Κόσμος
Πέμπτη, 09 Μαΐου 2019 09:00

Die Welt: Αποφεύγουν την Τουρκία και οι ριψοκίνδυνοι επενδυτές

Οι οικονομικές επιπτώσεις της ακύρωσης του εκλογικού αποτελέσματος στην Κωνσταντινούπολη, η στάση των Βρυξελλών στο αμερικανικό εμπάργκο έναντι του Ιράν και η προβληματική ιταλική οικονομία ως απειλή για την Ε.Ε., είναι τα θέματα στα οποία επικεντρώνει ο γερμανικός Τύπος.

Οι οικονομικές επιπτώσεις της ακύρωσης του εκλογικού αποτελέσματος στην Κωνσταντινούπολη, η στάση των Βρυξελλών στο αμερικανικό εμπάργκο έναντι του Ιράν και η προβληματική ιταλική οικονομία ως απειλή για την Ε.Ε., είναι τα θέματα στα οποία επικεντρώνει ο γερμανικός Τύπος.

«Δύο πράγματα δρουν αποτρεπτικά ακόμα και για τους πλέον ριψοκίνδυνους επενδυτές: ένα αβέβαιο καθεστώς ιδιοκτησίας και η προφανής αυθαιρεσία», γράφει η ιστοσελίδα της εφημερίδας Die Welt με τίτλο «Ακόμα και ριψοκίνδυνοι επενδυτές γυρνούν την πλάτη στην Τουρκία»:

Έτσι εξηγείται γιατί όλο και περισσότεροι επενδυτές εγκαταλείπουν πλέον την Τουρκία μετά την απόφαση για ακύρωση του αποτελέσματος των δημοτικών εκλογών στην Κωνσταντινούπολη. Οι αγορές αντιδρούν νευρικά στην είδηση με αποτέλεσμα η συναλλαγματική ισοτιμία της τουρκικής λίρας να πέσει περίπου κατά 2%. Παράλληλα το επιτόκιο του δεκαετούς ομολόγου του τουρκικού δημοσίου εκτοξεύθηκε στο 20%. Την ίδια στιγμή ο δείκτης του χρηματιστηρίου Κων/πολης μειώθηκε περισσότερο από 2% στο χαμηλότερο επίπεδο από τις αρχές Ιανουαρίου.

Μαζί με το αργεντίνικο πέσο η τουρκική λίρα είναι φέτος το πλέον αδύναμο νόμισμα διεθνώς, μια και σε σχέση με το δολάριο απώλεσε ήδη το 16% της αξίας της. Τίποτα δεν δείχνει ότι η ελεύθερη πτώση θα σταματήσει. Η αμερικανική επενδυτική τράπεζα Goldman Sachs εκτιμά ότι μέσα σε ένα χρόνο οι Τούρκοι θα πρέπει να καταβάλλουν 7 λίρες για ένα δολάριο. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στην λεγόμενη «δολαριοποίηση» της τουρκικής οικονομίας. Την ώρα που ολοένα και περισσότεροι επενδυτές αποσύρονται από την Τουρκία όλο και περισσότεροι Τούρκοι ανταλλάσουν τις λίρες που έχουν στην κατοχή τους με δολάρια.

«Εγερτήριο μήνυμα για την Ευρώπη»

«Από κοινού με τη Ρωσία και την Κίνα η Ε.Ε θα πρέπει να αντιδράσει στο αμερικανικό εμπάργκο πετρελαίου κατά της Τεχεράνης και να συνεχίσει να προμηθεύεται ιρανικό πετρέλαιο, να εξάγει βιομηχανικά προϊόντα στη δεύτερη σε ισχύ οικονομία του Κόλπου και να διεκπεραιώνει, μέσω των ευρωπαϊκών τραπεζών, τις χρηματικές συναλλαγές με το Ιράν, παρατηρεί η Handelsblatt σε άρθρο με τίτλο «Εγερτήριο μήνυμα για την Ευρώπη»:

Σε περίπτωση που η Τεχεράνη αποχωρήσει από τη συμφωνία για το πυρηνικό της πρόγραμμα και το θέσει και πάλι σε εφαρμογή τότε η κατάσταση στον Κόλπο οδηγείται σε κλιμάκωση. Τόσο οι ΗΠΑ, όσο και το Ισραήλ δεν θα αφήσουν αναπάντητη μια αποχώρηση του Ιράν. Η Ε.Ε οφείλει να αναλάβει πρωτοβουλία για την επιβίωση της συμφωνίας, η οποία εγγυάται την ειρήνη και την σταθερότητα. Διαφορετικά οδηγούμαστε ταχύτατα σε ένα νέο πόλεμο του Κόλπου. Κι ας είναι ακόμα εμφανή τα σημάδια των δύο προηγούμενων πολέμων από τις ισλαμιστικές τρομοκρατικές επιθέσεις και σε ευρωπαϊκό έδαφος. Πρωταρχικός στόχος τώρα είναι η αποκλιμάκωση και το εμπόριο που προάγει την αλληλεξάρτηση και κατά συνέπεια τους δεσμούς. Για να επιτευχθεί αυτό όμως η ΕΕ θα πρέπει να υιοθετήσει μια ενιαία και αποφασιστική στάση.

«Ο Ιταλός ασθενής»

«Από τότε που λαϊκιστές ανέλαβαν τα ηνία στην Ιταλία εντείνονται οι αμφιβολίες για το ιδρυτικό κράτος-μέλος της Ε.Ε. Στην απρόβλεπτη στάση της Ρώμης στην εξωτερική πολιτική έρχονται να προστεθούν τα σημαντικά οικονομικά προβλήματα, γράφει η Handelsblatt με τίτλο «Ο Ιταλός ασθενής».

Η οικονομική εφημερίδα σημειώνει: «Οι κίνδυνοι που απορρέουν από την ιταλική οικονομία αποτελούν αναμφίβολα απειλή για την ΕΕ. Ακόμα και το ζήτημα των κόκκινων δανείων παραμένει μέχρι σήμερα χωρίς λύση. Στον προεκλογικό αγώνα ενόψει ευρωεκλογών ο υπ. Εσωτερικών Ματέο Σαλβίνι υπόσχεται ότι θα μεταβεί στις Βρυξέλλες για να αλλάξει τους κανόνες, κυρίως εκείνους που αφορούν τον προϋπολογισμό. Αρκετοί ιταλοί πολιτικοί επικρίνουν την απουσία ιταλικής επιρροής στις Βρυξέλλες. Κανείς όμως δεν σκέπτεται ότι το γεγονός αυτό οφείλεται στις σοβαρές αδυναμίες τις ιταλικής οικονομίας».