Οι επενδυτές παγκοσμίως έχουν αρχίσει να περιλαμβάνουν μη χρηματοοικονομικά στοιχεία στη διαδικασία λήψης των επενδυτικών τους αποφάσεων, με σχεδόν τους μισούς να λένε σε έρευνες ότι θα απέρριπταν την επένδυση λόγω κινδύνων που σχετίζονται με την εφοδιαστική αλυσίδα, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την κλιματική αλλαγή. Η Κιάρα Κόντη, Senior manager, Υπηρεσίες Κλιματικής Αλλαγής και Βιώσιμης Ανάπτυξης, ΕΥ Ελλάδος, μιλά στη «N» για τη σημασία των περιβαλλοντικών και κοινωνικών κινδύνων που θέτουν στο μικροσκόπιό τους οι επενδυτές και εξηγεί πώς νέα πρότυπα και εργαλεία διευκολύνουν τόσο τις εταιρείες να δημοσιοποιούν αυτά τα στοιχεία όσο και τους επενδυτές να τα αναγνωρίζουν.
Στη Σοφία Εμμανουήλ
[email protected]
Οι επενδυτές παγκοσμίως έχουν αρχίσει να περιλαμβάνουν μη χρηματοοικονομικά στοιχεία στη διαδικασία λήψης των επενδυτικών τους αποφάσεων, με σχεδόν τους μισούς να λένε σε έρευνες ότι θα απέρριπταν την επένδυση λόγω κινδύνων που σχετίζονται με την εφοδιαστική αλυσίδα, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την κλιματική αλλαγή. Η Κιάρα Κόντη, Senior manager, Υπηρεσίες Κλιματικής Αλλαγής και Βιώσιμης Ανάπτυξης, ΕΥ Ελλάδος, μιλά στη «N» για τη σημασία των περιβαλλοντικών και κοινωνικών κινδύνων που θέτουν στο μικροσκόπιό τους οι επενδυτές και εξηγεί πώς νέα πρότυπα και εργαλεία διευκολύνουν τόσο τις εταιρείες να δημοσιοποιούν αυτά τα στοιχεία όσο και τους επενδυτές να τα αναγνωρίζουν.
Πώς προτεραιοποιούν οι επενδυτές τα κριτήρια με βάση τα οποία λαμβάνουν αποφάσεις;
«Την τελευταία δεκαετία οι επενδυτές παγκοσμίως έχουν αρχίσει να περιλαμβάνουν μη χρηματοοικονομικά στοιχεία στη διαδικασία λήψης των επενδυτικών τους αποφάσεων. Σύμφωνα με την τέταρτη κατά σειρά παγκόσμια έρευνα της ΕΥ σε θεσμικούς επενδυτές, η οποία πραγματοποιήθηκε το 2018, οι δημοσιοποιήσεις που αφορούν περιβαλλοντικά και κοινωνικά στοιχεία και στοιχεία εταιρικής διακυβέρνησης (ESG) είναι πλέον κρίσιμοι παράγοντες για τη λήψη επενδυτικών αποφάσεων.
Συγκεκριμένα, η συντριπτική πλειοψηφία (97%) των συμμετεχόντων, αυξημένη κατά 19 ποσοστιαίες μονάδες από την αντίστοιχη έρευνα του 2017, δήλωσε ότι πραγματοποιεί είτε μια άτυπη είτε μια πιο δομημένη αξιολόγηση των μη χρηματοοικονομικών δημοσιοποιήσεων».
Οι επενδυτές που συμμετείχαν στην έρευνα ανέδειξαν επίσης τους πιο σημαντικούς παράγοντες που επηρεάζουν τις αποφάσεις τους όσον αφορά τα μη χρηματοοικονομικά στοιχεία. Οι πιο σημαντικοί από αυτούς αφορούν τους κινδύνους σχετικά με τη διακυβέρνηση, την εφοδιαστική αλυσίδα, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την κλιματική αλλαγή. Συγκεκριμένα, το 63% των συμμετεχόντων θα απέρριπτε μια επένδυση λόγω κινδύνων ή ιστορικού αδύναμων πρακτικών εταιρικής διακυβέρνησης. Αντίστοιχα, το 52% θα απέρριπτε την επένδυση λόγω ESG κινδύνων στην εφοδιαστική αλυσίδα, το 49% στα ανθρώπινα δικαιώματα και το 48% στην κλιματική αλλαγή.
Συγκρίνοντας τα αποτελέσματα με την αντίστοιχη έρευνα για το 2017, είναι εμφανής η αύξηση της σημαντικότητας των περιβαλλοντικών, κοινωνικών θεμάτων και θεμάτων εταιρικής διακυβέρνησης για τους επενδυτές. Για παράδειγμα, το 2017, κίνδυνοι που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή θα οδηγούσαν τους επενδυτές να αποκλείσουν άμεσα κάποια επένδυση μόνο σε ποσοστό 8%.
Υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι αναβαθμίζονται σε αυτή την ατζέντα τα μη χρηματοοικονομικά στοιχεία; Και πώς συσχετίζονται με τις αποδόσεις;
«Στη σχετική έρευνα της EY για το 2018, προέκυψε ότι οι δημοσιοποιήσεις των εταιρειών όσον αφορά περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς κινδύνους και κινδύνους εταιρικής διακυβέρνησης βελτιώνονται. Σύμφωνα με το 78% των συμμετεχόντων, οι περισσότερες (50%-75%) εταιρείες που παρακολουθούν, εκτιμούν επαρκώς την ουσιαστικότητα των θεμάτων ESG».
Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν, επίσης, ότι η συμμόρφωση με τις κανονιστικές διατάξεις και η διαχείριση κινδύνου είναι οι βασικοί παράγοντες που ωθούν τις εταιρείες να γνωστοποιούν πληροφορίες σχετικά με τα μη χρηματοοικονομικά τους στοιχεία (σε ποσοστό 90% και 87% αντίστοιχα).
Οι στόχοι για τις αποδόσεις των επενδύσεων κατευθύνουν τους επενδυτές στην πραγματοποίηση ελέγχων των εταιρειών που τους ενδιαφέρουν, στους οποίους συμπεριλαμβάνουν μη χρηματοοικονομικά στοιχεία. Ο θετικός ή αρνητικός έλεγχος επηρεάζει τις αποδόσεις με διαφορετικό τρόπο. Το 79% των επενδυτών που απάντησαν στην έρευνα πιστεύει πως η θετική αξιολόγηση (positive screening) μειώνει τον κίνδυνο και το 73% ότι επιτυγχάνει τους σημαντικούς μη χρηματοοικονομικούς στόχους ενός χαρτοφυλακίου. Από την άλλη πλευρά, η αρνητική αξιολόγηση (negative screening), σύμφωνα με το 85% των συμμετεχόντων, βελτιώνει την απόδοση και, σύμφωνα με το 67%, μειώνει τον κίνδυνο έναντι ενός δείκτη αναφοράς (benchmark) ή ενός στόχου.
Υπάρχουν εργαλεία που να διευκολύνουν σ’ αυτό το νέο περιβάλλον που αναδύεται (1) τις εταιρείες, προκειμένου να καταγράφουν και να επικοινωνούν σωστά τα μη χρηματοοικονομικά στοιχεία τους και (2) τους επενδυτές, προκειμένου να αναγνωρίζουν τους κινδύνους και πιθανόν τις ευκαιρίες που σχετίζονται με τα μη χρηματοοικονομικά στοιχεία;
«(1) Με στόχο την κάλυψη των απαιτήσεων των επενδυτών για υψηλής ποιότητας γνωστοποιήσεις μη χρηματοοικονομικών στοιχείων, οι εταιρείες έχουν βελτιωθεί έπειτα από χρόνια σποραδικών σχετικών αναφορών, που συχνά εξυπηρετούσαν προωθητικούς σκοπούς, χωρίς σαφή στρατηγική τοποθέτηση περί των σημαντικότερων κοινωνικών και περιβαλλοντικών επιδράσεών τους.
Το πρώτο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η ανάλυση ουσιαστικότητας. Στα πλαίσια αυτής της ανάλυσης, οι εταιρείες μπορούν να αναγνωρίσουν τις πιο σημαντικές επιδράσεις που έχουν στο περιβάλλον που δραστηριοποιούνται. Είναι σημαντικό σε αυτήν τη διαδικασία να συνεργαστούν με τα ενδιαφερόμενα μέρη τους και να συνδέσουν τις περιοχές στις οποίες έχουν σημαντική επίδραση με τη στρατηγική τους. Στο πλαίσιο μέτρησης των αποτελεσμάτων, η εταιρεία πρέπει να διερευνήσει και να αποτιμήσει τόσο περιβαλλοντικά, κοινωνικά και οικονομικά αποτελέσματα, όσο και τη μακροπρόθεσμη αξία που δημιουργεί, σύμφωνα με το Long-Term Value Framework της ΕΥ.
(2) Σύμφωνα με την έρευνα της EY για το 2018, σχεδόν όλοι οι συμμετέχοντες (94%) ανέφεραν ότι οι ενοποιημένες αναφορές (integrated reports) είναι πολύ χρήσιμες (89%) ή ουσιαστικές (6%) πηγές μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών. Το ποσοστό των συμμετεχόντων που ανέφερε ότι οι ετήσιες εκθέσεις είναι πολύ χρήσιμες πηγές μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών ήταν 82%, ενώ το ποσοστό που αποφάνθηκε ότι είναι ουσιαστικές ήταν 12%».