Κατέρρευσε το «βέλος», η οροφή του καμπαναριού και τα δύο τρίτα της στέγης. Ο δρύινος σκελετός, που χρονολογείται από το 1220, έγινε στάχτη. Σε απευθείας μετάδοση. Τη Μεγάλη Δευτέρα των Ρωμαιοκαθολικών, γράφει η Κατερίνα Τζωρτζινάκη.
Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Κατέρρευσε το «βέλος», η οροφή του καμπαναριού και τα δύο τρίτα της στέγης. Ο δρύινος σκελετός, που χρονολογείται από το 1220, έγινε στάχτη. Σε απευθείας μετάδοση. Τη Μεγάλη Δευτέρα των Ρωμαιοκαθολικών.
«Η Παναγία καίγεται, η Γαλλία κλαίει και δακρύζει η υφήλιος». Η ανθρωπότητα παρακολουθεί σοκαρισμένη. Κάτοικοι και τουρίστες θλιμμένοι, έμπλεοι αγωνίας, κάποιοι γονατιστοί, άλλοι βουβοί, κάμποσοι σπάνε τη σιωπή, ψάλλοντας το «Ave Maria» στην πόλη, η οποία έχει ως σύνθημά της τη λατινική φράση «κλυδωνίζεται, αλλά δεν καταποντίζεται».
Από τη μοίρα συγκλονίζεται. Δεν είναι τυχαία η λέξη «μοίρα». «Με αφορμή αυτήν γράφτηκε το βιβλίο τούτο», γράφει στον πρόλογο της «Παναγίας των Παρισίων» ο Ουγκό. Όπως λέει, όταν εξερευνούσε τη Νοτρ Νταμ, σε μια εσοχή βρήκε χαραγμένη τη λέξη ananke, την αρχαία ελληνική ΑΝΑΓΚΗ. Στο μεταξύ, όμως, η λέξη από τον αδυσώπητο χρόνο σβήστηκε.
Η ananke έχει τη σημασία της μοίρας, του πεπρωμένου, όπως εξηγεί ο νεαρός φοιτητής στη σκηνή με τον αρχιδιάκονο Φρολό και τσιμπά ένα φιορίνι από τον μεγάλο αδελφό.
Από χθες «πλημμύρα» δωρεών, γιατί «είναι στη φύση μας να θρηνούμε όταν χάνουμε την ιστορία μας, αλλά είναι επίσης στη φύση μας να ανοικοδομούμε για το αύριο, όσο πιο δυνατά μπορούμε».
Είχε γίνει και κατά τη μεγάλη ανακαίνιση του 19ου αιώνα, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην απήχηση που είχε το μυθιστόρημα του Ουγκό. Άλλωστε, αυτός ήταν ο σκοπός. Πρωταγωνιστής ήταν ο εμβληματικός καθεδρικός και η φωτιά έστεκε λογοτεχνικώς.
«Κάτω απ’ τη φλόγα, οι τεράστιοι πύργοι, που καθένας τους πρόβαλε δύο όψεις τραχιές και απότομες, τη μια κατάμαυρη, την άλλη κατακόκκινη, φαίνονταν ακόμα μεγαλύτεροι με το πελώριο μάκρος της σκιάς που έριχναν ίσαμε τα ουράνια. Τ’ αμέτρητα ανάγλυφά τους, παραστάσεις δαιμόνων και δρακόντων, έπαιρναν μια πένθιμη όψη. Το ταραγμένο φέγγισμα της φλόγας τα ‘δειχνε να σαλεύουνε στο μάτι».
Η Παναγία των Παρισίων δεν υπέκυψε στην ανάγκη.