Το σχέδιο Nord Stream 2 υπήρξε εξ αρχής αντικείμενο έντονης πολεμικής. Αυτός ο αγωγός φυσικού αερίου, που θα συνδέει τη Ρωσία με τη Γερμανία μέσω της Βαλτικής και της Βόρειας Θάλασσας, παρακάμπτει την ενεργειακή διασύνδεση Ρωσίας-ΕΕ μέσω της Ουκρανίας, γράφει ο Ιωάννης Παπαδόπουλος.
Του Ιωάννη Παπαδόπουλου,
αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Το σχέδιο Nord Stream 2 υπήρξε εξ αρχής αντικείμενο έντονης πολεμικής. Αυτός ο αγωγός φυσικού αερίου, που θα συνδέει τη Ρωσία με τη Γερμανία μέσω της Βαλτικής και της Βόρειας Θάλασσας, παρακάμπτει την ενεργειακή διασύνδεση Ρωσίας-ΕΕ μέσω της Ουκρανίας. Γι’ αυτόν τον λόγο η Πολωνία και οι χώρες της Βαλτικής μετήλθαν εξαρχής όλα τα μέσα για να τον σταματήσουν, χωρίς όμως επιτυχία. Παρά τις πιέσεις των παραπάνω χωρών και των ΗΠΑ, οι οποίες φοβούνται την αύξηση της ενεργειακής εξάρτησης της ΕΕ από τη Ρωσία, επικράτησε η ανάγκη της Γερμανίας να διασφαλίσει τον φθηνό ενεργειακό εφοδιασμό της προκειμένου να διαιωνίσει την διεθνή της ανταγωνιστικότητα. Με άλλα λόγια, σ’ αυτό το ιδιότυπο μπρα-ντε-φερ επικράτησε η καθαρά εμπορική έναντι της γεωπολιτικής οπτικής.
Μπορεί η Πολωνία και οι Βαλτικές χώρες, η εξωτερική πολιτική των οποίων σταθερά διέπεται από την καχυποψία απέναντι στη Ρωσία, να έχασαν την μάχη της κατασκευής του αγωγού, φαίνεται όμως ότι κέρδισαν τη μάχη της ρύθμισης. Πράγματι, στις 12 Φεβρουαρίου επιτεύχθηκε συμφωνία στους ευρωπαϊκούς θεσμούς σχετικά με το νέο καθεστώς μεταφοράς φυσικού αερίου. Η νέα Οδηγία της ΕΕ επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής των ευρωπαϊκών κανόνων αναφορικά με τη μεταφορά φυσικού αερίου σε όλους τους αγωγούς από και προς τρίτες χώρες. Έτσι, σύμφωνα με το μοντέλο του «ιδιοκτησιακού διαχωρισμού» (ownership unbundling), όλοι οι αγωγοί μέσω των οποίων εισάγεται αέριο στην ΕΕ θα απαγορεύεται εφεξής να ανήκουν απευθείας στους παρόχους, ήτοι εν προκειμένω στο κρατικό μεγαθήριο Gazprom, που θεωρείται ως η μακρά χειρ της Ρωσίας στην ενεργειακή διπλωματία. Επίσης, οι διαχειριστές των ενλόγω αγωγών θα απαγορεύεται να επιφυλάσσουν διακριτική μεταχείριση στις τιμές κάποιων προμηθευτών έναντι των υπολοίπων. Αντιθέτως, οι τιμές θα είναι αυστηρά οι ίδιες για όλες τις εταιρείες που χρησιμοποιούν τον αγωγό προκειμένου να μη στρεβλώνεται ο ελεύθερος ανταγωνισμός. Η τιμολογιακή πολιτική του διαχειριστή θα πρέπει να είναι διαφανής. Επιπλέον, ακόμα και αν ο κυρίως όγκος του αερίου θα προέρχεται από έναν πάροχο, σε κάθε περίπτωση ένα ποσοστό τουλάχιστον 10% της φέρουσας ικανότητας του αγωγού θα πρέπει να παραμένει ελεύθερο προς χρήση από ανταγωνιστικούς προμηθευτές. Τέλος, η έγκριση όλων των αγωγών από και προς τρίτες χώρες δε θα γίνεται πια από εθνικές ρυθμιστικές αρχές, αλλά από την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία θα έχει έτσι τη δυνατότητα να εναντιώνεται στα σχέδια διασύνδεσης που δεν θεωρεί ότι εξυπηρετούν το συλλογικό ευρωπαϊκό συμφέρον.
Με αυτό το φιλελεύθερο μοντέλο διαχείρισης, είναι φανερό ότι αποκλείεται στο μέλλον η μονοπωλιακή επικράτηση ενός κατεστημένου προμηθευτή, ο οποίος θα μπορούσε να εκβιάζει ευνοϊκές πολιτικές ρυθμίσεις υπό την απειλή της ρήξης του ενεργειακού εφοδιασμού, δηλαδή μιας μονομερούς διακοπής της παροχής αερίου ως μέσο εμπορικού πολέμου, όπως έχει συμβεί κατ’ επανάληψη κατά την γεωπολιτική διαμάχη μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας από το 2006 και έπειτα. Η συμφωνία που επιτεύχθηκε στους ευρωπαϊκούς θεσμούς τον Φεβρουάριο έτυχε θερμής υποδοχής στην Πολωνία, αλλά και στα υπόλοιπα κράτη μέλη της ΕΕ. Ο λόγος είναι ότι τα λίγα αποθέματα φυσικού αερίου επί ευρωπαϊκού εδάφους εξαντλούνται γρήγορα, τη στιγμή που η τιμή του αερίου παραμένει χαμηλή και η κατανάλωση αυξάνεται εκ νέου μετά την οικονομική κρίση του 2008. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ολλανδία μετατράπηκε, για πρώτη φορά, από παραγωγός σε καταναλωτή φυσικού αερίου το 2017. Παρόλο που η Γερμανία υποσχέθηκε στους Αμερικανούς να αυξήσει τις εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τις ΗΠΑ προκειμένου να κατευνάσει τις γεωπολιτικές ανησυχίες τους για τον αγωγό Nord Stream 2, η πραγματικότητα είναι ότι το LNG παραμένει μια πηγή ενέργειας πολύ ακριβότερη από το ρωσικό αέριο. Έτσι, παρατηρούμε ότι η συνολική ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ από τρίτες χώρες έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, αντιπροσωπεύοντας πλέον το 74,4% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας, ενώ το 42% των εισαγωγών γίνονται από τη Ρωσία – η οποία χαρακτηρίζεται πλέον «στρατηγική πρόκληση» – και το 34% από την φιλική Νορβηγία.
Μία επιφύλαξη που θα μπορούσε να υπάρχει απέναντι στο νέο ρυθμιστικό καθεστώς προέρχεται από μία γαλλογερμανική τροπολογία που ψηφίστηκε. Σύμφωνα με αυτήν, το ενεργειακό δίκαιο της ΕΕ θα εφαρμόζεται μόνο στα μέρη εκείνα των αγωγών από τρίτες χώρες που διατρέχουν το έδαφος του τελευταίου κράτους μέλους της ΕΕ στην οδό του αγωγού. Αυτό σημαίνει, εν προκειμένω, ότι η νέα Οδηγία θα εφαρμόζεται μόνο στο μέρους του αγωγού Nord Stream 2 που βρίσκεται εντός των χωρικών υδάτων της Γερμανίας. Όμως, παρά το ότι η Επιτροπή δε θα είναι αρμόδια για την έγκριση του αγωγού και της τιμολογιακής του πολιτικής εκτός των χωρικών υδάτων της Γερμανίας, είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς θα διαφοροποιούνται οι κανόνες σχετικά με την ισότητα μεταχείρισης και την ελευθερία πρόσβασης όλων των προμηθευτών στο δίκτυο σε όλο το υπόλοιπο μέρος του αγωγού. Πράγματι, ως εκ της φύσεως της υποδομής, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να διαφοροποιηθεί ρυθμιστικά το ευρωπαϊκό από το μη ευρωπαϊκό μέρος του αγωγού. Τόσο το χειρότερο για την Ουκρανία, που πληρώνει το τίμημα για την εξασφάλιση των στρατηγικών συμφερόντων τόσο της Πολωνίας όσο και των ΗΠΑ και απομένει η μόνη πια διαμαρτυρόμενη.