Βοήθεια υποκατάστατων της νικοτίνης, όπως αυτοκόλλητα ή τσίχλες ή τη βοήθεια της φαρμακευτικής ουσίας «βουπροπιόνη» χρειάζεται το 95% των καπνιστών που επιθυμούν να κόψουν το κάπνισμα, ενώ μόνο το 3%-5% καταφέρνει να κόψει την κακή αυτή συνήθεια χωρίς τη βοήθεια γιατρού. Ερευνα που πραγματοποιήθηκε από το 2003 έως το 2005 στο ιατρείο αθηροσκλήρωσης-διακοπής καπνίσματος της β' παθολογικής κλινικής του Α.Π.Θ. στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης έδειξε ότι το 40% των καπνιστών κατάφεραν να κόψουν το κάπνισμα με τη χρήση της βουπροπιόνης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας που ανακοινώθηκαν κατά τη διάρκεια του 2ου ετήσιου συνεδρίου αθηροσκλήρωσης (χρόνια πάθηση των αρτηριών λόγω αθηρώματος=εναπόθεση λιποειδών ουσιών στον εσωτερικό χιτώνα αρτηριών) στο ξενοδοχείο «Hyatt Regency», ποσοστό 10% των καπνιστών βρέθηκαν παχύσαρκοι, 35% έπασχαν από δυσλιπιδαιμία, 30% από αρτηριακή υπέρταση, ενώ στο 25% δεν βρέθηκε να συνυπάρχει άλλος παράγοντας αθηροσκλήρωσης εκτός της συνήθειας του καπνίσματος.
Εξάλλου, το 82% των ατόμων που προσήλθαν επρόκειτο για πολύ εξαρτημένους καπνιστές και το 78% αυτών ήταν απολύτως έτοιμοι, σύμφωνα, πάντα, με το ερωτηματολόγιο που συμπλήρωσαν, να διακόψουν το κάπνισμα. Σκοπός της έρευνας ήταν να διερευνηθεί η σχέση του καπνίσματος με τους άλλους παράγοντες αθηροσκλήρωσης. Συμμετείχαν 220 άτομα, ηλικίας από 30 έως 60 ετών, εκ των οποίων 123 γυναίκες και 97 άνδρες. Τις πρώτες δέκα μέρες της θεραπείας χορηγήθηκε βουπροπιόνη των 150 mg/ημερησίως και στη συνέχεια η δόση αυξήθηκε σε 300mg/ημερησίως για δύο μήνες.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των νέων ατόμων που παθαίνουν έμφραγμα του μυοκαρδίου είναι καπνιστές. Οσον αφορά στις καπνίστριες που κάνουν χρήση αντισυλληπτικών διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να πάθουν καρδιαγγειακό επεισόδιο. Επίσης, το κάπνισμα εγκυμονεί περισσότερους κινδύνους για τις γυναίκες που πάσχουν συγχρόνως και από σακχαρώδη διαβήτη.
ΑΠΕ-ΜΠΕ