Η Σοφία Φιλιππίδου ανεβάζει τη «Μελάχρα» του Παντελή Χορν στο θέατρο Σταθμός. Η παράσταση «Μελάχρα ή Το Λουλούδι της Φωτιάς» κάνει πρεμιέρα στις 6 Μαΐου στο θέατρο Σταθμός, όπου θα ανεβαίνει για λίγες παραστάσεις -έως και τις 28 του μήνα [Βίκτωρος Ουγκώ 55, Αθήνα].
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Η Σοφία Φιλιππίδου ανεβάζει τη «Μελάχρα» του Παντελή Χορν στο θέατρο Σταθμός. Η παράσταση «Μελάχρα ή Το Λουλούδι της Φωτιάς» κάνει πρεμιέρα στις 6 Μαΐου στο θέατρο Σταθμός, όπου θα ανεβαίνει για λίγες παραστάσεις -έως και τις 28 του μήνα [Βίκτωρος Ουγκώ 55, Αθήνα].
Η παράσταση ήταν μια καλή αφορμή να μιλήσουμε με την αγαπημένη, σπουδαία ηθοποιό, σκηνοθέτη και συγγραφέα Σοφία Φιλιππίδου.
Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια για την υπόθεση του έργου;
«Βρισκόμαστε σε ένα τσιγγανοχώρι, στις αρχές του 20ού αιώνα στην Ελλάδα. Ο γέρος τσιγγάνος Τεμέλκος ο σιδηρουργός, έχει στήσει την καλύβα του με το καμίνι του δίπλα στο δάσος, κάπου στη φύση και δουλεύει το σίδερο και τον μπρούντζο για να φτιάξει σιδεριές, σκάρες, κλειδαριές και άλλα χρηστικά αντικείμενα και να τα πουλήσει στα γύρω χωριά. Έχει για γυναίκα του την -κατά πολύ μικρότερη- Περουζέ και έναν εικοσάχρονο παραγιό βοηθό στη δουλειά. Η γυναίκα του Περουζέ ερωτεύεται και συνάπτει σχέση με τον -κατά πολύ νεότερό της- ψυχογιό. Δίπλα στην καλύβα του Τεμέλκου ζει η μάγισσα Βενετιά με τον γιο της Γιάσσαρη -γιο του λήσταρχου Ταμέρλου, που έχει πάρει την αγριάδα του πατέρα του. Ο Γιάσσαρης θέλει κι αυτός να πάρει στην σπηλιά του την Περουζέ -γυναίκα του του γεροΤεμέλκου, αλλά εκείνη τον αποστρέφεται. Λίγο έξω από την καλύβα, στην κουφάλα ενός δέντρου, ζει ο κακοφορμισμένος πρώην κατάδικος Αγγούπης, που ζει από θελήματα και είναι επίσης ερωτευμένος τρελά με την όμορφη Περουζέ. Στα γύρω χωριά περιοδεύει ένας θίασος, όπου πρωταγωνιστεί η χορεύτρια και θεατρίνα Μελάχρα. Μια μέρα πηγαίνει στην παράσταση ο Νέδος με την Βενετιά και έκτοτε ο Νέδος ερωτεύεται την Μελάχρα, που παίζει εκεί την βασιλοπούλα. Η Μελάχρα, που έχει δει τα μάτια του νεαρού Νέδου να την κοιτάζουν, το σκάει από τον θίασο και πάει στην καλύβα να τον ψάξει. Τον βρίσκει και τον ερωτεύεται. Από κει και πέρα αρχίζει το παιχνίδι της μοίρας. Η Περουζέ ζηλεύει τρελά και σχεδιάζει τη δολοφονία της Μελάχρας…».
Ποια κεντρικά θέματα διαπραγματεύεται στον πυρήνα του;
«Τα κεντρικά θέματα είναι η έξοδος του δράματος στη φύση, η πρωτόγονη και “ελεύθερη” ζωή, τα ήθη και τα έθιμα των τσιγγάνων που είναι πιο κοντά στην φύση: ο παγανισμός, η μαγεία, η αλχημεία. Η έκφραση της σεξουαλικής επιθυμίας με απλοϊκό, αλλά και με συμβολικό τρόπο. Η παράδοση, το όνειρο, το παραμύθι. Τέλος, η μοίρα και το βιολί της μοίρας, που όταν εκείνο παίζει, η γυναίκα υποτάσσεται στον άντρα… Και ακόμη, τα άγρια ανθρώπινα πάθη, όπως ο απαγορευμένος έρωτας, η λαγνεία, η ζήλεια, η εκδίκηση και οι μανιασμένες μοίρες -κάτι σαν ερινύες- που καταδιώκουν την ταραγμένη ανθρώπινη φύση, όταν εκείνη τυφλώνεται από το πάθος της αγάπης χωρίς ανταπόκριση. Και πως ο άνθρωπος, εν τέλει, δεν μπορεί να ξεφύγει εύκολα από το πεπρωμένο και τον κλοιό της μοίρας».
Μια περιγραφή σας για τη Μελάχρα;
«Η Μελάχρα είναι κόρη της προφήτισσας Ζουχραέ και έχει κληρονομήσει το χάρισμα της μάνας της. Από τη μια είναι θεατρίνα από την άλλη έχει μια τρέλα, ένα χάσιμο και μια γοητεία λόγω επικοινωνιακού ταλέντου και ξέρει να “μαγεύει” τους άντρες. Στο πρόσωπό της, ο νεαρός εικοσάχρονος Νέδος βρίσκει τη βασιλοπούλα του παραμυθιού, και την ερωτεύεται αγνά, με πάθος. Ονειρεύεται όπως στα παραμύθια να γίνει κι αυτός άντρας γενναίος, να σκοτώσει τους κακούς και να πάρει την Μελάχρα για πάντα δική του για να ζήσει το όνειρο και να φύγει από τη δούλεψη του αφεντικού του και την αγκαλιά της Περουζέ. Όμως, η Μελάχρα είναι τελικά πολύ πιο ώριμη από την ηλικία της. Από την μια “χάνεται” όταν έρχεται σε επαφή με τη φύση και τη μαγεία του δειλινού τον Μάιο, από την άλλη το δυνατό ένστικτο επιβίωσης την κάνει να αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο και να μυρίζεται τα κακά προμηνύματα. Γνωρίζει, επίσης, πως τα βασιλόπουλα και οι βασιλοπούλες υπάρχουν μόνο στα παραμύθια… Καταφέρνει, τέλος, να επιβιώσει και να γλυτώσει και τη ζωή του Νέδου από τον Γιάσσαρη, και τον εαυτό της από τα νύχια της Περουζέ -κάνοντας έξυπνους ελιγμούς- αλλά πέφτει στα χέρια της αναπόδραστης μοίρας που σχεδιάζει, όπως και η ζωή, τους ίδιους κύκλους και τα ίδια θεατρικά αλλά ψυχολογικά κλειστά τρίγωνα, μέσα στα οποία ο άνθρωπος εγκλωβίζεται κι από όπου κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει».
Τι σας προσέλκυσε στην επιλογή του συγκεκριμένου ανεβάσματος;
«Με μαγεύει η υπόθεση και τα θέματα που διαπραγματεύεται. Θεωρώ το έργο σπουδαίο, αγαπώ τον Παντελή Χορν που γνώρισα μέσα από το σπαραχτικό “Φιντανάκι” -που ανέβασα, επίσης, πριν χρόνια στο ΔΗΠΕΘΕ Ρόδου. Θεωρώ πως το έργο είναι παρεξηγημένο, γιατί όταν ανέβηκε το 1909 από τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη κρίθηκε αυστηρά και κατέβηκε σε τέσσερις μέρες. Ας πούμε, θέλω να αναδείξω τις χάρες και τα χαρίσματά του και να είμαι αντάξια του μεγάλου ταλέντου του Παντελή Χορν και της αγάπης του για το νεοελληνικό και παγκόσμιο θέατρο».
Πρωτοπαίχτηκε το 1909. Μέσα από ποια στοιχεία διατηρεί το διαχρονικό του ενδιαφέρον;
«Μέσα από την ένταση των συναισθημάτων των χαρακτήρων, που τα συναντάμε στην αρχαία δραματική ποίηση, στους θρύλους και στα παραμύθια και στο ευρωπαϊκό θέατρο, μέχρι σήμερα. Επιπλέον, το έργο έχει στοιχεία μιας πρωτόγονης απλότητας ή απλοϊκής σκέψης δεμένης με την παράδοση των ηθών που ίσως τείνει να εξαφανιστεί στις μέρες μας και μέσα στην καθημερινότητά μας, αλλά που επανέρχεται δυναμικά με παραμυθένια μορφή στα αμερικανικά κόμικς, στα έργα με ζώα, με βασιλοπούλες και μάγισσες, με πουλιά και διαπλανητικούς παράξενους ήρωες που έχουν ακόμη στενή σχέση με δυνάμεις του ενστίκτου, της παράδοσης, της επιβίωσης, και καλή επαφή με τη φύση και τη μεταφυσική».
Κάποιο σχόλιο για τη σκηνοθετική σας προσέγγιση;
«Επειδή αγαπώ το έργο και σέβομαι τον συγγραφέα του, ο οποίος πέθανε πικραμένος, προσπαθώ να μη τον προδώσω. Να αναδείξω την εξυπνάδα και τη δεξιοτεχνία του συγγραφέα να φτιάχνει διάλογους στη δημοτική γλώσσα που είναι κομμένοι και ραμμένοι για τους χαρακτήρες που φτιάχνει, τρίγωνα όμοια με αυτά του Ίψεν και δαιδαλώδεις πλοκές. Από τη άλλη, επιθυμώ, αναμειγνύοντας τα υλικά του συγγραφέα με άλλα δικά μου και άλλων ποιητών -Ζενέ, Λόρκα, Μπωντλαίρ- να στήσω, σαν τους αλχημιστές, έναν αλχημιστικό γάμο!».
Πείτε μας μια ατάκα ή περιγράψτε μας μια σκηνή του έργου. Ό,τι σας έρθει πρώτο στον νου.
«Η τσιγγανοπούλα μελαχρινή Μελάχρα μπαίνει στη σκηνή τρέχοντας, σαν άλλη Χίλντε από τον “Αρχιμάστορα Σόλνες”, φωνάζοντας: “βοήθεια, βοήθεια, σώσε με, με κυνηγάνε, βοήθεια”. Ο νεαρός Νέδος αναγνωρίζει τη φωνή της, όμως εκείνη, στην παράσταση με τους θεατρίνους ήταν ξανθιά όταν έπαιζε την βασιλόπουλα και ο Νέδος παρακολούθησε την παράσταση… Ο Νέδος, μετά από κάμποση ώρα -και αφού παίζουν οι δυο τους με έναν εξαιρετικά απλό, νεανικό διάλογο-, την αναγνωρίζει και απορεί: “Εσύ είσαι λοιπόν! Μα τα μαλλιά;”. “Ήταν ψεύτικα μαλλιά φιλαράκο μου”, απαντάει εκείνη, “και τα στολίδια μου χάντρες και βασιλόπουλο ο θιασάρχης μας ο Δούρος -που με φιλούσε και μύριζε ρακί… Mα, εγώ, να στο πω; Τα μάτια μου, ήταν καρφωμένα απάνω σου…”».
Πλούσια η καλλιτεχνική σας διαδρομή. Υπάρχει κάποια περίοδος, κάποια στιγμή της που αγαπάτε ιδιαίτερα;
«Αγαπώ πολύ την απόφασή μου να ανεβάσω μόνη μου, και με δικά μου έξοδα, τη νουβέλα του Χέρμαν Μέλβιλ “Μπάρτλεμπυ ο γραφιάς”, την οποία διασκεύασα για το θέατρο με την επίβλεψη του Μένη Κουμανταρέα πάνω στη δική του μετάφραση. Ο φτωχός, ισχνός ήρωας γραφιάς στη Γουώλ Στριτ, στις αρχές του 20ού αιώνα, που με την παροιμιώδη φράση του: “Θα προτιμούσα όχι”, τρέλανε τους πάντες, με ενέπνευσε τόσο που μου έδωσε δύναμη και φτερά. Γενικά, η περίοδος κάποιας σχετικής ανεξαρτησίας της τελευταίας δεκαετίας -μέσα στην κρίση- που αναλαμβάνω δικές μου δουλειές είναι δύσκολη βέβαια, αλλά πιο κοντά στα όνειρά μου και την ιδιοσυγκρασία μου».
Κάτι που σας φτιάχνει τη διάθεση;
«Οι καταιγίδες, ο δυνατός ήλιος που στεγνώνει γρήγορα τα ρούχα, το αεράκι του καλοκαιριού που δροσίζει τα μάγουλα σαν απαλό χάδι..., μια κρύα μπύρα στις 3 το μεσημέρι, το καλοκαίρι…».
Κάτι που τη χαλά;
«Τα επικοινωνιακά προβλήματα που αντιμετωπίζω στη ζωή και τη δουλειά μου, όταν δεν θέλουν, δεν μπορούν ή δεν τους συμφέρει να με καταλάβουν και, επίσης, αυτό που κανείς δεν παίρνει την ευθύνη».
Μια αγωνία σας;
«Ότι δε θα προλάβω να τελειώσω το “εργόχειρό” μου».
Μια ευχή σας;
«Να μη σταματήσω να δημιουργώ και να μη σταματήσω να απορώ!».
Ταυτότητα Παράστασης
Σκηνοθεσία /δραματουργική επεξεργασία: Σοφία Φιλιππίδου
Μουσική: Ματούλα Ζαμάνη
Σκηνικά /Κοστούμια: Σοφία Φιλιππίδου
Συνεργάτες σκηνογραφίας: Λία Ασβεστά και Κ.Φ.
Συνεργάτης ενδυματολογικού: Μάγδα Καλορίτη
Χορογραφίες: Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος
Φωτισμοί: Κώστας Αγγέλου
Βοηθός σκηνοθέτη: Σοφία Καστρησίου
Βοηθός σκηνογράφου/ Μάσκες: Γιώργης Παρταλίδης
Παίζουν με σειρά εμφάνισης: Τατιάνα Μελίδου, Γιώργης Παρταλίδης, Ντίνος Φλώρος, Έλενα Μεγγρέλη, Θωμάς Καζάσης, Ρήνος Τζάνης, Δήμητρα Δερζέκου, Σπύρος Δούρος.