Η επιμονή του πληθωρισμού εξακολουθεί να προκαλεί και να μπερδεύει τους κεντρικούς τραπεζίτες παγκοσμίως. Είτε προσπαθώντας να αυξήσουν τις τιμές είτε να τις συγκρατήσουν, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα, γράφει η Κάρμεν Μ. Ράινχαρτ.
Από την έντυπη έκδοση
Της Κάρμεν Μ. Ράινχαρτ,
καθηγήτρια στο Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Σύστημα της Σχολής Διακυβέρνησης Κένεντι, στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.
Η επιμονή του πληθωρισμού εξακολουθεί να προκαλεί και να μπερδεύει τους κεντρικούς τραπεζίτες παγκοσμίως. Είτε προσπαθώντας να αυξήσουν τις τιμές είτε να τις συγκρατήσουν, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα.
Παράδειγμα η Ιαπωνία, η οποία αντιμετώπισε αποπληθωρισμό (μείωση του επιπέδου των τιμών) στα 11 από τα τελευταία 20 χρόνια. Από το 2016, οι αποπληθωριστικές δυνάμεις φαίνεται να έχουν υποχωρήσει, όμως ο ρυθμός του πληθωρισμού παρέμεινε σταθερά κατώτερος του στόχου του 2% που έχει θέσει η Τράπεζα της Ιαπωνίας (BOJ), παρά τις φιλόδοξες πολιτικές. Η BOJ διατηρεί τα επιτόκια κάτω από το μηδέν από το 2016, περιορίζει τα μακροπρόθεσμα επιτόκια κοντά στο μηδέν και διευρύνει τη νομισματική βάση κατά περίπου 250% από το 2013 μέσω εξαγορών-ρεκόρ ιαπωνικών κρατικών ομολόγων. Η BOJ διακρατεί πλέον το 50% του ανεξόφλητου των κρατικών ομολόγων, που δεν είναι μικρό επίτευγμα, καθώς το ποσοστό δημόσιου χρέους της Ιαπωνίας είναι 238% του ΑΕΠ, το υψηλότερο στον κόσμο. Παρά τις πολιτικές αυτές, οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό πενταετίας παραμένουν αγκυροβολημένες κοντά στο 1%. Στο άλλο άκρο, υπάρχει η συνεχιζόμενη μάχη με τον πληθωρισμό της Αργεντινής. Η Κεντρική Τράπεζα της Αργεντινής, σε σχέση με το πρόγραμμα του ΔΝΤ τον Ιούνιο του 2018, υποσχέθηκε να διατηρήσει αμετάβλητη τη νομισματική βάση, εκτινάσσοντας τα επιτόκια στο 74% περίπου. Εντούτοις, ο ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού επιταχύνθηκε από σχεδόν 26% πριν από έναν χρόνο, σε περίπου 55%.
Η άνοδος του πληθωρισμού αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό τις υψηλότερες τιμές των εισαγωγών, καθώς το πέσο συνετρίβη (υποχωρεί περίπου 115% έναντι του δολαρίου κατά τους 12 μήνες μέχρι τον Μάρτιο). Όμως η μετάβαση από τη συναλλαγματική ισοτιμία στο επίπεδο των τιμών του πληθωρισμού είναι μόνο ένα ζήτημα, ενώ η υπερθέρμανση της οικονομίας δεν έπαιξε κανένα ρόλο. Αντίθετα, η Αργεντινή αγωνίζεται με μια βαθιά και παρατεταμένη ύφεση. Το ΔΝΤ αναμένει να υποχωρήσει το ΑΕΠ κατά 1,2% το 2019 (έπειτα από μια μεγαλύτερη συρρίκνωση το 2018). Ωστόσο, παρά την πιστωτική κρίση, τις ενδείξεις για πιεστικές νομισματικές συνθήκες και την πρόσφατη πτώση των τιμών, ο πληθωρισμός παραμένει κοντά στο 40%.
Γιατί οι πληθωριστικές προσδοκίες απέτυχαν να ανταποκριθούν σε δραστικές αλλαγές στις νομισματικές πολιτικές; Το 2001, ένα πέσο Αργεντινής αντιστοιχούσε σε ένα δολάριο, σήμερα, ένα δολάριο ισοδυναμεί με σχεδόν 44 πέσο. Από το 2001, το ιαπωνικό γιεν αντιστοιχεί περί το 12% του αμερικανικού δολαρίου (από σχεδόν 70% όταν η συναλλαγματική ισοτιμία εφαρμόστηκε το 1971). Κατά τη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης υπήρξε μία άνοδος, όχι μόνο στο δολάριο (το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα) αλλά και στο γιεν και στο ελβετικό φράγκο, όταν την περίοδο 2008/09 σχεδόν όλα τα άλλα νομίσματα συνετρίβησαν.
Αυτές οι τάσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών ενισχύουν τις υπάρχουσες προτιμήσεις στα μοντέλα αποταμίευσης-κατανάλωσης και την κατανομή ενεργητικού. Στην περίπτωση της Ιαπωνίας (πριν από την πρόσφατη εποχή των αρνητικών επιτοκίων) επέτρεψε στους καταθέτες να διατηρήσουν την αγοραστική δύναμη των καταθέσεών τους. Έτσι εξηγείται η έντονη προτίμηση στα εγχώρια περιουσιακά στοιχεία που εκφράζονται σε γιεν.
Αναφορικά με την Αργεντινή, ο χρόνιος πληθωρισμός και η υποτίμηση του νομίσματος έχουν δημιουργήσει μια σαφή προτίμηση στο δολάριο. Η υποχρεωτική αλλαγή τον Ιανουάριο του 2002 (όταν οι υπάρχουσες καταθέσεις σε δολάρια και τα δάνεια στον εγχώριο τραπεζικό τομέα μετατράπηκαν βίαια σε πέσο) προκάλεσε μόνο μία προσωρινή και τεχνητή μείωση της εγχώριας χρήσης του δολαρίου. Τα καταθετικά επιτόκια είναι χαμηλά και ένα μεγάλο μέρος της ιδιωτικής αποταμίευσης πηγαίνει εκτός της χώρας. Η εξάρτηση από τις ξένες αποταμιεύσεις δεν βοηθά στη νομισματική αστάθεια ή στο εξωτερικό χρέος. Επομένως, τι μπορούν να κάνουν οι κυβερνήσεις για να προκαλέσουν σοκ στις επίμονες πληθωριστικές τάσεις όταν οι πολιτικές των κεντρικών τραπεζών αποδεικνύονται ανεπαρκείς;
Στην περίπτωση της Ιαπωνίας, για να πεισθεί ο ιδιωτικός τομέας ότι ο υψηλότερος πληθωρισμός είναι ο δρόμος του μέλλοντος, απαιτεί ένα διάλειμμα από την τρέχουσα πρακτική της αναπροσαρμογής των μισθών του Δημοσίου στον πληθωρισμό του προηγούμενου έτους. Οι γενναίες αυξήσεις των μισθών στο Δημόσιο μπορεί να αποτελέσουν το επίσημο έναυσμα που απουσιάζει. Το γεγονός ότι ένα τέτοιο μέτρο αντιτίθεται στη δημοσιονομική σύνεση σε μια τόσο υπερχρεωμένη χώρα, ενδέχεται να υπονομεύσει την τάση για ανατίμηση του γιεν. Ο υψηλότερος πληθωρισμός πρέπει να αποτελεί μέρος της επίλυσης του υπάρχοντος δημόσιου και ιδιωτικού χρέους.
Στην Αργεντινή, για να αποφευχθεί η εξάρτηση μισθού-πληθωρισμού, η αναπροσαρμογή απαιτεί σημαντική μείωση των πραγματικών μισθών, ξεκινώντας από τον δημόσιο τομέα. Το πολιτικό κόστος (ειδικά όταν ο δημόσιος τομέας είναι μεγάλος, όπως στην Αργεντινή) είναι τρομακτικό. Εκτός από την άμβλυνση των πληθωριστικών προσδοκιών, οι πραγματικές περικοπές των μισθών μετριάζουν την πραγματική ανατίμηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών (απώλεια ανταγωνιστικότητας) που συνοδεύει συχνά τα σχέδια του αποπληθωρισμού. Για μια χώρα όπως η Αργεντινή, που αντιμετωπίζει αυξανόμενες δυσκολίες στις παγκόσμιες κεφαλαιαγορές, τα ελλείμματα του τρέχοντος προϋπολογισμού είναι πολυτέλεια.
Ίσως οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό να είναι επίμονα υψηλές (ή χαμηλές) επειδή ο κόσμος έχει μάθει να πορεύεται με μια άλλη ιστορική τάση: οι κυβερνήσεις τείνουν να αποφεύγουν τις δύσκολες επιλογές.
Copyright: Project Syndicate, 2019
www.project-syndicate.org