Η βιώσιμη ανάπτυξη αποτελεί τρέχον θέμα συζήτησης υψηλής προτεραιότητας για τους πολίτες, τη δημόσια διοίκηση και τις επιχειρήσεις. Αυτό συμβαίνει λόγω των σημαντικών αρνητικών επιπτώσεων που υφίσταται όλη η ανθρωπότητα από τη μη βιώσιμη ανάπτυξη. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι δυναμικά αυξανόμενος ο αριθμός των επιχειρήσεων που ενεργούν ως υπεύθυνοι συμμέτοχοι (responsible stakeholders) του κοινωνικού και φυσικού περιβάλλοντος.
Η βιώσιμη ανάπτυξη αποτελεί τρέχον θέμα συζήτησης υψηλής προτεραιότητας για τους πολίτες, τη δημόσια διοίκηση και τις επιχειρήσεις. Αυτό συμβαίνει λόγω των σημαντικών αρνητικών επιπτώσεων που υφίσταται όλη η ανθρωπότητα από τη μη βιώσιμη ανάπτυξη. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι δυναμικά αυξανόμενος ο αριθμός των επιχειρήσεων που ενεργούν ως υπεύθυνοι συμμέτοχοι (responsible stakeholders) του κοινωνικού και φυσικού περιβάλλοντος. Οι εν λόγω επιχειρήσεις αναπτύσσουν στρατηγική εταιρική υπευθυνότητα, έναντι της εταιρικής φιλανθρωπίας και αξιοποιούν επιχειρηματικές ευκαιρίες, προσελκύοντας εργαζομένους, πελάτες και επενδυτές. Αποτελεί πλέον ασφαλές εύρημα ότι οι υπεύθυνες επιχειρήσεις επιτυγχάνουν υψηλότερες χρηματοοικονομικές αποδόσεις.
Τα παραπάνω σημειώνει στη «N» ο κ. Κωστής Μανασάκης, Οικονομολόγος (MBA, PhD), Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης, εξηγώντας ότι από την παρατήρηση σχετικών επιχειρηματικών πρακτικών και αναδεικνύοντας την επιχειρηματική αξία των 17 Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΣΒΑ) του ΟΗΕ γίνεται σαφές ότι η βιώσιμη ανάπτυξη και η υπεύθυνη επιχειρηματικότητα είναι αλληλοσυμπληρούμενες.
Η πορεία για την επίτευξη των ΣΒΑ αναδεικνύει τεράστιες νέες ευκαιρίες για τις επιχειρήσεις. Παράλληλα, μόνο με την αξιοποίηση των εν λόγω ευκαιριών μέσω της υπεύθυνης επιχειρηματικότητας μπορούν να επιτευχθούν πλήρως οι ΣΒΑ και να παραχθεί διαμοιραζόμενη αξία (shared value) με οφέλη στην οικονομική μεγέθυνση, στην προστασία του περιβάλλοντος και στην κοινωνική ισότητα.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Business and Sustainable Development Commission, οι εξήντα σημαντικότερες επιχειρηματικές ευκαιρίες που σχετίζονται με την επίτευξη των ΣΒΑ σε τέσσερις οικονομικούς κλάδους (αγροδιατροφή, ζωή στις πόλεις, ενέργεια, υγεία) δημιουργούν ετήσια έσοδα για τις επιχειρήσεις ύψους δώδεκα τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Επιπλέον, έως το 2030, προβλέπεται να δημιουργήσουν τριακόσια ογδόντα εκατομμύρια θέσεις εργασίας.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις
Αναφορικά με την περίπτωση της Ελλάδας, τα πλέον πρόσφατα και έγκυρα στοιχεία παρουσιάζονται στη “Μελέτη για τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ στην Ελλάδα - Η επιχειρηματική οπτική” η οποία εκπονήθηκε για τον ΣΕΒ το 2017. Τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης αυτής δείχνουν ότι:
Τα παραπάνω ευρήματα καθιστούν αναγκαία μια σειρά προτάσεων προς τους φορείς επιχειρηματικότητας προκειμένου να υπάρξει ευαισθητοποίηση και παροχή υποστηρικτικών υπηρεσιών για τη διάγνωση και αξιοποίηση των επιχειρηματικών ευκαιριών που αναδεικνύουν οι ΣΒΑ. Ο κ. Μανασάκης συνοψίζει ορισμένες ενδεικτικές προτάσεις ως εξής:
Εστιάζοντας στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθήνας, προτείνεται η σύσταση χρηματιστηριακού δείκτη, στη λογική του Dow Jones Sustainability Index κ.λπ., για επιχειρήσεις οι οποίες δημοσιεύουν απολογισμούς περιβαλλοντικών και κοινωνικών επιδόσεων.
Παρά το ότι το ζήτημα της βιώσιμης ανάπτυξης ενσωματώνεται ταχύτατα στις επιχειρηματικές πρακτικές, πρόσφατες μελέτες συμπεραίνουν ότι τα θέματα βιώσιμης ανάπτυξης και εταιρικής υπευθυνότητας δεν βρίσκονται στον πυρήνα των μαθημάτων διοίκησης επιχειρήσεων.
Εν κατακλείδι, αναφορικά με την περίπτωση της Ελλάδας, αναδεικνύεται η ευθύνη και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για την ενσωμάτωση θεμάτων βιώσιμης ανάπτυξης και εταιρικής υπευθυνότητας σε προγράμματα προπτυχιακών σπουδών, καθώς και η ίδρυση προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών, σε συνεργασία με σχετικούς φορείς.