεί περισσότερα από 300 δισ. ευρώ. Έως τον Ιανουάριο του 2019 είχε εξοφλήσει 41,6 δισ. ευρώ, με χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής μετά το 2060. Οι επίσημοι πιστωτές είναι απίθανο να πάρουν κάποια από τα χρήματά τους, επειδή το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών ομολόγων είναι «φανταστικά», όπως τα γερμανικά «C» του 1920. Αντ’ αυτού, οι φορολογούμενοι στις χώρες πιστώτριες θα πληρώσουν τον λογαριασμό με τη μορφή υψηλότερων φόρων και μειωμένων δημόσιων δαπανών.
Η ορθόδοξη άποψη είναι ότι η λιτότητα λειτούργησε στην Ελλάδα. Χωρίς ιδιωτικά δάνεια, η χώρα εξισορρόπησε τον προϋπολογισμό της και μετέτρεψε σε έξι χρόνια το εμπορικό έλλειμμα σε πλεόνασμα. Όμως η λιτότητα έχει επιφέρει φρικτό κόστος. Περίπου 300.000 Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι απολύθηκαν, η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 25% και το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε στο 25% (η ανεργία των νέων σε πάνω από 60%). Οι άστεγοι, η μετανάστευση και οι αυτοκτονίες αυξήθηκαν.
Ο δείκτης χρέους προς το ΑΕΠ της Ελλάδας από το 100% εκτινάχθηκε στο 170% και η σύμπραξη των πιστωτών θα συνεχίσει να ελέγχει την οικονομική πολιτική της χώρας μέχρι την αποπληρωμή του χρέους.
Όπως έγραψε ο Κέινς το 1919, «η πολιτική υποβάθμισης της ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων και η στέρηση της ευτυχίας ενός έθνους πρέπει να είναι αποτρόπαιες και απεχθείς». Αργότερα υποστήριξε ότι η λιτότητα ήταν επίσης θεωρητικά λάθος: η μείωση των εισοδημάτων σε μια χώρα προκαλεί τη συρρίκνωση των εισοδημάτων κάπου αλλού, εξαπλώνει την κατάθλιψη και εξασφαλίζει ότι οποιαδήποτε ανάκαμψη θα καθυστερήσει.
Το ηθικό δίδαγμα αυτών των δύο ιστοριών, με απόσταση ενός αιώνα μεταξύ τους, είναι ότι οι χώρες πρέπει να αποφεύγουν να εμπλέκονται σε σχέσεις πιστωτή - οφειλέτη. Εάν δεν μπορούν, τότε μια δίκαιη συμφωνία μεταξύ πιστωτών και οφειλετών είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της κοινωνικής και πολιτικής ειρήνης. Η Ευρωζώνη πρέπει να μάθει ξανά αυτό το μάθημα.