Τα χαρακτηριστικά της ελληνικής μεσαίας τάξης, τη σύνδεσή της με το παραγωγικό μοντέλο της χώρας, αλλά και οι παράμετροι που την κατέστησαν ευάλωτη σε οποιασδήποτε οικονομικοκοινωνικές μεταβολές, παρουσίασε σε ομιλία του ο Τάσος Γιαννίτσης, στο συνέδριο του e-Κύκλος Ιδεών: «Ελλάδα Μετά ΙΙΙ» - Η ανασύσταση της μεσαίας τάξης. Η ελληνική μεσαία τάξη δεν έφτασε να δημιουργήσει ανθεκτικές, σύγχρονες και ανταγωνιστικές δομές παραγωγής και απασχόλησης, με αποτέλεσμα, σε φάσεις κρίσης, να πλήττεται η ίδια και όλη η οικονομία. Η προσκόλλησή της στο Κράτος και σε μορφές παραγωγής υπηρεσιών χαμηλής παραγωγικότητας συντελούν ώστε η μεσαία τάξη να είναι κοινωνικά και οικονομικά φοβική και συντηρητική και να αντιδρά σε μεταβολές, που είναι μεν κοινός τόπος για όσες χώρες μετεξελίσσονται, σημαίνει, όμως, απομάκρυνση από εμπεδωμένες ισορροπίες και συμφέροντα.
Τα χαρακτηριστικά της ελληνικής μεσαίας τάξης, τη σύνδεσή της με το παραγωγικό μοντέλο της χώρας, αλλά και τις παραμέτρους που την κατέστησαν ευάλωτη στις οικονομικοκοινωνικές μεταβολές, παρουσίασε σε ομιλία του ο Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην υπουργός Τάσος Γιαννίτσης, στο συνέδριο του e-Κύκλος Ιδεών: «Ελλάδα Μετά ΙΙΙ» - Η ανασύσταση της μεσαίας τάξης».
Σύμφωνα με τον κ. Γιαννίτση, τα πιο σοβαρά αίτια και οι πιο σοβαρές επιπτώσεις της κρίσης για τη μεσαία τάξη και τη χώρα γενικά, ξεπερνούν τα οικονομικά. Είναι, κυρίως, επιπτώσεις στο σύστημα αξιών μιας ολόκληρης κοινωνίας, στους τρόπους αντίληψής της για τα όρια του πολιτικού ακροβατισμού πριν και μετά το 2009, στο μίσος που έρρευσε, στις συλλογικές αυταπάτες και στις εξωπραγματικές προσδοκίες, στην άρνηση αναγνώρισης των καταστροφικών επιλογών που έγιναν, στο πώς αναδείξαμε αλλόκοτες περσόνες και πολλά άλλα. Η μεσαία τάξη είχε πολύ ισχυρή συμμετοχή σε όλα αυτά. Δεν ήταν τα πιο αδύναμα στρώματα που έσπρωξαν τη χώρα στο 2009.
Το πρόβλημα της μεσαίας τάξης δεν είναι ελληνικό. Είναι πολύ γενικότερο, είναι ανησυχητικό και παράγει αποτελέσματα που βλέπουμε να αποδιαρθρώνουν πολλές κοινωνίες. Αυτό σημαίνει, ότι δεν έχουμε ένα πρόσκαιρο, εθνικό ή προεκλογικό πρόβλημα.
Μια πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ με τίτλο «Υπό πίεση: Συμπιέζοντας τη μεσαία τάξη» δείχνει σε αρκετό βάθος ένα ιδιαίτερα σοβαρό γενικότερο πρόβλημα, που θα έδινε μια διαφορετική διάσταση στη συζήτησή μας, αλλά στο οποίο λόγω χρόνου αδυνατώ να αναφερθώ.
Τα χαρακτηριστικά, το βάρος και η λειτουργία της μεσαίας τάξης σε μια χώρα είναι ευθέως συνδεδεμένα με την παραγωγική βάση, τη συγκρότησή της, την ανθεκτικότητά της. Η μεσαία μας τάξη δεν έφτασε να δημιουργήσει ανθεκτικές, σύγχρονες και ανταγωνιστικές δομές παραγωγής και απασχόλησης, με αποτέλεσμα, σε φάσεις κρίσης, να πλήττεται η ίδια και όλη η οικονομία.
Η προσκόλλησή της στο Κράτος και σε μορφές παραγωγής υπηρεσιών χαμηλής παραγωγικότητας συντελούν ώστε η μεσαία τάξη να είναι κοινωνικά και οικονομικά φοβική και συντηρητική και να αντιδρά σε μεταβολές, που είναι μεν κοινός τόπος για όσες χώρες μετεξελίσσονται, σημαίνει, όμως, απομάκρυνση από εμπεδωμένες ισορροπίες και συμφέροντα.
Στο οικονομικό πεδίο, σύμφωνα με τον κ. Γιαννίτση, η συμπίεση της μεσαίας τάξης στην κρίση δεν αποτυπώνεται μόνο στην εξέλιξη της φορολογίας. Αφορά και πολλές άλλες πτυχές, όπως ενδεικτικά, τις πιέσεις από τον ιδιωτικό υπερδανεισμό, την απώλεια της εργασίας, το κλείσιμο επιχειρήσεων, την ανισότητα, την απώλεια της σταθερότητας, την αδυναμία των νέων ανθρώπων να έχουν εμπιστοσύνη στο πώς χειριζόμαστε τα μεγάλα μας θέματα. Αν δεν κατανοήσουμε το ευρύτερο αυτό πλέγμα και μείνουμε σε κάποια στερεότυπα, θα βλέπουμε το πρόβλημα της μεσαίας τάξης λογιστικά ή προεκλογικά.
Εν συνεχεία αναφέρθηκε συνοπτικότατα σε ορισμένες οικονομικές επιπτώσεις της κρίσης στη μεσαία τάξη, διακρίνοντας την πρώτη δύσκολη περίοδο μέχρι το 2012/3 και τη δεύτερη μέχρι το 2017:
Στην περίοδο 2008-2012
326 χιλ. αυτοαπασχολούμενοι και μέλη οικογενειακών επιχειρήσεων έχασαν τη δουλειά τους, καθώς έκλεισαν οι επιχειρήσεις τους. Ο αντίστοιχος αριθμός μισθωτών που βρέθηκε εκτός εργασίας είναι 403 χιλ. άτομα, έχουμε δηλαδή μια αναλογία 1:1,24, που δείχνει πόσο οι εξελίξεις στο μεσαίο κοινωνικό στρώμα επηρεάζουν τη συνολική απασχόληση και τα εισοδήματα.
Ο πίνακας 1 δείχνει τις απώλειες εισοδήματος που είχαν τα χαμηλά, μεσαία, υψηλά εισοδήματα, μεταξύ 2008 και 2012, είτε λόγω πολιτικών αποφάσεων (μισθοί, συντάξεις), είτε λόγω υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας. Η κρίση η ίδια είχε σημαντικά μεγαλύτερα αποτελέσματα απ’ ο,τι οι πολιτικές αποφάσεις για περικοπές μισθών και συντάξεων. Όμως, και η ύφεση δεν ήταν κάτι που προέκυψε αυτόματα. Ήταν, και αυτή, αποτέλεσμα των μακροοικονομικών και αντι-αναπτυξιακών πολιτικών των κυβερνήσεων που πέρασαν.
Στην περίοδο μέχρι περίπου 2014, σημειώνεται μέση συνολική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος γύρω στο 40%, που, προφανώς, για πολλές κατηγορίες ήταν πολύ μεγαλύτερο και άλλες μικρότερο. Στον Πίν. 2 φαίνονται οι εισοδηματικές μεταβολές στα χαμηλά, μεσαία και υψηλά εισοδήματα που προέρχονται από μισθούς, ελεύθερες δραστηριότητες και συντάξεις. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν χαμένοι και κερδισμένοι σε όλα τα στρώματα, αν και με σημαντικές διαφορές.
Στη δεύτερη περίοδο (2013-2017)
Αυξάνεται σημαντικά ο συνολικός αριθμός των νοικοκυριών που φορολογούνται (+138.318 νοικοκυριά, Πίν. 3).
Μεταξύ 2013 και 2017, 226 χιλ. νοικοκυριά, δηλαδή περίπου 700 χιλ. άτομα, με οικογενειακό εισόδημα 20.000-80.000, άρα το επάνω τμήμα της μεσαίας τάξης, κατρακύλησαν χαμηλά, στην κλίμακα των 1.000 με 20.000 ευρώ, όχι αναγκαστικά λόγω φορολογίας (Πιν.3). Στα χαμηλά εισοδήματα της κατηγορίας αυτής, η μέση φορολογική επιβάρυνση αυξήθηκε κατά 59% στην ίδια περίοδο (Πίν. 4).
Τα εισοδήματα μεταξύ 42.000 και 200.000 ευρώ αποτελούν τη μόνη ομάδα όπου η φορολογική επιβάρυνση παρέμεινε σταθερή, καθώς ήταν ήδη υψηλή (Πίνακας 4).
Σε αντίθεση, στην ίδια περίοδο, το συνολικό εισόδημα των στρωμάτων από 200 χιλ. ευρώ και πάνω αυξήθηκε κατά 140%, ενώ παράλληλα, στα υψηλά αυτά εισοδήματα μειώθηκε η μέση φορολογική επιβάρυνση κατά περίπου 28% (Στοιχεία στον Πίν. 3 και 4).
Η πιο κρίσιμη διαπίστωση είναι ότι το σύνολο της χαμηλής και τα δύο τρίτα της μεσαίας τάξης, με εισοδήματα μέχρι 20 χιλ. ευρώ και από 42 χιλ. μέχρι 80 χιλ. ευρώ δηλαδή 4 εκατομμύρια νοικοκυριά ή το 80% σχεδόν του συνόλου είδαν το εισόδημά τους (μετά το φόρο εισοδήματος) να μειώνεται κατά 19% στα χρόνια 2013-2017. Αντίθετα, τα εισοδήματα κατά νοικοκυριό μεταξύ 80 χιλ. και 200 χιλ. ευρώ σημείωσαν μια αύξηση κατά 5,4% και από 500 χιλ. ευρώ και πάνω κατά 31%-139% (Πίνακας 5).
Τα συμπεράσματα δείχνουν
Ότι η πραγματικότητα έχει πολλές όψεις, που ισχύουν ταυτόχρονα, και ότι η ερμηνεία της συνολικής αυτής εικόνας είναι πιο σύνθετη απ’ ό,τι νομίζει κανείς.
Ότι τα μεσαία μαζί με τα αδύναμα στρώματα συγκεντρώνουν πάνω από 93% του συνολικού δηλούμενου εισοδήματος, και, συνεπώς, αναπόφευκτα θα σηκώσουν το βάρος κάθε λανθασμένης πολιτικής και κάθε δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Ποιος άλλος θα το σηκώσει σε μια χώρα που πτώχευσε, όσο η φοροδιαφυγή και άλλα παρεμφερή φαινόμενα ανθούν; Η άμετρη προσφυγή σε διεθνή δανεισμό που υπήρχε πριν την κρίση, σήμερα είναι εξαιρετικά πιο περιορισμένη.
Ότι τα βάρη και δεινά της μεσαίας τάξης δεν μπορούμε να τα δούμε μόνο με τα εισοδήματα και τους φόρους. Σχετίζονται, επίσης, με την κουλτούρα της ελληνικής κοινωνίας για μια εύκολη, αν και μονίμως αποτυχημένη, ανάπτυξη, την εχθρότητά της για τη δημιουργία παραγωγικής βάσης που θα μπορεί να ανταγωνιστεί σε έναν απαιτητικό κόσμο, και να δημιουργήσει σταθερές, ποιοτικές και καλοπληρωμένες θέσεις απασχόλησης.
Σχετίζονται και με μια εκτεταμένη διαφθορά στην κοινωνία και με την τάση του Κράτους -με την ευρεία έννοια- να αποσπάσει ένα μερίδιο από τον πλούτο που μπορεί να δημιουργηθεί με υπόγειους και άτυπους τρόπους, και πέρα από τα θεσμοθετημένα φορολογικά μέτρα, με αποτέλεσμα να πνίγει την ανάπτυξη.
Στην πρώτη πενταετία περίπου της κρίσης ακολουθήθηκε μια πολιτική, που συνοδεύτηκε από στοιχεία αλληλεγγύης και αυτό οδήγησε σε σημαντικές απώλειες εισοδήματος τα μεσαία και τα υψηλά εισοδηματικά στρώματα. Η αλληλεγγύη αυτή στην πορεία του χρόνου συρρικνώθηκε.
Από κοινωνική σκοπιά, ήδη από την αρχή της κρίσης, σημειώνεται μια μεγάλη επιδείνωση της εισοδηματικής θέσης μεγάλου αριθμού νοικοκυριών, που από μεσαία ή και υψηλά έπεσαν απότομα στα χαμηλότερα κλιμάκια. Σημαντικός αριθμός όσων είναι σήμερα ‘κάτω’ έχει προέλθει από στρώματα, που πριν λίγα χρόνια, εισοδηματικά, ανήκαν στη μεσαία τάξη. Η μείωση στα μεσαία εισοδήματα πέρα από το ότι ανέτρεψε ριζικά το status της μεσαίας τάξης, οδήγησε ευρύτερα κοινωνικά τμήματα στο να χάσουν σταθερές αξίες και σημεία αναφοράς τους, την εμπιστοσύνη τους στην πολιτική, στην οικονομία και στις προοπτικές της χώρας.
Γνωρίζουμε ότι οι κοινωνικές διαστρωματώσεις δεν ορίζονται μόνο με βάση το εισόδημα. Ότι τα δηλούμενα εισοδήματα έχουν πολλές αποκλίσεις από τα πραγματικά. Ότι τμήματα της επάνω πλευράς της μεσαίας τάξης έχουν βελτιώσει σημαντικά τα εισοδήματά τους, ιδίως με τις πρόσκαιρες ενοικιάσεις και τον τουρισμό.
Όμως, οι διαπιστώσεις αυτές αναδεικνύουν οτι στην κρίση επλήγη το σύνολο των χαμηλών στρωμάτων και τα δύο τρίτα της μεσαίας τάξης. Τα εισοδηματικά ανώτερα στρώματα επλήγησαν ακόμα περισσότερο στο πρώτο μισό της δεκαετίας, όμως, τα στρώματα αυτά, όπως και τα ανώτερα μεσαία πέτυχαν μια αξιόλογη αύξηση των εισοδημάτων τους από το 2013 μέχρι το 2017, μάλλον και μεγαλύτερη μέχρι σήμερα.
Η εξέλιξη αυτή δείχνει, πόσο πλήττονται οι πιο αδύναμες κατηγορίες όταν δεν υπάρχει σταθερή και ουσιαστική αναπτυξιακή βάση. Δείχνει, επίσης, ότι πολιτικά δεν μπορούμε να δούμε μόνο τι γίνεται στα μεσαία, αλλά και στα χαμηλά εισοδήματα του 60% του πληθυσμού. Όμως, η συμπίεση των μεσαίων εισοδημάτων έχει επιπρόσθετα και μακροοικονομικές επιπτώσεις: στην ύφεση, στις επενδύσεις, το οικονομικό κλίμα, την ανεργία και τη δημοσιονομική διαχείριση.
Οι μακροοικονομικές αυτές επιδράσεις ‘πλήττουν’ καθοριστικά την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα και των χαμηλότερων στρωμάτων και τη χώρα συνολικότερα, σήμερα και αύριο.
Όλα αυτά τα χρόνια, υπάρχει μια διάσταση που βαραίνει πολύ και διαφοροποιεί την ταξικότητα και την τοξικότητα της πολιτικής: η διχοτόμηση της κοινωνίας, όχι με κριτήριο το ύψος του εισοδήματος, αλλά την έκταση της φοροδιαφυγής. Ανεξάρτητα από το ύψος εισοδήματος, άλλοι δεν φοροδιαφεύγουν, και άλλοι συνεχίζουν ανενόχλητοι, συχνά με τις ευλογίες της πολιτικής.
Ο καθένας μας έχει άμεση αντίληψη τι γίνεται στο ΦΠΑ, ιδίως στην επαρχία, τι γίνεται στο λαθρεμπόριο τσιγάρων, πετρελαίου, στο χάσμα μισθών και συνθηκών εργασίας όσων εργάζονται στην ιδιωτική οικονομία και στο Δημόσιο, και στην προνομιακή μεταχείριση επαγγελματικών ομάδων.
Ουσιαστικά, η αύξηση των φόρων και η πολιτική συνολικότερα, έχουν πλήξει μονόπλευρα όσους δεν μπορούν να ξεφύγουν, σε όποια εισοδηματική κατηγορία και αν βρίσκονται. Αυτό δεν είναι αναδιανεμητική, δεν είναι αναπτυξιακή πολιτική, δεν είναι καν ταξική πολιτική.
Με τα δεδομένα αυτά είναι απόλυτα αναγκαίο να δούμε με συστηματικό και ευρύ τρόπο το θέμα «φορολογική μεταρρύθμιση» σχετικά με τη φορολογία των φυσικών προσώπων, τις επιχειρήσεις, το Δημόσιο, τις επενδύσεις, και μάλιστα με πολύ διαφορετικά εμπλουτισμένο περιεχόμενο από αυτό που μονότονα επαναλαμβάνεται στη δημόσια συζήτηση. Όλα αυτά τα χρόνια συσσώρευσαν σπασμωδικές, τυχαίες ή αποσπασματικές ρυθμίσεις, που αντί να συνθέτουν ένα φορολογικό σύστημα, αποτελούν φορολογικό καρναβάλι.
Κλείνοντας ο κ. Γιαννίτσης ανέφερε ότι η τελική του παρατήρηση είναι, ότι η πιο σημαντική, αν όχι η μόνη, απάντηση στα προβλήματα αυτά είναι η ικανότητα μιας κοινωνίας και του συστήματος Διακυβέρνησής της να πετύχει ικανοποιητικούς ρυθμούς μεγέθυνσης.
Κάποιες καλές οικονομικές ή τεχνικές επινοήσεις, κάποιες επιφανειακές μεταρρυθμίσεις ή μια επιστράτευση ανακυκλωμένων πρακτικών δεν αρκούν εδώ που είμαστε. Απαιτούνται επίσης στρατεύσεις προσώπων και υπερβάσεις ιδεοληψιών, ώστε να δημιουργηθεί μια ευρύτερη αίσθηση εμπιστοσύνης για το μέλλον μας.
Μια κοινωνία με αίσθηση των στόχων και των κινδύνων του αύριο σημαίνει συνεχείς διεργασίες προσαρμογής, ετοιμότητα διόρθωσης λαθών, αναγνώριση και ανάληψη του κόστους των λαθών της και σύγκρουσης με δυνάμεις για τις οποίες το μόνο που μετράει είναι η διασφάλιση της ιδιοτέλειας ή της εμμονικότητάς τους σε βάρος του κοινωνικού συμφέροντος. Σημαίνει επίσης ικανότητα συγκρότησης και διαφύλαξης ενός ισχυρού και σταθερού θεσμικού πλαισίου.
Η Μεσαία Τάξη έχει έναν εξαιρετικά κρίσιμο ρόλο σε μια τέτοια διαδρομή. Δύο είναι τα ερωτήματα: α) αν μπορεί να παίξει το ρόλο αυτό και σε ποιο βαθμό; Και β) αν το πολιτικό σύστημα θα λειτουργήσει υποστηρικτικά στη διαδικασία αυτή.
naftemporiki.gr