Απόψεις
Τρίτη, 09 Απριλίου 2019 10:15

Τα υπερπλεονάσματα της οδύνης...

Πολλή κουβέντα έχει γίνει για τα πρωτογενή πλεονάσματα, αυτά που μας επέβαλαν οι δανειστές μας να δημιουργούμε κάθε χρόνο, με στόχο να εξασφαλισθεί η αποπληρωμή των χρημάτων που μας δάνεισαν. Το 2014, για παράδειγμα, μόλις είδαν ότι η οικονομία αρχίζει να ανακάμπτει, μας ζήτησαν «να βάζουμε στην άκρη» αρκετά δισ. τον χρόνο, για τα επόμενα 4-5 χρόνια. Όμως το 2015, μετά το δραματικό πρώτο εξάμηνο, τα capital controls και την επάνοδό μας σε συνθήκες ύφεσης, κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαμε να ανταποκριθούμε σε εκείνες τις δεσμεύσεις.

Από την έντυπη έκδοση 

Του Μιχάλη Γκλεζάκου

Πολλή κουβέντα έχει γίνει για τα πρωτογενή πλεονάσματα, αυτά που μας επέβαλαν οι δανειστές μας να δημιουργούμε κάθε χρόνο, με στόχο να εξασφαλισθεί η αποπληρωμή των χρημάτων που μας δάνεισαν. Το 2014, για παράδειγμα, μόλις είδαν ότι η οικονομία αρχίζει να ανακάμπτει, μας ζήτησαν «να βάζουμε στην άκρη» αρκετά δισ. τον χρόνο, για τα επόμενα 4-5 χρόνια. Όμως το 2015, μετά το δραματικό πρώτο εξάμηνο, τα capital controls και την επάνοδό μας σε συνθήκες ύφεσης, κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαμε να ανταποκριθούμε σε εκείνες τις δεσμεύσεις. Περιόρισαν λοιπόν τις απαιτήσεις τους, δίνοντάς μας μια τριετή «περίοδο χάριτος», για να συνέλθει η οικονομία μας από τα δικά μας αυτογκόλ. Τα νέα, μικρότερα, πρωτογενή πλεονάσματα θα μπορούσαν να μεταφρασθούν σε λιγότερα βάρη για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που δοκιμάζονταν σκληρά (και εξακολουθούν να δοκιμάζονται) από την κρίση.

Κι όμως, αυτή η κρίσιμη ανάσα που σωστά κατάλαβαν οι δανειστές ότι χρειαζόμασταν απελπισμένα σπαταλήθηκε ασυλλόγιστα: Στην τριετία 2016-2018 το κράτος μάζεψε 13 δισ. παραπάνω από αυτά που ήταν υποχρεωμένο να μαζέψει, περιορίζοντας το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, τον τζίρο και τη ρευστότητα των επιχειρήσεων, δηλαδή το οξυγόνο της οικονομίας μας.

Οι συνέπειες αυτονόητες: Επιχειρήσεις έκλεισαν, θέσεις εργασίας χάθηκαν, οικογένειες διαλύθηκαν, η ανάπτυξη μαράζωσε και γι’ αυτό ήρθε ασθενική και αργοπορημένη.

Ακόμη χειρότερα, τα μεγάλα (και αχρείαστα) φορολογικά βάρη (τα υπερπλεονάσματα) έφεραν ένα σημαντικό ποσοστό των πολιτών σε οικονομικό αδιέξοδο και τους ανάγκασαν να ζήσουν τον εφιάλτη των πλειστηριασμών και των κατασχέσεων της περιουσίας και των εισοδημάτων τους.

Ας δούμε τους σχετικούς με αριθμούς:

* Την περίοδο 2015-2018, σύμφωνα με τον «Συνήγορο του Πολίτη», έγιναν περίπου 5.000.000 πράξεις κατάσχεσης για την εξασφάλιση της είσπραξης των φορολογικών και ασφαλιστικών εσόδων.

* Το 2018 έγιναν 16.000 πλειστηριασμοί και αναμένεται να γίνουν άλλοι 25.000-30.000 το 2019 και ακόμη περισσότεροι στη συνέχεια (75.000-80.000 τη διετία 2020-2021). Προς το παρόν, το 85% από τα εκπλειστηριαζόμενα ακίνητα αποκτώνται από τις ίδιες τις τράπεζες (σας θυμίζει τίποτα το σύνθημα «κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη» που κυριαρχούσε το 2015;).

* Περισσότεροι από 2.000.000 φορολογούμενοι, που έχουν καθυστερήσει πάνω από 2 μήνες να εξοφλήσουν υποχρεώσεις μεγαλύτερες των 500 ευρώ, έχουν δει ή αναμένεται να δουν τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, τους μισθούς, τις συντάξεις τους, τις απαιτήσεις τους κ.λπ. να συρρικνώνονται.

* 8.500 υποθήκες έχει εγγράψει η εφορία (και συνεχίζει ακάθεκτη) σε νοικοκυριά που δεν μπορούν να πληρώσουν τους φόρους τους. Τους φόρους δηλαδή που αυθαίρετα ορίστηκαν από το κράτος, συχνά με βάση τα επίσης αυθαίρετα τεκμήρια και που δεν συνδέονται με τη φοροδοτική δυνατότητα των πολιτών και των επιχειρήσεων.

Το πιθανότερο είναι ότι τα σπίτια αυτά θα καταλήξουν στο κράτος. Γιατί, δεν είναι εύκολο, στο σημερινό οικονομικό περιβάλλον υψηλής ανεργίας και χαμηλών αποδοχών, να εξοφλήσουν τις ληξιπρόθεσμες φορολογικές υποχρεώσεις τους όσοι αναγκάστηκαν να δεχθούν τις υποθήκες αυτές. Ούτε σε ρύθμιση μπορούν να ελπίζουν, δεδομένου ότι το 2018 είχε ρυθμιστεί μόλις το 4% των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων προς το Δημόσιο. Άλλωστε, ακόμη και αν δοθούν οι περίφημες 120 δόσεις, απλώς θα υποθηκευθούν τα εισοδήματα της επόμενης δεκαετίας για οφειλές της προηγούμενης. Πόσο βιώσιμη μπορεί να είναι μια τέτοια ρύθμιση;

Οι κατασχέσεις, οι οποίες πλέον γίνονται με αυτοματοποιημένες διαδικασίες, θα ενταθούν το 2019, για τους εξής κυρίως λόγους:

* Με τον νέο νόμο Κατσέλη θα μείνουν ακάλυπτοι μερικές δεκάδες χιλιάδες οφειλέτες οι οποίοι θα αντιμετωπίσουν πλειστηριασμούς και κατασχέσεις.

* Αυτοματοποιούνται ακόμη περισσότερο τα μέτρα αναγκαστικής είσπραξης από την εφορία και τον ΕΦΚΑ. Αυτό σημαίνει ότι οι διαδικασίες περιορίζονται και ο χρόνος μέχρι τον πλειστηριασμό ή την κατάσχεση μικραίνει σημαντικά.

* Οι τράπεζες θα «ανοίξουν ταχύτητα» για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων, δεδομένου ότι έχουν δεσμευτεί στον SSM να «ξεφορτωθούν» κάπου 50 δισ. μέχρι το 2021.

Για να καταλάβουμε πόσο υποφέρει ο πολύς ο κόσμος από τα υπερβολικά βάρη των αχρείαστων υπερπλεονασμάτων, αρκεί να δούμε κάποια από τα επίσημα στοιχεία της ΑΑΔΕ:

* 3.500.000 φορολογούμενοι οφείλουν κάτω από 5.000 ευρώ. Όλοι αυτοί μαζί αγωνίζονται να εξοφλήσουν 2,5 δισ. ευρώ, χωρίς αποτέλεσμα!

Πολύ απλά δηλαδή, αν περιοριζόταν το «θηριώδες» υπερπλεόνασμα κατά 2,5 δισ. μόνο, θα απελευθέρωνε 3.500.000 νοικοκυριά και επιχειρήσεις από ένα βάρος που τώρα δεν μπορούν να σηκώσουν.

Μια ακόμη αρνητική συνέπεια αυτής της αχρείαστης υπερεπιβάρυνσης είναι η εξώθηση σε φοροαποφυγή, φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή, όπως πολύ σωστά επισημαίνεται στην τελευταία έκθεση του «Συνηγόρου του Πολίτη».

Σκεφθείτε ποια θα ήταν σήμερα η εικόνα αν το κράτος επέβαλλε 13 δισ. λιγότερους φόρους, όπως είχε τη δυνατότητα να το κάνει. Πόσα σπίτια θα είχαν σωθεί; Πόσες επιχειρήσεις θα λειτουργούσαν ακόμη; Πόσες θέσεις εργασίας θα ανακούφιζαν άνεργους συμπολίτες μας; Πόσα παιδιά θα κοίταζαν με περισσότερη αισιοδοξία το μέλλον; Πόσο θα αναχαιτιζόταν το brain drain; Πόση συμβολή στην ανάπτυξη θα είχαν τα επιπλέον 13 δισ. που μπορούσαμε αλλά δεν θελήσαμε να τα αφήσουμε να κινηθούν και να «αβγατίσουν» (μέσω του πολλαπλασιαστή) στην οικονομία;