Απόψεις
Τετάρτη, 17 Απριλίου 2019 10:08

Ανάγκη για «φιλελληνικό» επιχειρηματικό περιβάλλον

Οι τελευταίες εξελίξεις επιβεβαιώνουν ότι αυτή τη στιγμή διεξάγεται στο τραπεζικό μας τοπίο ένας ανοιχτός «πόλεμος», από τον οποίον κινδυνεύουν πολλές ελληνικές επιχειρήσεις να αφελληνιστούν. Τη διετία 2017-2018 εξαγοράστηκαν από ξένους επενδυτές περισσότερες από 60 μεγάλες επιχειρήσεις, έναντι 11 δισ. ευρώ, ενώ το σύνολο των επιχειρηματικών συμφωνιών ξεπερνά ήδη τις 100 και έπεται συνέχεια, γράφει ο Βασίλης Κορκίδης. 

Από την έντυπη έκδοση

Tου Βασίλη Κορκίδη,
πρόεδρος του ΕΒΕΠ

Οι τελευταίες εξελίξεις επιβεβαιώνουν ότι αυτή τη στιγμή διεξάγεται στο τραπεζικό μας τοπίο ένας ανοιχτός «πόλεμος», από τον οποίον κινδυνεύουν πολλές ελληνικές επιχειρήσεις να αφελληνιστούν. Τη διετία 2017-2018 εξαγοράστηκαν από ξένους επενδυτές περισσότερες από 60 μεγάλες επιχειρήσεις, έναντι 11 δισ. ευρώ, ενώ το σύνολο των επιχειρηματικών συμφωνιών ξεπερνά ήδη τις 100 και έπεται συνέχεια.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που προκύπτει από αυτές τις εξελίξεις είναι προφανής: Μέσω του ελέγχου των τραπεζών ελέγχει κανείς τα «κόκκινα δάνεια» (NPLs) και εν γένει όλα τα δάνεια και με αυτόν τον τρόπο μπορεί να περάσει σε άλλα χέρια ο έλεγχος της οικονομίας μιας χώρας. Διότι είναι προφανές ότι από αυτήν την αλλαγή δεν δημιουργούνται μεγάλοι κίνδυνοι μόνο για τις επιχειρήσεις που έχουν «κόκκινα δάνεια». Κίνδυνοι ενυπάρχουν και για τους υπόλοιπους δανειολήπτες, οι οποίοι λόγω της επιδείνωσης του οικονομικού κλίματος και υπό συνθήκες μάλιστα κρίσης ρευστότητας των στοιχείων ενεργητικού μπορεί να χρειαστεί να αναδιαπραγματευθούν τους όρους του δανεισμού τους. Παράλληλα, είναι βέβαιο ότι θα δημιουργηθούν σημαντικά προβλήματα τόσο στα επισφαλή δάνεια των μικρομεσαίων επιχειρήσεων όσο και στα αγροτικά δάνεια, για τη λήψη των οποίων έχει μάλιστα υποθηκευτεί αγροτική γη.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του χάρτη των «κόκκινων δανείων»: Από τα 84,7 δισ. ευρώ, τα επιχειρηματικά ανέρχονται σε 48,3 δισ. ευρώ. Τους τελευταίους μήνες καταγράφονται σημαντικές εξαγορές και συγχωνεύσεις ανάμεσα σε ελληνικές και ξένες εταιρείες, κυρίως στον κλάδο των τροφίμων. Οι ελληνικές επιχειρήσεις, με σύμμαχο τα ποιοτικά και καινοτόμα προϊόντα, μαγνητίζουν το ενδιαφέρον ξένων επενδυτών. Στις προτιμήσεις των ξένων επενδυτών είναι οι κλάδοι των υγείας, ακινήτων, ναυτιλίας, ενέργειας και υπηρεσιών. Οι συμμαχίες περιορίζονται μέχρι στιγμής στις υγιείς εταιρείες, με τους Έλληνες επιχειρηματίες να διατηρούν σε αρκετές περιπτώσεις το μάνατζμεντ. Η έλλειψη τραπεζικής χρηματοδότησης τα τελευταία χρόνια, οδήγησε πολλούς επιχειρηματίες να αναζητήσουν κεφάλαια παραχωρώντας σημαντικό ποσοστό από το μετοχικό κεφάλαιο των εταιρειών τους σε ξένες εταιρείες, που στην πλειονότητά τους και εκείνες δραστηριοποιούνται σε αντίστοιχους κλάδους στο εξωτερικό.

Την ίδια στιγμή οι ελληνικές εισηγμένες επιχειρήσεις στο Χρηματιστήριο της Αθήνας αποτελούν δέλεαρ για τους ξένους επενδυτές, με δεδομένο ότι η χρηματιστηριακή τους αξία βρίσκεται σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα καθιστώντας τες ελκυστικές για τους επίδοξους αγοραστές. Κανείς δεν μπορεί να αποτρέψει την εξαγορά ελληνικών επιχειρήσεων από ξένους επενδυτές. Σ’ ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, το αλισβερίσι των επιχειρήσεων δεν έχει σύνορα και αυτός είναι ένας μονόδρομος, χωρίς επιστροφή! Αρκεί οι ξένοι επιχειρηματίες να έχουν τη φιλοσοφία της υγιούς ανάπτυξης και να σέβονται τους κανόνες λειτουργίας της εγχώριας αγοράς. Άλλωστε, πολλές από τις εταιρείες που πέρασαν στα χέρια ξένων έχουν δεχτεί σημαντική ώθηση, σημαντικές επενδύσεις, έχοντας καταστεί σημείο αναφοράς διεθνώς, ενώ ελληνικά σήματα ωθήθηκαν να γίνουν ισχυρά brands σε παγκόσμιο επίπεδο. Θα ήθελα να επισημάνω, ωστόσο, ότι πρέπει να διαμορφωθούν και εκείνα τα χρηματοοικονομικά εργαλεία προκειμένου να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, χωρίς να αναγκάζονται να πωλούνται σε ξένες εταιρείες.

Σημειωτέον ότι οι ξένοι επενδυτές προτιμούν να αγοράζουν φθηνά μεγάλες ελληνικές εταιρείες με χαμηλές επιδόσεις, αλλά με μακροπρόθεσμη προοπτική, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στο μέγεθος των εταιρειών παρά στα κέρδη. Είναι προφανές πως κανένας δεν έρχεται σε μία ξένη χώρα με στόχο να κλείσει την επιχείρηση που αγοράζει ή να την καταστήσει μη ανταγωνιστική. Κατ’ επέκταση, οφείλουμε να αναζητήσουμε τους λόγους που το επιχειρηματικό περιβάλλον στη χώρα μας είναι πιο ελκυστικό για τους ξένους επενδυτές, αντί για τους Έλληνες, και να τους θεραπεύσουμε. Τα υφιστάμενα επενδυτικά εργαλεία πρέπει να τροποποιηθούν και να εφαρμοστούν ταχύτερα, ώστε να είναι πιο αποτελεσματικά για την ενίσχυση των ελληνικών επιχειρήσεων. Επιπλέον, πρέπει να προσθέσουμε νέα μέσα για την αντιμετώπιση της πλεονάζουσας παραγωγικής και οικονομικής ικανότητας των μεγάλων πολυεθνικών ομίλων που τους επιτρέπει να μονοπωλούν στην ελληνική αγορά.

Ταυτόχρονα, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και επιλεκτικοί στις κρατικές επενδύσεις από το εξωτερικό στη χώρα μας, που είτε απορροφούν είτε αποδυναμώνουν τον εγχώριο ιδιωτικό τομέα και δημιουργούν περαιτέρω στρεβλώσεις στην αγορά. Οι ξένες επενδύσεις που δεν δίνουν προστιθέμενη αξία στην ελληνική οικονομία είναι συνήθως αυτές που οδηγούν στον αφελληνισμό της εγχώριας επιχειρηματικότητας. Γνωρίζουμε ότι η παραγωγική και μεταποιητική βιομηχανία της Ε.Ε. προωθεί έντονα το ελεύθερο εμπόριο, αλλά δεν υπάρχει ελεύθερο εμπόριο χωρίς σαφείς κανόνες και επιβολή δίκαιου ανταγωνισμού.

Συμπερασματικά, η Ελλάδα δεν αντέχει ούτε τον «αφελληνισμό» των επιχειρήσεών της, ούτε το «business drain» της ελληνικής επιχειρηματικότητας με τη φυγή επιχειρήσεων σε γειτονικούς φορολογικούς παραδείσους. Στην παρούσα οικονομική κατάσταση δεν είναι εύκολο να περιοριστεί ούτε το ένα ούτε το άλλο, αλλά πρέπει να το παλέψουμε συνολικά και κυρίως με ένα «φιλελληνικό» επιχειρηματικό περιβάλλον.