Πολιτική
Σάββατο, 20 Απριλίου 2019 22:23

Γερμανικός Τύπος: Η Γερμανία να πει «ναι» στις αποζημιώσεις

Την ανάγκη να ανταποκριθεί η Γερμανία στο αίτημα του ελληνικού κοινοβουλίου για τις γερμανικές αποζημιώσεις επισημαίνουν Γερμανοί σχολιαστές, με άρθρα τους σε τρεις γερμανικές εφημερίδες: τη Frankfurter Allgemine Zeitung, τη Sueddeutsche Zeitung και τη Νeues Deutschland.

Την ανάγκη να ανταποκριθεί η Γερμανία στο αίτημα του ελληνικού κοινοβουλίου για τις γερμανικές αποζημιώσεις επισημαίνουν Γερμανοί σχολιαστές, με άρθρα τους σε τρεις γερμανικές εφημερίδες: τη Frankfurter Allgemine Zeitung, τη Sueddeutsche Zeitung και τη Νeues Deutschland.

Η Frankfurter Allgemine Zeitung (FAZ) ζητεί να μη σβηστούν με την υπεροψία του ισχυρού οι αποζημιώσεις. Όπως γράφει: «υπάρχουν Γερμανοί που αγνοούν σε πόσο μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι σήμερα η μνήμη των εγκλημάτων των ναζί/εθνικοσοσιαλιστών κατακτητών σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες - συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Επιπλέον, η χώρα χρειάστηκε περισσότερο χρόνο από άλλους για να ανακάμψει από τη "γερμανική βασιλεία του τρόμου".

Ήταν επομένως ένα θαύμα η φιλική διάθεση (των Ελλήνων) προς τη Γερμανία, η οποία σύντομα θεωρήθηκε δεδομένη. Ωστόσο, δεν ήταν συνδεδεμένη με τη λήθη εκείνων των γεγονότων που σχεδόν κάθε οικογένεια στην Ελλάδα μπορεί να διηγηθεί.

Βέβαια, και οι ίδιοι οι Έλληνες γνωρίζουν ότι η πιο πρόσφατη απαίτηση για αποζημιώσεις δεν είναι ρεαλιστική. Μια κακή συμβουλή, ωστόσο, θα ήταν να σβήσουμε με την υπεροψία του ισχυρού εντελώς από το τραπέζι τη ρηματική διακοίνωση προς τη γερμανική κυβέρνηση.

Στην επεξεργασία του παρελθόντος μας για το Τρίτο Ράιχ ανήκουν ακριβώς η προσπάθεια συμφιλίωσης και στενότερης συνεργασίας. Διότι στο ελληνικό κοινοβούλιο όλα τα κόμματα υποστηρίζουν την απαίτηση για αποζημιώσεις. Τις απορρίπτει μόνο η φασιστική "Χρυσή Αυγή". Με αυτήν οι δημοκράτες δεν πρέπει να έχουν τίποτα το κοινό» γράφει η FAZ.

Με τη σειρά της η Sueddeutsche Zeitung θεωρεί πως είναι σημαντικότερη από τις χρονοβόρες αγωγές η βοήθεια προς την Ελλάδα.

Περαιτέρω γράφει: «Σε λίγες εβδομάδες, συμπληρώνονται 75 χρόνια από τη σφαγή του Δίστομο. Τον Ιούνιο του 1944, δολοφονήθηκαν 218 άνθρωποι από μια μονάδα των SS στο μικρό χωριό που δεν απέχει πολύ από τους αρχαίους Δελφούς, συμπεριλαμβανομένων και παιδιών. Οι απόγονοι των θυμάτων έφεραν την υπόθεση στα ανώτατα δικαστήρια, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Τελικά έχασαν όλες τις δίκες για αποζημιώσεις, επειδή το διεθνές δίκαιο δεν δίνει σε ιδιώτες το δικαίωμα να τις διεκδικήσουν. Αλλά η μακρά σειρά των δικών είχε ως αποτέλεσμα να έχει γίνει γνωστό το θέμα της φρικώδους ναζιστικής κατοχής της Ελλάδα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, της οποίας το Δίστομο αποτελεί ορόσημο και έχει γίνει συνείδηση σε ένα ευρύτερο κοινό στη Γερμανία.

Και οι απαιτήσεις για αποζημιώσεις που εγείρει τώρα η ελληνική κυβέρνηση είναι πιθανό να καταλήξουν στα ανώτατα δικαστήρια. Μέχρι να βγουν οι αποφάσεις, θα χρειαστούν χρόνια και το εάν θα υπάρξει κάποιο είδος νομικής ειρήνης είναι ανοικτό. Θα ήταν καλύτερο να χρησιμοποιήσουμε τον χρόνο για να υπάρξει μια αμοιβαία πολιτική προσέγγιση.

Για παράδειγμα, το Βερολίνο θα μπορούσε να διαθέσει επαρκέστερα ποσά στα Ταμεία που έχουν δημιουργηθεί για κοινά σχέδια διατήρησης της μνήμης, από ένα εκατομμύριο ευρώ ετησίως. Αυτό που χρειάζεται σήμερα η Ελλάδα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι οι επενδύσεις. Να εξαναγκαστούν γερμανικές εταιρείες να το κάνουν δεν γίνεται, μπορούν όμως να ενθαρρυνθούν. Στο θέμα αυτό θα μπορούσαν το Βερολίνο και η Αθήνα να συνεργαστούν "φιλικά" και "επί ίσοις όροις", όπως επιθυμεί τώρα ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας - δηλαδή πράξεις αντί αγωγών.

Από την πλευρά της, και η Νeues Deutschland (ΝD) επισημαίνει πως «το θέμα των αποζημιώσεων για τη ναζιστική εποχή δεν έχει κλείσει».

Όπως σημειώνει, «οι Γερμανοί θα πρέπει να ανταποκριθούν στο αίτημα του ελληνικού Κοινοβουλίου και να διαπραγματευτούν με την Ελλάδα για το θέμα αυτό.

Είναι δικαιολογημένο το ερώτημα γιατί συζητώνται αυτή τη στιγμή οι αποζημιώσεις και πάλι στην Ελλάδα. Αυτό σχετίζεται με τον κυρίαρχο ρόλο που διαδραματίζει η Γερμανία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ιδίως η γερμανική κυβέρνηση πίεσε μαζί με την τρόικα, αποτελούμενη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την κυβέρνηση της Αθήνας να ακολουθήσουν μια αυστηρή πολιτική λιτότητας, για να λάβει η υπερχρεωμένη νοτιοευρωπαϊκή χώρα δάνεια ως αντάλλαγμα. Αυτή περιλάμβανε περικοπές των συντάξεων και των μισθών. Μια ανεξάρτητη πολιτική δεν ήταν πλέον δυνατή για την Ελλάδα. Αν και η χώρα έχει εξέλθει εδώ και καιρό από το λεγόμενο σχέδιο διάσωσης της Ε.Ε., η φτώχεια εξακολουθεί να είναι μεγάλη. Επιπλέον, οι δανειστές έχουν επωφεληθεί από τη "βοήθειά" τους για την Ελλάδα. Η Γερμανία αποκόμισε κέρδη δισεκατομμυρίων από τους τόκους.

Είναι κατανοητό ότι πολλοί Έλληνες αισθάνονται ότι αντιμετωπίζονται χωρίς σεβασμό. Όταν η χώρα αντιμετώπιζε το φάσμα της πτώχευσης, δεν έκανε κανείς τη σκέψη στη γερμανική δημόσια ζωή ότι θα έπρεπε να συμπεριφέρονται διαφορετικά στον Ευρωπαίο εταίρο του, διότι οι δολοφόνοι του ναζιστικού Ράιχ ήταν υπεύθυνοι για τον θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων, τη σχεδόν πλήρη εξολόθρευση της εβραϊκής κοινότητας, τη λεηλασία της οικονομίας και την εκτεταμένη καταστροφή των υποδομών. Απέναντι σε χώρες που οι Γερμανοί έχουν διαπράξει τέτοια εγκλήματα πριν από μερικές δεκαετίες, είναι σκόπιμη η αυτοσυγκράτηση. Αντ' αυτής, πολλά γερμανικά μέσα ενημέρωσης και πολιτικοί, όπως η καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ και ο τότε υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, επέδειξαν μια επαίσχυντη αλαζονεία εκείνες τις μέρες της ελληνικής οικονομικής κρίσης. Ας ελπίσουμε ότι κάποια μέρα θα λάβουν τον λογαριασμό».

«Tagesspiegel»: Να αποσαφηνιστεί οριστικά το θέμα των επανορθώσεων

Στο μεταξύ, και η η γερμανική εφημερίδα Tagesspiegel φιλοξενεί σχετικό άρθρο γνώμης, όπου αναφέρει ότι «ο Έλληνας πρωθυπουργός Τσίπρας θέλει να ζητήσει από τη Γερμανία αποζημιώσεις για την κατοχή στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Και δεν είναι μόνος στο θέμα αυτό».

Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, «έστω και αν η γερμανική κυβέρνηση θεωρεί το ζήτημα λήξαν, διεθνολόγοι και ιστορικοί θεωρούν την υπόθεση λιγότερο σαφή. Κομβικό σημείο είναι η Συνθήκη του Λονδίνου για το χρέος του 1953, στην οποία υπάρχει το άρθρο 5, παράγραφος 2. Αυτό όριζε ότι η εξέταση των αιτημάτων για αποζημιώσεις αναβάλλεται μέχρι τη σύναψη συμφωνίας ειρήνης με τη Γερμανία. Στη συνέχεια, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προσπάθησε να βρει διμερείς τελικές ρυθμίσεις. Έτσι, έγιναν συμφωνίες για αποζημιώσεις με δώδεκα δυτικά κράτη για "συγκεκριμένη ναζιστική αδικία". Η Ελλάδα έλαβε 115 εκατομμύρια δολάρια από τη σύμβαση το 1960. Κατά τη γερμανική κυβέρνηση, "με αυτή τη σύμβαση ρυθμίστηκε οριστικά και για την ελληνική πλευρά το ζήτημα των επανορθώσεων για τα αδικήματα των Ναζί", όπως τόνιζε ήδη το 2014, απαντώντας σε σχετικό ερώτημα της κοινοβουλευτικής ομάδας της Αριστεράς (Die Linke).

H Αθήνα βλέπει την αποζημίωση του 1960 μόνο ως μία πτυχή του θέματος και επιμένει ότι με τη Συνθήκη 2 + 4 του 1990 για τη γερμανική ενοποίηση υφίσταται μια συμφωνία ειρήνης. Συνεπώς, το θέμα των επανορθώσεων, το οποίο αναβλήθηκε με τη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953, πρέπει να αποσαφηνιστεί οριστικά. Ωστόσο, η γερμανική κυβέρνηση θα πρέπει να φοβάται μια αλυσιδωτή αντίδραση και τεράστιες απαιτήσεις σε περίπτωση νέων διαπραγματεύσεων. Σε τελευταία ανάλυση, η υπόθεση θα μπορούσε να φτάσει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Αυτό που πρέπει να φοβάται ιδιαίτερα η γερμανική κυβέρνηση είναι ότι, εάν το ζήτημα των επανορθώσεων ανακινηθεί σε μία περίπτωση, αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει ένα φαινόμενο ντόμινο. Γι' αυτό και τονίζει διαρκώς ότι με τη Συνθήκη 2 + 4 έγινε "οριστική διευθέτηση των νομικών θεμάτων τα οποία προέκυψαν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο" και ότι κατά την άποψη των τότε συμβληθέντων μερών, το ζήτημα των αποζημιώσεων δεν θα πρέπει πλέον να ρυθμιστεί. Η Ελλάδα όμως, και χώρες όπως η Πολωνία, δεν συμμετείχαν στη Συνθήκη και επομένως η ελληνική πλευρά δεν έχει παραιτηθεί από τις απαιτήσεις για επανορθώσεις. Η υπόθεση θα μπορούσε να έχει μια αρκετά ενδιαφέρουσα συνέχεια» καταλήγει η εφημερίδα.

Πηγή: ΑΜΠΕ