Η Ιταλία είναι μία χώρα που αγαπώ πολύ. Αλλά και που φοβάμαι. Είναι μία χώρα που προσφέρει αμέτρητες συγκινήσεις - πνευματικές, αισθητικές, γαστρονομικές, μουσικές, κινηματογραφικές, συγγραφικές, πολιτικές, αθλητικές, πολιτιστικές. Η Ιταλία φέρει πίσω της μία κολοσσιαία ιστορία, ταυτοχρόνως δε είναι και κορυφαίο θρησκευτικό κέντρο του Χριστιανισμού.
Από την έντυπη έκδοση
Tου Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Η Ιταλία είναι μία χώρα που αγαπώ πολύ. Αλλά και που φοβάμαι. Είναι μία χώρα που προσφέρει αμέτρητες συγκινήσεις - πνευματικές, αισθητικές, γαστρονομικές, μουσικές, κινηματογραφικές, συγγραφικές, πολιτικές, αθλητικές, πολιτιστικές. Η Ιταλία φέρει πίσω της μία κολοσσιαία ιστορία, ταυτοχρόνως δε είναι και κορυφαίο θρησκευτικό κέντρο του Χριστιανισμού. Στην αρχαία Ρώμη, αυτή την πόλη - αυτοκρατορία, διώχθηκαν οι πρώτοι χριστιανοί και πολλοί από αυτούς έχασαν την ζωή τους στις αρένες και στα θηριοτροφεία.
Στην Ιταλία και στις πόλεις-κράτη αναπτύχθηκε ο αποκαλούμενος «μεσαιωνικός καπιταλισμός» και εκεί εκκολάφθηκαν τα πρώτα τραπεζικά ιδρύματα. Κατά τον μεγάλο ιστορικό Φερδινάνδο Μπροντέλ, η Ιταλία είναι η μήτρα του «εμπορικού καπιταλισμού» πάνω στον οποίο στηρίχθηκε και η εξάπλωση της βιομηχανικής επανάστασης. Εξάλλου, από την Ιταλία ξεκίνησε και η ανάπτυξη των ανά την Ευρώπη «βιομηχανικών οικογενειοκρατιών» που αποτέλεσαν και τη βάση της ευρωπαϊκής βιομηχανικής ανάπτυξης.
Ωστόσο, στην Ιταλία αναπτύχθηκαν και μεγάλες πληγές της ανθρώπινης ιστορίας. Στη Σικελία έχει τις ρίζες της η Μαφία και από τη δράση της προσλαμβάνει συστηματική και οργανωμένη μορφή το οικονομικό έγκλημα - το οποίο, όπως εκτιμά η Ιντερπόλ, αντιπροσωπεύει «κύκλο εργασιών» περί τα 1.600 δισ. δολ., οι δε διεθνείς εγκληματικές οργανώσεις (Γιακούζα, Καμόρα κ.λπ.) έχουν αντιγράψει το οργανωτικό πρότυπο της Μαφίας.
Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, από το 1918 και μετά, στην Ιταλία αναπτύχθηκε ο φασισμός. Και οι μέθοδοί του ήταν αυτές που ενέπνευσαν τον Χίτλερ. Των χιτλερικών ταγμάτων εφόδου είχαν προηγηθεί στην Ιταλία της δεκαετίας του 1920 οι μελανοχίτωνες. Είχε προηγηθεί η μουσολινική λατρεία για το κράτος. Ο Μπενίτο Μουσολίνι ήταν αυτός που το 1922 είπε: «Όλα μέσα στο κράτος, όλα για το κράτος, τίποτε έξω από το κράτος». Η μόνη, ίσως, διαφοροποίηση του ιταλικού φασισμού από τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό ήταν η απουσία ρατσισμού και αντισημιτισμού από τις αρχές του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος. Ένα κόμμα, εξάλλου, η οργανωτική δομή του οποίου (fascio) είχε πολλά κοινά σημεία με τη Μαφία της Σικελίας.
Στην αντίπερα όχθη, από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, η Ιταλία είχε το πρώτο Κομμουνιστικό Κόμμα στην Ευρώπη το οποίο αμφισβήτησε ανοιχτά τον σοβιετικό κομμουνισμό, ανοίγοντας την πόρτα στον ευρωκομμουνισμό, με τον αποκαλούμενο «ιστορικό συμβιβασμό» να αποδέχεται την κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Επίσης, με την επιχείρηση «Καθαρά Χέρια» τη δεκαετία του 1990 πραγματοποιήθηκε στην Ιταλία ριζική πολιτική ανατροπή, η οποία όμως είχε μάλλον αρνητικά αποτελέσματα στο επίπεδο της ιταλικής πολιτικής ζωής. Η εξαφάνιση της Χριστιανοδημοκρατίας, του Σοσιαλιστικού Κόμματος και του παραδοσιακού Κέντρου οδήγησε στην εμφάνιση και ενδυνάμωση του μπερλουσκονισμού, στην εδραίωση της Λίγκας του Βορρά του Ουμπέρτο Μπόσι, στη μεγέθυνση του νεοφασιστικού κόμματος του Φίνι, στην είσοδο μιας πορνοστάρ στην ιταλική Βουλή και στην καθιέρωση του ριζοσπαστικού κόμματος του Μ. Πανέλα.
Την ίδια περίοδο, το ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα διασπάστηκε και ένα κομμάτι του άρχισε να συνεργάζεται με την ιταλική Σοσιαλδημοκρατία, την οποία προσπάθησε να κρατήσει συμπαγή ο Ρομάνο Πρόντι, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία.
Έτσι, μετά την επιχείρηση «Καθαρά Χέρια», η Ιταλία μπήκε σε μία περίοδο συνεχούς κυβερνητικής αστάθειας, με κυρίαρχο του πολιτικού παιχνιδιού τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Ο τελευταίος ανέλαβε τρεις φορές την πρωθυπουργία (1994, 2003, 2008) και τελικά παρέδωσε μια Ιταλία υπερχρεωμένη, με 2.000 δισ. ευρώ χρέος και με αρνητική ανάπτυξη (-0,4%) από το 2004 έως το 2012.
Παρ’ όλα αυτά, ο ιταλικός λαός δείχνει να έχει περί πολλού τον λαϊκισμό, αλλά και να αδιαφορεί εντυπωσιακά για την πολιτική του πορεία. Διότι όταν σχεδόν το 60% των Ιταλών απέχει από τις εκλογές αυτό κάτι λέει. Σίγουρα δε αυτή η στάση είναι εξόχως σοβαρή όχι μόνο για την Ιταλία, αλλά και για τη δημοκρατία.
Στη σημερινή Ιταλία συνεπώς η ανάδειξη και η άνοδος στην εξουσία πολιτικών τύπου Σαλβίνι μόνον τυχαία δεν είναι. Αντιθέτως, η εξέλιξη αυτή, ανοίγει τον δρόμο σε μία επικίνδυνη μετα-δημοκρατική εποχή, όπου ο λαϊκισμός θα είναι η νέα μορφή ενός φασισμού ο οποίος δεν θα δείχνει ανοικτά το πρόσωπό του. Ο γκριλο-μπερλουσκονισμός για τη μεταβιομηχανική εποχή μας είναι το τίμημα της αφροσύνης των ελίτ απέναντι στις τεχνολογικές, οικονομικές και κοινωνικές ανατροπές που οι ίδιες πραγματοποίησαν χωρίς τα απαραίτητα, πνευματικά κυρίως δίκτυα ασφαλείας.
Έτσι, η μεγάλη πρόκληση για τις δημοκρατικές ευρωπαϊκές ελίτ είναι να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος του κινδύνου και να σκεφθούν πώς μπορούν να τον αντιμετωπίσουν. Διαφορετικά, θα έχει ανοίξει ο ολισθηρός δρόμος για μια μετα-Ευρώπη, που θα είναι η θλιβερή καρικατούρα αυτών που πριν 62 και πλέον χρόνια την οραματίζονταν ενωμένη, ακμαία, δημοκρατική και οικουμενική.