Ασφαλώς όλα τα μάτια παρέμειναν στραμμένα στη συζήτηση για τη μερική πρόωρη αποπληρωμή του δανείου ΔΝΤ από την Ελλάδα, με ό,τι σημαίνει πέρα από το συμβολικό και για την πραγματική επάνοδο σε στοιχεία κανονικότητας, γράφει ο Αντώνης Παπαγιαννίδης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Ασφαλώς όλα τα μάτια παρέμειναν στραμμένα στη συζήτηση για τη μερική πρόωρη αποπληρωμή του δανείου ΔΝΤ από την Ελλάδα, με ό,τι σημαίνει πέρα από το συμβολικό και για την πραγματική επάνοδο σε στοιχεία κανονικότητας. Αλλά και στην άμεση δρομολόγηση των 120 δόσεων στην προπασχαλινή Βουλή, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά οφειλές προς ασφαλιστικά ταμεία, καθώς οι οφειλές προς εφορία έχουν μπροστά τους τέτοιους όρους και προϋποθέσεις και διαδικασίες για τις μέχρι-120-δόσεις, ώστε να απαιτούν προσεκτικότερη αποτίμηση.
Θα προτείνουμε ωστόσο σήμερα στον αναγνώστη να σταθεί μαζί μας σ’ ένα άλλο μέτωπο, στο οποίο όλοι κάνουμε σταθερά αναφορές αλλά χωρίς να πηγαίνουμε πιο βαθιά στη λειτουργία του: αναφερόμαστε στο μέτωπο της πραγματικής λειτουργίας των επενδύσεων. Αφορμή, ένα εντελώς εξειδικευμένο συνέδριο/σεμινάριο (οργανωτής η Palladian) με πυρήνα νομικό, για το πώς λειτουργεί η πραγματικότητα των επενδύσεων στην Ελλάδα του 2019 - των επενδύσεων που όλοι παραδέχονται ότι αποτελούν το μόνο αξιόπιστο θεμέλιο για την ανάπτυξη.
Θα είχε ενδιαφέρον να σημειώσει κανείς, από την εισαγωγική τοποθέτηση του Νίκου Αλιβιζάτου, ενός ανθρώπου που η εποπτεία του επί της θεσμικής πλαισίωσης της Μεταπολίτευσης έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, την επισήμανση ότι -από τη στάση του Συντάγματος του 1975 απέναντι στη λογική της κρατικής παρέμβασης ή των εθνικοποιήσεων, μέχρι τους μηχανισμούς των αδειοδοτήσεων στην πράξη ή/και τις συνθήκες ανασφάλειας δικαίου- «παρασυρθήκαμε από το κλίμα της εποχής» ενός θριαμβεύοντος κεϋνσιανισμού.
Για τον Αλιβιζάτο, υπάρχει σήμερα η δυνατότητα να βελτιωθούν οι συνθήκες κατοχύρωσης των επενδύσεων προς την κατεύθυνση που είχε ακολουθήσει παλιότερα ο ν.2687, ακόμη και χωρίς συνταγματική αναθεώρηση. Μόνο που ερωτήματα βαθύτερα πολιτικά όπως το «μιλούμε την ίδια γλώσσα;» ή το «μπορούμε να συνεννοηθούμε;» χρειάζεται να τεθούν ΚΑΙ να απαντηθούν θετικά, με ειλικρίνεια.
Πώς, τώρα, το επενδυτικό κενό που δημιουργήθηκε μέσα στην κρίση -όπως το οριοθέτησαν μακροοικονομικά/διαρθρωτικά ο Νίκος Βέττας του ΙΟΒΕ, φορολογικά/με λογική αντικινήτρων στην ανάπτυξη ο Γιώργος Ξηρογιάννης του ΣΕΒ και με τη ματιά στο κόστος κεφαλαίου «που ακύρωσε την εσωτερική υποτίμηση» ο Ευ. Καλαμάκης της Alpha Bank- μπορεί να καλυφθεί από την επιχειρηματική δραστηριοποίηση μέσα στο υφιστάμενο νομικό πλαίσιο; Εδώ ακριβώς ήταν η συνεισφορά αυτού του συνεδρίου, όπου επαγγελματίες του χώρου -ιδίως των νομικών υπηρεσιών των επιχειρήσεων- είδαν διεξοδικά τον ρόλο του νομικού συμβούλου στην εταιρική οργάνωση (Γ. Αψούρης, των ΕΛΠΕ), τη δόμηση και ροή της εταιρικής πληροφόρησης και του ελέγχου (Ν. Θεοδουλίδου, του Ομίλου Φουρλή), την αποτελεσματικότητα και τα κενά στην πυραμίδα εταιρικής διακυβέρνησης και τις διαδικασίες της (Β. Μονογυιός, Eurobank)
Επιμέρους περιπτώσεις όπως της αδειοδότησης των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων (Κ. Γώγος, ΑΘΠ), της προβληματικής των κρατικών ενισχύσεων στις συμβάσεις παραχώρησης (Ν. Κεδίκογλου, Νέα Οδός) και των ακινήτων/του Real Estate (Θ. Ξυθάλη, KLC) καθώς και μια «ξενάγηση» στο δάσος των εξαγορών και ιδιωτικοποιήσεων, έδειξαν πόσο η πραγματικότητα/το συγκεκριμένο απέχουν από τις συνήθεις γενικές-πολιτικές αναφορές σε επενδύσεις και ανάπτυξη.
Ωστόσο, μια εντελώς διαφορετική διάσταση της ίδιας διοργάνωσης οδήγησε τη συζήτηση σε ένα ασυνήθιστο -για μια συζήτηση περί επενδύσεων και ανάπτυξης το 2019- έδαφος.
Πράγματι, οι Χρ. Καλιάτση και Ν. Δημόπουλος παρουσίασαν από πλευράς της Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας/ΕΕΣΥΠ (του Υπερταμείου, για τους κοινούς θνητούς) το πώς ο φορέας αυτός, που συγκεντρώνει μεγάλο μέρος της επιχειρηματικής λειτουργίας του δημόσιου τομέα, επιχειρεί να εγκαταστήσει τη λογική της σωστής εταιρικής διακυβέρνησης και της κανονιστικής συμμόρφωσης και στις δημόσιες επιχειρήσεις. Που έχουν ιδιαίτερο βάρος στην ελληνική οικονομία, πλην συζητιούνται λίγο.
Η επιδίωξη της δημιουργίας μακροπρόθεσμης αξίας, αλλά και της διατήρησης ισορροπίας μεταξύ οικονομικών και κοινωνικών στόχων είναι κάτι που ξεπερνάει σαφώς τον ορίζοντα του χαρτοφυλακίου συμμετοχών του Υπερταμείου και (πρέπει να) καταλήγει στη δημιουργία συνθηκών ανταγωνιστικότητας και σωστών υπηρεσιών για τον δημόσιο τομέα στο σύνολό του. Μάλιστα, οι άνθρωποι της ΕΕΣΥΠ εφάρμοσαν στο ιδιαίτερο ακροατήριο του συνεδρίου μια διαδραστική ψηφοφορία (με ηλεκτρονικές συσκευές), η οποία ανέδειξε τις προσδοκίες αλλά και τις δυνατότητες αναπτυξιακού «ξεκλειδώματος» των δημοσίων επιχειρήσεων μέσα από την υιοθέτηση πρακτικών εταιρικής διακυβέρνησης.
Η μετάβαση -για να το θέσουμε πιο ωμά- από μια κατάσταση «Άγριας Δύσης» στις ΔΕΚΟ σε μια οργανωμένη και διαφανή διαχείριση θα μπορούσε/θα ‘πρεπε να αποτελέσει αφεαυτής αναπτυξιακή ένεση.
Μια συζήτηση που θα άξιζε να αναπτυχθεί, συνολικά.