Η ψυχρή καταγραφή των γεγονότων έχει ως εξής: και το 2017 και το 2018 η Ελλάδα είχε υποχρέωση να εμφανίσει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 3,5%, καθώς αυτό είχε συμφωνηθεί με τους θεσμούς.Το 2017 μοιράστηκε λίγο πριν από τα Χριστούγεννα το έκτακτο μέρισμα και απέμεινε και «περίσσευμα», καθώς το πρωτογενές πλεόνασμα έκλεισε τελικώς στο 3,9% του ΑΕΠ, γράφει ο Θάνος Τσίρος.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Η ψυχρή καταγραφή των γεγονότων έχει ως εξής: και το 2017 και το 2018 η Ελλάδα είχε υποχρέωση να εμφανίσει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 3,5%, καθώς αυτό είχε συμφωνηθεί με τους θεσμούς.
Το 2017 μοιράστηκε λίγο πριν από τα Χριστούγεννα το έκτακτο μέρισμα και απέμεινε και «περίσσευμα», καθώς το πρωτογενές πλεόνασμα έκλεισε τελικώς στο 3,9% του ΑΕΠ. Μια από τα ίδια και το 2018: μας ζήτησαν πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%, εμείς το φτάσαμε πάνω από το 5% -υπερφορολογώντας, κόβοντας επενδύσεις και αναβάλλοντας πληρωμές-, μοιράσαμε την τελευταία στιγμή μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ για το έκτακτο κοινωνικό μέρισμα και τα αναδρομικά των ενστόλων και των υπολοίπων εργαζόμενων με βάση τα ειδικά μισθολόγια και εκεί που περιμέναμε ότι θα μας μείνει και ένα περίσσευμα περίπου 885 εκατ. ευρώ, αυτό έφτασε τελικώς στο 1,45 δισ. ευρώ.
Χαράς ευαγγέλια; Σίγουρα όχι γι’ αυτόν που πληρώνει αυτά τα υπερπλεονάσματα. Τίποτα στον κόσμο δεν είναι δωρεάν και σίγουρα η εντυπωσιακή δημοσιονομική επίδοση δεν αποτελεί την εξαίρεση.
Αυτό το 20% των φορολογουμένων που καταβάλλει κάθε χρόνο το 90% των φόρων, γιατί να καμαρώνει για την εθνική επιτυχία; Αυτό το 10% των επιχειρήσεων που καταβάλλει πάνω από το 80% του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων ενδεχομένως να ακύρωσε επενδύσεις ή να ανέστειλε προσλήψεις, γνωρίζοντας ότι ο ετήσιος προϋπολογισμός περιλαμβάνει ένα «βουνό» από επιβαρύνσεις οι οποίες θα μπορούσαν να αποφευχθούν αν γινόταν καλύτερος δημοσιονομικός σχεδιασμός.
Ο μικρός, μεσαίος ή μεγάλος προμηθευτής του Δημοσίου, ενδεχομένως να είχε περισσότερη δουλειά μέσα στο 2018 αν δεν ψαλιδιζόταν με τόσο βίαιο τρόπο το πρόγραμμα των δημοσίων επενδύσεων. Και ο απλήρωτος προμηθευτής του Δημοσίου ίσως να είχε κάνει διαφορετικά σχέδια αν γνώριζε ότι το Δημόσιο θα τον πλήρωνε στην ώρα του.
Δύο χρόνια τώρα, το «πάθημα» της παραγωγής πλεονασμάτων πέραν κάθε προγραμματισμού και φαντασίας δεν έγινε μάθημα. Ασφαλώς, ποτέ δεν είναι αργά. Τουλάχιστον ας συνειδητοποιήσουμε τώρα -εντός και εκτός Ελλάδας- ότι τα υπερπλεονάσματα μόνο φάρμακο διά πάσαν νόσο δεν είναι.