Ένας γίγαντας της μουσικής σκηνής της Νέας Ορλεάνης, ο Dr. John, κάτοχος έξι βραβείων Γκράμι, που κατάφερε να κάνει δημοφιλές ένα πολύ ιδιαίτερο είδος -οι μύστες το αποκαλούν «ήχο του βουντού»- στην αμερικανική μουσική σκηνή, πέθανε την Πέμπτη, σε ηλικία 77 ετών.
Ένας γίγαντας της μουσικής σκηνής της Νέας Ορλεάνης, ο Dr. John, κάτοχος έξι βραβείων Γκράμι, που κατάφερε να κάνει δημοφιλές ένα πολύ ιδιαίτερο είδος -οι μύστες το αποκαλούν «ήχο του βουντού»- στην αμερικανική μουσική σκηνή, πέθανε την Πέμπτη, σε ηλικία 77 ετών.
Ο Dr. John, κατά κόσμο Μάλκολμ Τζον Ρέμπενακ, παιδί οικογένειας ερασιτεχνών μουσικών, συμπεριλαμβανομένης μιας θείας που τον έμαθε να παίζει πιάνο, πέθανε χθες τα ξημερώματα από καρδιακή προβολή, όπως γνωστοποίησε η οικογένειά του μέσω του επίσημου λογαριασμού του στον ιστότοπο κοινωνικής δικτύωσης Twitter.
Ήταν λάτρης της μουσικής από παιδί και άκουγε ραδιόφωνο ασταμάτητα. Ο πατέρας του, που είχε κατάστημα με διάφορες ηλεκτρικές συσκευές αλλά και δίσκους βινυλίου, έπαιρνε μερικές φορές μαζί του τον μικρό του γιο στα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης όπου πήγαινε για να επισκευάσει τα ηχεία και τα συστήματα ήχου.
Ακόμα μαθητής, άρχισε να συχνάζει σε νυχτερινά κλαμπ. Στην εφηβεία του, ήδη έπαιζε με συγκροτήματα που εμφανίζονταν σε κακόφημα μπαρ και στριπ κλαμπ. Καθ’ οδόν, μέσα του διαμόρφωνε το δικό του, μοναδικό μουσικό μείγμα, φτιαγμένο από rhythm and blues, καουμπόικα τραγούδια, γκόσπελ, τζαζ, μουσική του Mardi Gras, boogie, πιανιστική μουσική, ψυχεδέλεια και funk, «φονκ» -όπως την πρόφερε εκείνος.
Τα πρώτα χρόνια ήταν κιθαρίστας, αλλά ένα ατύχημα το 1961 τον ανάγκασε να αλλάξει όργανο. Κάποιος πυροβόλησε εξ επαφής ένα δάχτυλό του, όταν ενεπλάκη σε καυγά για να προστατεύσει τον τραγουδιστή του συγκροτήματος rhythm and blues του οποίου ήταν μέλος. Το δάχτυλό του δεν θεραπεύτηκε σε βαθμό που να του επιτρέπει να ξαναπαίξει κιθάρα, αλλά δεν τον ενοχλούσε τόσο όταν έπαιζε πιάνο. Κι έτσι, ο «Ντοκ» μετατράπηκε σε επίγονο, στον κληρονόμο σπουδαίων πιανιστών της Νέας Ορλεάνης, όπως ο Χιούι «Πιάνο» Σμιθ ή ο Φατς Ντόμινο, μεταξύ άλλων.
Έγινε καταξιωμένος παραγωγός δίσκων, τραγουδοποιός και συνθέτης στη Νέα Ορλεάνη, όμως ο κόσμος της νύχτας, στον οποίο ήταν βυθισμένος, του έφερνε συχνά προβλήματα. Κάπνιζε μαριχουάνα από τα 12 του χρόνια, κατόπιν άρχισε να παίρνει ηρωίνη, πριν αποβληθεί από το γυμνάσιο και καταλήξει στη φυλακή για ναρκωτικά το 1965, όπως παραδέχθηκε ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του. Αφού εξέτισε την ποινή του στο Τέξας, του συνέστησαν να φύγει από την Πολιτεία.
Επανεμφανίστηκε στη μουσική σκηνή του Λος Άντζελες, σχεδόν 3.200 χιλιόμετρα από τη γενέτειρά του, με την περσόνα Dr. John the Night Tripper, ως σαμάνος με αλλόκοτη εμφάνιση: φόραγε γούνες, καπέλα με φτερά της καρναβαλικής παράδοσης του Μαρντί Γκρα, κολιέ. Εμφανιζόταν στη σκηνή βγαίνοντας μέσα από σύννεφα καπνού.
Συνεργάστηκε με γνωστούς μουσικούς, από τους Sonny και Cher ως τους Monkees, σε παραγωγές σε στούντιο, πριν ηχογραφήσει τον πρώτο δικό του δίσκο το 1968, με τίτλο Gris-Gris, που παραπέμπει σε ένα φυλαχτό με υποτιθέμενες προστατευτικές ιδιότητες, κατά τις δοξασίες του βουντού. Το 1972 και το 1973 κυκλοφόρησε δύο άλμπουμ με τα οποία θα γινόταν διάσημος, τους δίσκους «Dr. John’s Gumbo» και «In the Right Place».
Αυτός ο δίσκος, χάρη στην ιδιαίτερη ερμηνεία του — κάποιος είχε γράψει πως η φωνή του θύμιζε βάτραχο με πονοκέφαλο έπειτα από μέθη — θα αποδεικνυόταν μεγάλη εμπορική επιτυχία.
Μετακόμισε στη Νέα Υόρκη. Το 1989, επιτέλους, απεξαρτήθηκε. Γύρισε στη Νέα Ορλεάνη. Δεν σταμάτησε ποτέ να ηχογραφεί: συνολικά, κυκλοφόρησε 35 άλμπουμ, για τρία από τα οποία πήρε βραβεία Γκράμι. Ανάμεσά τους είναι οι δίσκοι «Goin’ Back to New Orleans» (1992) και «City That Care Forgot» (2008). Ο τελευταίος είναι αφιερωμένος στην καταστροφή και την οδύνη που σήμανε για τη Νέα Ορλεάνη και τους ανθρώπους της ο κυκλώνας Κατρίνα. Έγινε μέλος του Rock and Roll Hall of Fame, το 2011.
Ακόμα και Αμερικανοί εξοικειωμένοι με τη Νέα Ορλεάνη συχνά χρειάζονταν… διερμηνέα για να καταλάβουν τι έλεγε ο Dr. John, που ανακάτευε χιουμοριστικές ατάκες, κρεόλ, εκφράσεις της αργκό κι επινοημένες λέξεις με ύβρεις.
«Η μουσική είναι το μόνο πράγμα που με κρατάει ζωντανό και χαρούμενο. Αν δεν υπήρχε η μουσική, θα την είχα πετάξει την πετσέτα», παραδέχθηκε στην εφημερίδα Times-Picayune, το 2011.