Τα νέα αρνητικά στοιχεία του ΟΟΣΑ για την Ελλάδα δεν εξέπληξαν κανέναν. Ήρθαν, όμως, να επιβεβαιώσουν, με τον πιο επίσημο τρόπο, τις δραματικές πιέσεις που υφίσταται η μεσαία τάξη στη χώρα μας και τους κινδύνους που αντιμετωπίζει, γράφει ο Χριστόφορος Μπουτσικάκης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Χριστόφορου Μπουτσικάκη,
μέλος της Πολιτικής Επιτροπής της Νέας Δημοκρατίας.
Τα νέα αρνητικά στοιχεία του ΟΟΣΑ για την Ελλάδα δεν εξέπληξαν κανέναν. Ήρθαν, όμως, να επιβεβαιώσουν, με τον πιο επίσημο τρόπο, τις δραματικές πιέσεις που υφίσταται η μεσαία τάξη στη χώρα μας και τους κινδύνους που αντιμετωπίζει.
Η έκθεση του διεθνούς οργανισμού απεικονίζει ανάγλυφα ότι το πιο παραγωγικό κομμάτι της ελληνικής οικονομίας συνθλίβεται στις συμπληγάδες μιας ετήσιας μείωσης εισοδήματος ύψους 6% και στην εκτίναξη ενός κόστους ζωής που δεν μπορεί να καλύψει. Κρούει, όμως, και τον κώδωνα του κινδύνου: Αν δεν ανακοπεί αυτή η πορεία, τότε ίσως απειληθεί ακόμη και η ίδια η ύπαρξη της μεσαίας τάξης στην Ελλάδα αφού όλο και περισσότερα μέλη της κατρακυλούν στην κατώτατη εισοδηματική κατηγορία, αντιμετωπίζοντας το φάσμα της φτώχειας.
Οφείλουμε λοιπόν να συνειδητοποιήσουμε ότι το πρόβλημα δεν αφορά μια επιμέρους ομάδα, αλλά πλήττει ευρύτατα στρώματα των συμπολιτών μας. Συμπατριώτες μας που δεν μπορούμε να αφήνουμε άλλο στην τύχη τους. Πρέπει, λοιπόν, να αναλάβουμε δράση. Όχι μόνο ως μια αυτονόητη ένδειξη αλληλεγγύης σε εκατομμύρια οικογένειες που πασχίζουν να τα βγάλουν πέρα υπό τις πιο αντίξοες συνθήκες. Αλλά και επειδή η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας είναι σύμφυτη με την άνθηση της μεσαίας τάξης. Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι τα μεσαία εισοδήματα αποτελούσαν πάντοτε το πιο δυναμικό τμήμα της ελληνικής οικονομίας και συνεισέφεραν τα μέγιστα στις περιόδους της ανάπτυξής της. Οι έμποροι και οι επιχειρηματίες, οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι επιστήμονες, αλλά και οι καταρτισμένοι υπάλληλοι του ιδιωτικού ή δημόσιου τομέα ήταν πάντα εκείνοι που αναλάμβαναν να ανοικοδομήσουν την πατρίδα μας μετά από κάθε καταστροφή. Και πάντα εκείνοι στήριζαν με την οικονομική δραστηριότητά τους όσους έμεναν πίσω…
Η μεσαία τάξη είναι με άλλα λόγια ο πνεύμονας της οικονομίας μας. Και όταν πάσχει εκείνη, τότε ασθενούμε όλοι. Δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να αντιληφθεί κανείς ότι μια καθημαγμένη μεσαία τάξη μειώνει το σύνολο του διαθέσιμού εισοδήματος για κατανάλωση, υποσκάπτει τα θεμέλια του ασφαλιστικού συστήματος, αποτρέπει τις επενδύσεις σε νευραλγικούς τομείς, όπως η υγεία και η εκπαίδευση, και βάζει πάγο στις κατασκευές. Με καταστροφικά αποτελέσματα, βέβαια, για την αγορά και τις θέσεις εργασίας.
Δυστυχώς, όμως, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ κάνει σαν να μην καταλαβαίνει. Από τη μία αδυνατεί να αντιληφθεί ότι μια ακμάζουσα μεσαία τάξη αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την υπέρβαση της κρίσης. Και από την άλλη δεν χάνει ευκαιρία για να την επιβαρύνει. Επί τέσσερα χρόνια αντιμετωπίζει όλους αυτούς τους ανθρώπους ως υποζύγιο για την αντιμετώπιση κάθε δημοσιονομικής ανάγκης. Με δυσβάσταχτους φόρους και υπέρογκες ασφαλιστικές εισφορές ο ΣΥΡΙΖΑ έχτισε αχρείαστα πρωτογενή πλεονάσματα πάνω στις πλάτες τους. Και μέχρι την τελευταία ημέρα της θητείας του επιμένει να τους απομυζά για να χρηματοδοτήσει ένα σπάταλο και αναποτελεσματικό κομματικό κράτος.
Μέσα σε αυτό το ζοφερό περιβάλλον είναι τουλάχιστον προσβλητικό για τα μεσαία εισοδήματα να διατείνεται κανείς πως επιστρέψαμε στην κανονικότητα. Πώς τολμά να μιλά κανείς για κανονικότητα όταν η μεγαλύτερη εισοδηματική τάξη της χώρας αδυνατεί να τα βγάλει πέρα και τρέμει «τι θα της ξημερώσει την επόμενη μέρα;».
Όλους αυτούς τους ανθρώπους, που στοχοποιήθηκαν ιδεοληπτικά και αδικήθηκαν κατάφωρα, η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη δεσμεύεται ότι θα τους αποκαταστήσει. Φιλοδοξία μας δεν είναι να μπει απλώς ένα τέλος στην περιπέτειά τους, αλλά και να τους επιστραφεί ένα μέρος, τουλάχιστον, απ’ όσα τους στέρησε η κυβέρνηση Τσίπρα. Και αυτό θα γίνει άμεσα με συγκεκριμένα μέτρα φορολογική-ανάσα.
Μέσα στα δύο πρώτα χρόνια της κυβέρνησης Μητσοτάκη ο φόρος για τις επιχειρήσεις θα μειωθεί στο ένα τρίτο (20% από 29% σήμερα) και η φορολογική επιβάρυνση στα μερίσματα θα περικοπεί στο μισό (5% από 10%), ενδυναμώνοντας πρωτίστως τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Στην ίδια διετία ο ΕΝΦΙΑ θα μειωθεί 30% για όλους τους φορολογουμένους. Αυτό σημαίνει ότι το μέσο νοικοκυριό αντί για 500 ευρώ τον μήνα θα καταβάλλει πλέον 350 ευρώ. Παράλληλα, ο ΦΠΑ στην εστίαση θα μειωθεί από το 24% στο 13%, με τελικό στόχο το σύνολο του τουριστικού πακέτου (εστίαση/διαμονή) να πέσει στο 11%. Επιπλέον οι ασφαλιστικές εισφορές θα μειωθούν από το 20% στο 15%, κάτι που θα επιτρέψει στους μισθωτούς να αναπνεύσουν και θα δώσει κίνητρα στις επιχειρήσεις για νέες προσλήψεις.
Αυτές οι προτάσεις δεν αποτελούν, βέβαια, προεκλογικές υποσχέσεις, αλλά έναν βασικό οδικό χάρτη για την επιστροφή της οικονομίας στην ανάπτυξη. Γιατί η Νέα Δημοκρατία γνωρίζει πολύ καλά ότι ο δρόμος για την ευημερία περνά μέσα από τη μεσαία τάξη.