Παρά τα επιδόματα και την αύξηση του κατώτατου μισθού από τον Φεβρουάριο, η κατανάλωση των νοικοκυριών είχε ισχνή αύξηση σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2018.Η κατανάλωση των φορέων της γενικής κυβέρνησης από την άλλη «βούλιαξε», αποδεικνύοντας ότι η προσπάθεια παραγωγής υπερπλεονασμάτων έχει τις συνέπειές της στη διαμόρφωση του ΑΕΠ, γράφει ο Θάνος Τσίρος.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Παρά τα επιδόματα και την αύξηση του κατώτατου μισθού από τον Φεβρουάριο, η κατανάλωση των νοικοκυριών είχε ισχνή αύξηση σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2018.
Η κατανάλωση των φορέων της γενικής κυβέρνησης από την άλλη «βούλιαξε», αποδεικνύοντας ότι η προσπάθεια παραγωγής υπερπλεονασμάτων έχει τις συνέπειές της στη διαμόρφωση του ΑΕΠ.
Οι εξαγωγές προϊόντων, το «στήριγμα» του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, τα τελευταία τρίμηνα εμφανίστηκαν να «πιάνουν ταβάνι» και πλέον η ανάπτυξη εξαρτάται σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό από τον τουρισμό.
Όσο για τις εισαγωγές, με το που προχωρήσαμε στην άρση των περιορισμών στη διακίνηση κεφαλαίων, άρχισαν πάλι να αυξάνονται με πολλαπλάσιο ρυθμό σε σχέση με τις εξαγωγές, κάτι που, σύμφωνα με τους οικονομολόγους, θα το βρούμε μπροστά μας, καθώς όλες οι βασικές πηγές ανάπτυξης της χώρας αυτή τη στιγμή (ιδιωτική κατανάλωση, τουρισμός και εξαγωγές) «γεννούν» εισαγωγές.
Οι επενδύσεις αυξήθηκαν στο πρώτο τρίμηνο του 2019 σε σχέση με πέρυσι, αλλά ακόμη δεν έχουν φτάσει σε απόλυτο αριθμό ούτε στο επίπεδο που ήταν στο πρώτο τρίμηνο του 2017.
Η συμμετοχή τους στο ΑΕΠ παραμένει πολύ μικρή: μόλις 5,4 δισ. ευρώ σε ένα ΑΕΠ τριμήνου της τάξεως των 48 δισ. ευρώ.
Αυτή είναι η εικόνα και, αν μη τι άλλο, προκαλεί έντονο προβληματισμό.
Τα νοικοκυριά εμφανίζονται ανήμπορα να ενισχύσουν σημαντικά την καταναλωτική τους δαπάνη. Με τη μείωση της ανεργίας, την πολιτική των άμεσων οικονομικών ενισχύσεων που εφαρμόζει η κυβέρνηση, αλλά και τη διψήφια αύξηση του κατώτατου μισθού, θα περίμενε κανείς καλύτερες επιδόσεις. Δεν αποτυπώθηκαν.
Τα νοικοκυριά φαίνεται να αντιμετωπίζουν ακόμη πολύ σοβαρά προβλήματα με την εξυπηρέτηση των ληξιπρόθεσμων και βεβαιωμένων υποχρεώσεων προς το Δημόσιο, με αποτέλεσμα να μην περισσεύουν χρήματα για την κατανάλωση.
Οι εξαγωγές, από την άλλη, εξαρτώνται από τις οικονομικές αντοχές στις υπόλοιπες χώρες, ειδικά τις ευρωπαϊκές, ενώ το ίδιο ισχύει και για τον τουρισμό.
Είναι πλέον προφανές ότι η αλλαγή του οικονομικού μοντέλου είναι επιτακτική ανάγκη. Χωρίς επενδύσεις, ώστε να δημιουργηθούν νέες, καλά πληρωμένες θέσεις εργασίας, ο κίνδυνος της στασιμότητας στην οικονομία θα είναι κάτι περισσότερο από υπαρκτός.