Ανατρέχοντας στα προηγούμενα χρόνια και στις πολιτικές που υιοθετήθηκαν από τις εκάστοτε κυβερνήσεις εντός μνημονίων, οι φράσεις «απελευθέρωση» και «μείωση δαπανών», είναι αυτές που συνειρμικά έρχονται πρώτες στην σκέψη μας. Εννέα χρόνια μετά όμως, η εμπειρία έχει δείξει ότι ούτε το ένα μέτρο ούτε το άλλο έχει αποδώσει. Η μείωση των δαπανών τόσο δημοσιονομικά όσο και στον χώρο της υγείας φαίνεται ότι επηρέασε τα νούμερα προς το χειρότερο.
Του Απόστολου Βαλτά
Ανατρέχοντας στα προηγούμενα χρόνια και στις πολιτικές που υιοθετήθηκαν από τις εκάστοτε κυβερνήσεις εντός μνημονίων, οι φράσεις «απελευθέρωση» και «μείωση δαπανών», είναι αυτές που συνειρμικά έρχονται πρώτες στην σκέψη μας. Εννέα χρόνια μετά όμως, η εμπειρία έχει δείξει ότι ούτε το ένα μέτρο ούτε το άλλο έχει αποδώσει. Η μείωση των δαπανών τόσο δημοσιονομικά όσο και στον χώρο της υγείας φαίνεται ότι επηρέασε τα νούμερα προς το χειρότερο.
Στην έκθεση του ΟΟΣΑ για το «Προφίλ Υγείας 2017» της χώρας μας, αποτυπώνεται ότι ενώ οι δημογραφικοί και κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες έχουν επιδεινωθεί λόγω της κρίσης (κατά κεφαλήν ΑΕΠ 19.700 ευρώ με μέσο όρο στην Ε.Ε. 28.900, δείκτης σχετικής φτώχειας 15,0% - Ε.Ε. 10,8%, πληθυσμός άνω των 65 ετών 20,9% -Ε.Ε. 18,9%, δείκτης γονιμότητας 1,3 -Ε.Ε. 1,6), η κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας/έτος είναι 1.650 ευρώ (μειωμένη κατά 28% σε σχέση με το 2009), δηλαδή στα 2/3 της αντίστοιχης της Ε.Ε., ενώ την ίδια στιγμή οι άμεσες πληρωμές από τους ασθενείς στο σύνολο των δαπανών υγείας είναι στο 35%, με μέσο όρο της Ε.Ε. το 15%.
Σε αντιδιαστολή ενώ το προσδόκιμο ζωής αυξάνεται σταθερά (81,1 έτη), μειώνεται ο χρόνος που διανύεται με καλή υγεία εξαιτίας της αύξησης των καρδιαγγειακών νοσημάτων και του καρκίνου, αλλά και λόγω της επιβάρυνσης της υγείας του πληθυσμού από παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με τη συμπεριφορά (κάπνισμα, διατροφή, έλλειψη σωματικής άσκησης, παιδική παχυσαρκία, κατάχρηση αλκοόλ) ή άλλους κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες (ανεργία, φτωχοποίηση, «ανθυγιεινές» συνθήκες ζωής και εργασίας, υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος κ.λπ.).
Τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν ότι η μείωση των δαπανών στα αποζημιούμενα φάρμακα και οι συνεχείς αυξήσεις των τιμών των μη αποζημιούμενων φαρμάκων έχουν ως αποτέλεσμα την επιδείνωση των δεικτών υγείας του πληθυσμού.
Διακρίνει λοιπόν κανείς το άστοχο των «απελευθερώσεων» και των προσπαθειών των «μειώσεων των δαπανών». Στα πλαίσια των απελευθερώσεων πολυδιαφημίσθηκε η απελευθέρωση της τιμής των ΜΥΣΥΦΑ (4254/2014).
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία τα χαρακτηριζόμενα ως μη - υποχρεωτικώς συνταγογραφούμενα φάρμακα (ΜΥΣΥΦΑ) ή μη συνταγογραφούμενα φάρμακα (ΜΗΣΥΦΑ), αποτελούν το 36% της παγκόσμιας αγοράς φαρμάκου και αντιπροσωπεύουν ποσό το οποίο ανέρχεται στα 29 δισ. ευρώ.
Το αποτέλεσμα αυτής της «πρωτοβουλίας» των τεχνοκρατών ήταν οι τιμές των ΜΥΣΥΦΑ να πάρουν την ανιούσα και τελικά τίθεται υπό αμφισβήτηση και η διεισδυτικότητα της πώλησης σε κανάλια διανομής εκτός των φαρμακείων. Οι αριθμοί δείχνουν πως η εν λόγω αγορά εμφανίζει μια περιορισμένη άνοδο, ενώ την προηγούμενη χρονιά είχε σημειώσει υποχώρηση στα 227 εκατομμύρια ευρώ από τα 231 εκατομμύρια που ήταν το 2016.
Από την άλλη πλευρά το παράδειγμα της Σουηδίας, όπου απαγορεύθηκε η ευρεία διάθεση της παρακεταμόλης εκτός των φαρμακείων, λόγω αύξησης των δηλητηριάσεων κατά 40% (από 1.000 κρούσματα σε 1.500), έρχεται να επιβεβαιώσει στην πράξη τον κίνδυνο που εγκυμονεί και στην Ελλάδα η απελευθέρωση των ΜΗΣΥΦΑ σε άλλα κανάλια διανομής.
Τα φάρμακα αυτά, όπως και όλα τα άλλα, έχουν σοβαρές αντενδείξεις και η άκριτη χρήση τους έχει ως αποτέλεσμα σημαντικές παρενέργειες.
Ενδεικτικά αναφέρονται τα εξής παραδείγματα:
Σύμφωνα με έρευνα του FDA στις ΗΠΑ, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό New York Times, το 2006 προκλήθηκαν 450 θάνατοι από οξεία ηπατική ανεπάρκεια, λόγω κακής χρήσης παρακεταμόλης και 790 από γαστρεντερική αιμορραγία εξαιτίας λήψης ιβουπροφένης.
Καταλήγοντας μπορούμε να πούμε κατηγορηματικά πως η διάθεση όλων αυτών των φαρμάκων δεν μπορεί να γίνεται άκριτα. Απαιτείται η συμβουλή του επιστήμονα φαρμακοποιού ή του γιατρού.
Η δημόσια υγεία είναι πολύ σημαντικό ζήτημα για να διέπεται από όρους αμιγώς ελεύθερου ανταγωνισμού. Τα μη αποζημιούμενα φάρμακα είναι φάρμακα με την πλήρη έννοια του όρου και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζονται.
Η βιομηχανία έχει χρέος να συνεργασθεί με τους επιστήμονες υγείας και η Πολιτεία να συντονισθεί με όλο το σύστημα παραγωγής και διάθεσης των φαρμάκων -είτε χαρακτηρίζονται ως συνταγογραφούμενα ή μη- με προφανή στόχο την αποτελεσματική και ασφαλή φαρμακευτική αγωγή του πληθυσμού.