Μια σημαντική διαπίστωση προκύπτει από τα στοιχεία (για το 2017) που δημοσιοποίησε πρόσφατα η ΕΛΣΤΑΤ, σχετικά με τις δαπάνες των Ελλήνων για παροχές αγαθών και υπηρεσιών υγείας, η οποία δεν είναι άλλη από την υποχώρηση των δημοσίων κονδυλίων ως ποσοστό επί του ΑΕΠ. Έτσι, ενώ το 2016 οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία ήταν στο 5,05% του ΑΕΠ, το 2017 και παρά την είσοδο της χώρας σε ικανοποιητικό ρυθμό ανάπτυξης, οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία φαίνεται ότι υποχώρησαν στο 4,9%, απέχοντας έτσι σημαντικά από την προσπάθεια να προσεγγίζουμε το 6%, που επιδιώκεται.
Του Γιώργου Σακκά
[email protected]
Μια σημαντική διαπίστωση προκύπτει από τα στοιχεία (για το 2017) που δημοσιοποίησε πρόσφατα η ΕΛΣΤΑΤ, σχετικά με τις δαπάνες των Ελλήνων για παροχές αγαθών και υπηρεσιών υγείας, η οποία δεν είναι άλλη από την υποχώρηση των δημοσίων κονδυλίων ως ποσοστό επί του ΑΕΠ. Έτσι, ενώ το 2016 οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία ήταν στο 5,05% του ΑΕΠ, το 2017 και παρά την είσοδο της χώρας σε ικανοποιητικό ρυθμό ανάπτυξης, οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία φαίνεται ότι υποχώρησαν στο 4,9%, απέχοντας έτσι σημαντικά από την προσπάθεια να προσεγγίζουμε το 6%, που επιδιώκεται.
Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ τα οποία συγκεντρώνονται σύμφωνα με το εγχειρίδιο Συστήματος Λογαριασμών Υγείας, η συνολική δημόσια χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας το 2017 διαμορφώθηκε στα 8.815 εκατ. ευρώ έναντι 8.924 εκατ. ευρώ το 2016, σημειώνοντας υποχώρηση της τάξης του 1,2%,
Την ίδια στιγμή οι ιδιωτικές δαπάνες για την υγεία δείχνουν μια σχετική σταθερότητα και το 2017 διαμορφώθηκαν στα 5.614 εκατ. ευρώ από 5.625 εκατ. ευρώ το 2016. Ακριβέστερα, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η συνολική ιδιωτική χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας παρουσίασε μείωση κατά 0,2% το έτος 2017 ως προς το έτος 2016.
Ως προς τη συμβολή του δημόσιου τομέα στη συνολική χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας, παρατηρείται μείωση από 61,1% το έτος 2016 σε 60,8% το έτος 2017, ενώ η συμβολή του ιδιωτικού τομέα στη συνολική χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας αυξήθηκε από 38,5% το έτος 2016 σε 38,7% το έτος 2017 (αφού η δημόσια δαπάνη μειώθηκε το μερίδιο της ιδιωτικής αυξήθηκε). Η σημαντική πτώση των δημοσίων δαπανών προκύπτει κυρίως από τη μείωση του τομέα της νοσοκομειακής περίθαλψης όπου η σχετική δαπάνη μειώθηκε κατά 5% στα 4.449 εκατ. ευρώ. Αντίθετα, αύξηση κατά 1,7% στα 3.274 εκατ. ευρώ παρουσιάζει η κατηγορία «Έμποροι λιανικής και λοιποί φορείς» όπου περιλαμβάνονται κυρίως τα φαρμακευτικά σκευάσματα.
Εδώ να επισημάνουμε ότι δεν θα ήταν έκπληξη αν ανέφερε κανείς ότι η Ελλάδα πάντα έπασχε στον τομέα της συλλογής ορθών στατιστικών στοιχείων που να αποτυπώνουν το τι πραγματικά συμβαίνει σε όλους τους τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας. Αυτό επιχειρήθηκε να αλλάξει και το καλοκαίρι του 2015 παρουσιάστηκε η νέα μέθοδος συγκέντρωσης στοιχείων από την ΕΛΣΤΑΤ, για τις δαπάνες στην υγεία με βάση το εγχειρίδιο Συστήματος Λογαριασμών Υγείας ΣΛΥ 2011 του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων της στον ΟΟΣΑ και την Eurostat.
Με βάση λοιπόν το εγχειρίδιο αυτό τα στοιχεία πλέον θεωρούνται ακριβεστέρα και πιο αντιπροσωπευτικά, αν και πάλι αυτό αμφισβητείται και από δημόσιους φορείς ακόμη.
Μια ακόμη επισήμανση σχετικά με τα πρόσφατα στοιχεία έχει να κάνει και με το εξής γεγονός: Για πρώτη φορά η καταγραφή των στοιχείων περιείχε αστερίσκους για τις δύο προηγούμενες χρονιές, το 2015 και το 2016, καθώς υπήρξε αναθεώρησή τους. Όμως αναθεώρηση έχει γίνει και σε βάθος χρόνου και μάλιστα από το 2009 και μετά, από τη χρονιά δηλαδή που η Eurostat έχει διαθέσιμα στοιχεία για τη χώρα.
Μελετώντας λοιπόν τα νούμερα της Eurostat, διαπιστώνεται ότι ουδέποτε η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη άγγιξε τα 5 (και πλέον) δισ. ευρώ, όπως γνωρίζαμε μέχρι σήμερα και δη για το 2009. Αν και ξεκάθαρο νούμερο δεν καταγράφεται μόνο για φάρμακα, αυτό που σημειώνεται είναι ότι τη χρονιά εκείνη, το Δημόσιο προχώρησε σε συνολικές αποζημιώσεις προς τα φαρμακεία, για φάρμακα αλλά και άλλα σκευάσματα, 4,7 δισ. ευρώ, ενώ λίγο πιο ψηλά κινήθηκαν οι αποζημιώσεις για το 2010.