Η παγκόσμια οικονομία νοσεί και πάλι, αυτήν τη φορά όμως πολιτικοί και νομισματικές αρχές φαίνεται πως ξεμένουν από γιατροσόφια. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει ήδη προειδοποιήσει ότι θα αναθεωρήσει επί τα χείρω τις προβλέψεις του για την ανάπτυξη, που διολισθαίνει εξαιτίας προκλήσεων όπως το Brexit και η οικονομική επιβράδυνση σε Ευρωζώνη και Κίνα, γράφει η Αγγελική Κοτσοβού.
Από την έντυπη έκδοση
Tης Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]
Η παγκόσμια οικονομία νοσεί και πάλι, αυτήν τη φορά όμως πολιτικοί και νομισματικές αρχές φαίνεται πως ξεμένουν από γιατροσόφια. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει ήδη προειδοποιήσει ότι θα αναθεωρήσει επί τα χείρω τις προβλέψεις του για την ανάπτυξη, που διολισθαίνει εξαιτίας προκλήσεων όπως το Brexit και η οικονομική επιβράδυνση σε Ευρωζώνη και Κίνα.
Εν μέσω δύσκολων καιρών, ορισμένοι ζητούν από τους υπευθύνους χάραξης πολιτικής να είναι ευρηματικοί στην αναζήτηση λύσεων για τη «θεραπεία» του μεγάλου ασθενή. Και επικαλούνται τη σύγχρονη νομισματική θεωρία (Modern Monetary Theory), που έρχεται να αμφισβητήσει τις παραδοσιακές θεωρίες περί υψηλών ελλειμμάτων και χρεών. Οι πρεσβευτές της σύγχρονης νομισματικής θεωρίας διατείνονται ότι η τόνωση της οικονομίας μπορεί να γίνει μέσω της αύξησης των κυβερνητικών δαπανών. Η διαχείριση του ελλείμματος δεν συνεπάγεται, σύμφωνα με τη θεωρία, αύξηση φόρων, καθώς η κυβέρνηση μπορεί να τυπώσει φρέσκο χρήμα, υπό την προϋπόθεση ότι ο πληθωρισμός παραμένει υπό έλεγχο.
Η ιδέα διάσωσης μιας οικονομίας που ολισθαίνει προς την ύφεση με αυξημένες δαπάνες σε υποδομές, παιδεία, κοινωνική πρόνοια και πρωτοβουλίες για το περιβάλλον είναι πολύ πιο δελεαστική από τη συνταγή της αύξησης του φορολογικού βάρους, ώστε να παραμείνει υπό έλεγχο το δημόσιο χρέος και το έλλειμμα. Άλλωστε, το πικρό φάρμακο της λιτότητας, η υψηλή ανεργία και οι εισοδηματικές ανισότητες είναι από τους βασικούς λόγους ανόδου των λαϊκιστών στην εξουσία. Και είναι πολύ πιο εύκολο να πειστεί κανείς από τα επιχειρήματα της οικονομολόγου Στέφανι Κέλτον, καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο Stony Brook, που εξηγεί ότι το έλλειμμα αντισταθμίζεται από ένα αντίστοιχο πλεόνασμα σε κάποιο άλλο κομμάτι της οικονομίας. Και στο παρελθόν, στην εποχή της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του ‘30, οι υποστηρικτές της κυβέρνησης Ρούσβελτ αδιαφορούσαν μπροστά στις ανησυχίες για επικίνδυνη αύξηση του εθνικού χρέους, με το επιχείρημα ότι είναι χρέος «που το οφείλουμε στον εαυτό μας».
Μόνο που αυτή είναι η μισή αλήθεια, εξηγεί ο νομπελίστας οικονομολόγος Ρόμπερτ Σίλερ, προειδοποιώντας ότι ο αλόγιστος δανεισμός συνοδεύεται από επικίνδυνες συνέπειες.
Μπορεί οι διακεκριμένοι ακαδημαϊκοί, που γνωρίζουν σε βάθος τις οικονομικές θεωρίες, να απορρίπτουν την ιδέα της κοπής νέου χρήματος. Οι απλοί πολίτες όμως, έντονα δυσαρεστημένοι από το χάσμα πλουσίων και φτωχών και την υπερφορολόγηση, αντιδρούν στη λογική της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας. Ο κόσμος δεν έχει ανάγκη από μια νέα επαναστατική οικονομική θεωρία. Έχει ανάγκη από το κατάλληλο μίγμα πολιτικής, σε συνεργασία κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών, που θα αποκαταστήσει την οικονομική ευημερία.