Απόψεις
Δευτέρα, 06 Μαΐου 2019 10:50

Προεκλογικός καβγάς και οικονομία

Μολονότι η τελική ευθεία προς τις εκλογές της 26ης Μαΐου - ευρωεκλογές και περιφερειακές/δημοτικές, όμως υποδηλωτικές των ισορροπιών που θα εκδηλωθούν στις εθνικές κάλπες- έχει φορτωθεί με ό,τι πιο παραδοσιακά «πολιτικό» (ψήφος μομφής για την επίθεση Πολάκη κατά Κυμπουρόπουλου που μετεξελίσσεται σε ψήφο εμπιστοσύνης, συνεχιζόμενη ανάδευση του βάλτου των σκανδάλων, επαναφορά του τρομερού απόηχου της πολύνεκρης πυρκαγιάς στο Μάτι), η καημένη η οικονομία δεν παύει να διεκδικεί τον δικό της ρόλο, γράφει ο Αντώνης Παπαγιαννίδης.

Από την έντυπη έκδοση 

Tου Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]

Μολονότι η τελική ευθεία προς τις εκλογές της 26ης Μαΐου - ευρωεκλογές και περιφερειακές/δημοτικές, όμως υποδηλωτικές των ισορροπιών που θα εκδηλωθούν στις εθνικές κάλπες- έχει φορτωθεί με ό,τι πιο παραδοσιακά «πολιτικό» (ψήφος μομφής για την επίθεση Πολάκη κατά Κυμπουρόπουλου που μετεξελίσσεται σε ψήφο εμπιστοσύνης, συνεχιζόμενη ανάδευση του βάλτου των σκανδάλων, επαναφορά του τρομερού απόηχου της πολύνεκρης πυρκαγιάς στο Μάτι), η καημένη η οικονομία δεν παύει να διεκδικεί τον δικό της ρόλο.

Η κυβέρνηση μπορεί να επικαλεσθεί την απόφαση του ESM για εκταμίευση του σχεδόν 1 δισ. ευρώ από τα κέρδη ΕΚΤ και Κεντρικών Τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα και από την εξάλειψη του step-up επιτοκίου, συν την προώθηση για μερική αποπληρωμή του «ακριβού» δανεισμού από ΔΝΤ, συν την αναβάθμιση κατά μία βαθμίδα από την DBRS σε ΒΒ (low) από Β (high), που ήρθε να αντισταθμίσει την επιφυλακτικότερη S&P η οποία μας κράτησε σταθερά στο (δικό της) Β+ [Η καναδέζικη DBRS είναι η συγκριτικά junior των άλλων τριών - Fitch, S&P και Moody’s, κατ’ ανερχόμενη τάξη. Junior μπορεί να είναι, αλλά ανήκει (και) στο Carlyle Group και την Warburg οπότε… αυτό μετράει! Για DBRS και Fitch μεσολαβούν δύο κλικ μέχρι να φτάσει η πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας σε investment grade, για τους άλλους τρία.]

Η αντιπολίτευση, πάλι, νομιμοποιείται να φέρει στο προσκήνιο τη δική της τακτική πρωτοβουλία για προ-συζήτηση γύρω από την κατάργηση της μείωσης του αφορολογήτου (βέβαια, εδώ υπάρχει μια εμπλοκή: η αξιωματική αντιπολίτευση/Ν.Δ. καταθέτει τώρα τροπολογία, αλλά η ελάσσων αντιπολίτευση/ΚΙΝΑΛ διαμαρτύρεται ότι είχε προλάβει με δική της πρωτοβουλία από τον Φεβρουάριο, το ΚΚΕ παρομοίως, ενώ η κυβέρνηση θυμίζει ότι έχει δεσμευθεί ότι στη δική της βάρδια μείωση του αφορολογήτου από 1/1/2020 δεν θα ισχύσει όπως δεν ίσχυσε και η περικοπή των συντάξεων από 1/1/2019), κυρίως όμως να επικαλείται το μείζον ζήτημα της μείωσης του στόχου 3,5% για πρωτογενές πλεόνασμα με τον προϋπολογισμό του 2021. Εδώ, το πράγμα σοβαρεύει.

Σιγά-σιγά ο προεκλογικός καβγάς αρχίζει να αποκτά (και) κάτι που θυμίζει περιεχόμενο. Τι εννοούμε; Ότι το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής που κυοφορείται, προνοεί για υπέρβαση του στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος του 3,5% κατά 0,6% του ΑΕΠ φέτος, κατά 0,4% το 2020, κατά 0,6% το 2021 και 1,1% το 2022 - συνολικά δηλαδή για δημιουργία δημοσιονομικού χώρου 2,7% του ΑΕΠ σε αυτό το βάθος χρόνου. Μεταφράζεται αυτό δε κάπου 5,5 δισ. ευρώ: εξαρτάται και από το τι ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ θα πιάσουμε: ήδη από το 2,5% για φέτος υπάρχει υποχώρηση στο 2,3%. 

Εν τω μεταξύ, αν κανείς πάρει και προσθέσει το κόστος της διατήρησης του αφορολογήτου, την επαναφορά 13ης σύνταξης με κάποια μορφή, την υποχώρηση του ΦΠΑ κατά μία μονάδα και την πρόσθετη υποχώρηση ειδικά για την εστίαση, το «άγγιγμα» του βασικού συντελεστή ΦΕΦΠ και του φόρου εταιρειών καθώς και το ψαλίδισμα του ΕΝΦΙΑ (τα κύρια συζητούμενα μέτρα σε επίπεδο κυβέρνησης, να δούμε «τι θα κάτσει») καταλήγει με κάτι σαν 4 δισ. αν ισχύσουν παράλληλα. Και ύστερα, «φορτώνει» το άθροισμα χρόνο τον χρόνο! Αλλά χρειάζεται να αποσβεσθεί και το σοκ από τις -έστω και τμηματικές…- αποπληρωμές των επιδικαζομένων από τη Δικαιοσύνη αναδρομικών σε συνταξιούχους και σε ευρισκόμενους υπό τη σωτήρια ομπρέλα του κράτους.

Η σαββατιάτικη συνάντηση Τσίπρα-Τσακαλώτου-Αχτσιόγλου, που θα συνειδητοποιήσουμε σιγά-σιγά (είναι μορφή άσκησης πολιτικής κι αυτή…) πώς ισορρόπησαν όλα τα παραπάνω, μαζί και με τις 120 δόσεις για τις οφειλόμενες εισφορές προς τα ασφαλιστικά ταμεία και τις (κλιμακούμενες) 18 έως 120 δόσεις προς την εφορία θα αποτελέσει την ουσιαστική πρόταση της μεταμνημονιακής πορείας της κυβέρνησης. Η ψήφιση των (έως) 120 δόσεων ελπίζεται/προσδοκάται ότι δεν θα λύσει μόνον τον βρόχο μεγάλου αριθμού οφειλετών (εδώ 60-80.000 επαγγελματίες δεν μπορούσαν να βγουν στη σύνταξη), αλλά θα αποκαταστήσει μια λογική ροή πόρων προς ΕΦΚΑ και εφορία, που είχε στερέψει «εν αναμονή».

Απέναντι, διακριτά απέναντι, έρχεται λοιπόν η πρόταση Μητσοτάκη για επαναδιαπραγμάτευση (μόνο που δεν το λέμε έτσι, τζιζ!) των πρωτογενών πλεονασμάτων, με την προσδοκία ότι ένα εμπροσθοβαρές/front-loaded πακέτο φορολογικών ελαφρύνσεων θα βάλει μπρος/θα kick-start την ανάπτυξη, ώστε να πιαστεί κάτι πάνω από 3%. Τι απ’ αυτά θα συζητηθεί, μέσα στον θόρυβο των αλληλοκαταγγελιών; Πιο σοβαρά: τι ΔΕΝ θα ψηφίσει η αντιπολίτευση από τα προσαγόμενα; 

Και… ποιος θα εξηγήσει τι σημαίνει π.χ. νομοθέτηση του αιτιολογημένου των απολύσεων στην ελληνική πραγματικότητα;