"Εγκράτεια, ανησυχία, προβληματισμό και πολλή φιλολογία, χωρίς να προτείνονται, ως συνήθως, λύσεις, είχε η φετινή εαρινή συνάντηση των κορυφαίων οικονομικών αξιωματούχων και κεντρικών τραπεζιτών του πλανήτη στην εαρινή σύνοδο του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον. Υπήρχε όμως και κάτι ακόμη, μία υποβόσκουσα ίσως κόντρα μεταξύ των κορυφαίων κεντρικών τραπεζών του πλανήτη, που κράτησε όμως πολύ χαμηλούς τόνους", γράφει η Έφη Τριήρη.
Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Εγκράτεια, ανησυχία, προβληματισμό και πολλή φιλολογία, χωρίς να προτείνονται, ως συνήθως, λύσεις, είχε η φετινή εαρινή συνάντηση των κορυφαίων οικονομικών αξιωματούχων και κεντρικών τραπεζιτών του πλανήτη στην εαρινή σύνοδο του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον. Υπήρχε όμως και κάτι ακόμη, μία υποβόσκουσα ίσως κόντρα μεταξύ των κορυφαίων κεντρικών τραπεζών του πλανήτη, που κράτησε όμως πολύ χαμηλούς τόνους.
Ο πρόεδρος της ΕKΤ, Μάριο Ντράγκι, εξέφρασε φανερά την ανησυχία του για την ανεξαρτησία της Fed, αναφερόμενος εμμέσως πλην σαφώς στις πολιτικές παρεμβάσεις του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, με τον τελευταίο να απαντά ταχύτατα με νέο κάλεσμα προς τη Fed να αρχίσει να διοχετεύει χρήμα στην οικονομία, όπως έκανε και στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007/08. Και στο σημείο αυτό τίθεται το εξής ερώτημα: Εάν ο Τραμπ διαμορφώσει μία Fed που θα ακολουθεί το πολιτικό δόγμα «Πρώτα η Αμερική», όπως και στο εμπόριο, αυτό θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει το έδαφος σε άλλες κεντρικές τράπεζες αλλά και στο, άμεσα εξαρτημένο από το δολάριο, παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα;
Τον Σεπτέμβριο του 2008, όταν η χρηματοπιστωτική κρίση έπαιρνε γενικευμένες διαστάσεις, η Fed συνεδρίασε εκτάκτως, καθώς άλλες κεντρικές τράπεζες ζητούσαν πρόσβαση σε δολάρια. Οι «γραμμές ανταλλαγής νομισμάτων» που ενέκρινε άμεσα η Fed συνέβαλαν στο να μετριαστούν οι έντονες χρηματοπιστωτικές πιέσεις στις ξένες αγορές, δείχνοντας συνάμα ότι η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ είναι έτοιμη ανά πάσα στιγμή να στηρίξει το παγκόσμιο σύστημα.
Οι κινήσεις μίας κεντρικής τράπεζας, πολύ περισσότερο δε εάν πρόκειται για τη μεγαλύτερη κεντρική τράπεζα του πλανήτη, έχουν συνήθως αντίκτυπο στις οικονομίες άλλων χωρών. Και φυσικά καλείται να διαμορφώνει την πολιτική της βάσει αναλύσεων και στατιστικών στοιχείων, με γνώμονα όχι κοντόφθαλμα εμπορικά ή πολιτικά πλεονεκτήματα.
Εάν λοιπόν η Fed σπεύσει να μειώσει τα επιτόκια για να ανακόψει την επιβράδυνση της αμερικανικής οικονομίας, αυτό είναι ένα θέμα. Από την άλλη όμως, μία υγιής εικόνα της οικονομίας με σκοπό την προεκλογική στήριξη Τραμπ θα έστελνε αρνητικό μήνυμα και θα έπληττε χώρες που αντιμετωπίζουν δικά τους οικονομικά προβλήματα. Μία μείωση των επιτοκίων θα υποτιμούσε το δολάριο, θα ενίσχυε τις εξαγωγές και θα στήριζε την προεκλογική εκστρατεία Τραμπ, που θέλει να αυξήσει τις θέσεις εργασίας στον μεταποιητικό κλάδο.
Ωστόσο, θα καθιστούσε πιο δύσκολη την προσπάθεια της ιαπωνικής κεντρικής τράπεζας να εφαρμόσει τη στρατηγική της, δηλ. να στοχεύει σε συγκεκριμένο επίπεδο για την απόδοση των μακροπρόθεσμων ομολόγων, θα υπονόμευε την ανάπτυξη στην Ευρώπη, ενώ αναδυόμενες οικονομίες θα έβλεπαν τη ροή κεφαλαίων τους να αποσταθεροποιείται. Με άλλα λόγια, η Fed θα αποτελούσε ξαφνικά παράγοντα αστάθειας, κάτι το οποίο, σίγουρα, δεν χρειάζεται αυτήν τη στιγμή.