Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση έδειξε ότι η άφθονη χρηματοδότηση μπορεί να δημιουργήσει ανάπτυξη η οποία όμως δεν είναι απαραιτήτως βιώσιμη ή κοινωνικά χρήσιμη. Έκτοτε, το ενεργητικό του παγκόσμιου τραπεζικού κλάδου έχει αυξηθεί περίπου κατά 40 τρισ. δολάρια και παρ’ όλα αυτά δεν παρουσιάζει ακόμη βιώσιμη ανάπτυξη.
Από την έντυπη έκδοση
Των Μαριάνα Μουζακάτο & Λόρι Μακφάρλαν
Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση έδειξε ότι η άφθονη χρηματοδότηση μπορεί να δημιουργήσει ανάπτυξη η οποία όμως δεν είναι απαραιτήτως βιώσιμη ή κοινωνικά χρήσιμη. Έκτοτε, το ενεργητικό του παγκόσμιου τραπεζικού κλάδου έχει αυξηθεί περίπου κατά 40 τρισ. δολάρια και παρ’ όλα αυτά δεν παρουσιάζει ακόμη βιώσιμη ανάπτυξη. Γιατί; Η σύντομη απάντηση είναι ότι η χρηματοδότηση δεν είναι «ουδέτερη». Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις χρηματοδοτούμενες επενδύσεις στην πραγματική οικονομία και στην κερδοσκοπική χρηματοδότηση, που προτάσσει τα βραχυπρόθεσμα κεφαλαιουχικά κέρδη απέναντι στο υπό διαπραγμάτευση υπάρχον ενεργητικό. Χρειαζόμαστε περισσότερες από τις πρώτες και λιγότερη από τη δεύτερη.
Με τις χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο να βρίσκονται αντιμέτωπες με μεγάλες προκλήσεις, από κλιματική αλλαγή έως γήρανση του πληθυσμού, χρειαζόμαστε επειγόντως νέους τρόπους χρηματοδότησης έξυπνων και βιώσιμων επενδύσεων. Καλά σχεδιασμένες κρατικές επενδυτικές τράπεζες αποτελούν μία τέτοια λύση.
Επενδύοντας σε νέους και νεωτεριστικούς τομείς είναι ριψοκίνδυνο και ο ιδιωτικός κλάδος δεν θα δεσμευθεί σε κάτι τέτοιο έως ότου τα μελλοντικά κέρδη γίνουν πιο σίγουρα. Ως εκ τούτου, δημόσιοι οργανισμοί έχουν παραδοσιακά διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη χορήγηση μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης. Από τις εντυπωσιακές τεχνολογικές εξελίξεις όπως το Internet, έως τις περιβαλλοντικές προκλήσεις όπως την επίπονη προσπάθεια αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, η δημόσια χρηματοδότηση έχει στηρίξει μερικές από τις κορυφαίες μας προσπάθειες. Σε πολλές χώρες η μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση προέρχεται κυρίως από κρατικές επενδυτικές τράπεζες. Αυτές μπορεί να είναι εθνικοί χρηματοπιστωτικοί όμιλοι, όπως η KfW της Γερμανίας, ή πολυμερείς οργανισμοί, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Επειδή οι τράπεζες αυτές δεν δέχονται συνήθως πιέσεις να παρουσιάσουν βραχυπρόθεσμα κέρδη, μπορούν να προσφέρουν μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση, να δίδουν μεγαλύτερη προτεραιότητα σε γενικότερους κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς στόχους και να ακολουθούν μία διαφορετική προσέγγιση στο ρίσκο και στα κέρδη από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα του ιδιωτικού τομέα. Έως πρόσφατα οι κρατικές επενδυτικές τράπεζες εστίαζαν κυρίως σε επενδύσεις υποδομών και σε χορηγήσεις δανείων που δεν στόχευαν σε κυκλική ανάπτυξη. Σήμερα, όμως, πολλές έχουν αναλάβει έναν πιο δραστήριο ρόλο να αντιμετωπίσουν τις βασικές κοινωνικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις του 21ου αιώνα.
Τα τελευταία έτη, κυβερνήσεις σε Ευρώπη, Ασία, Αφρική και Λατινική Αμερική έχουν συστήσει αρκετές νέες κρατικές επενδυτικές τράπεζες. Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες πρωτοβουλίες είναι στη Σκωτία, όπου η πρωθυπουργός Νίκολα Στέρτζον ανακοίνωσε το 2017 σχέδια για σύσταση της Σκωτσέζικης Εθνικής Επενδυτικής Τράπεζας. Η Σκωτία αποτελεί ήδη παγκόσμιο ηγέτη στη μετάβαση σε μία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα οικονομία και στην προώθηση μίας ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς, με την κυβέρνησή της να αναγνωρίζει την ανάγκη για νέες επενδύσεις ικανές να την βοηθήσουν να επιτύχει αυτούς τους στόχους. Βεβαίως, δεν είναι επιτυχημένες όλες οι κρατικές επενδυτικές τράπεζες, συνεπώς το να κατανοήσεις τι είναι λειτουργικό και τι όχι είναι ζωτικής σημασίας. Τους τελευταίους 18 μήνες έχουμε βοηθήσει την κυβέρνηση της Σκωτίας στον σχεδιασμό και εφαρμογή της νέας τράπεζας.
Πρώτον, η εντολή της τράπεζας είναι πρωταρχικής σπουδαιότητας. Πολλές από τις πλέον επιτυχημένες επενδυτικές τράπεζες έχουν ευρύτερη εντολή που τους δίδει τη δυνατότητα να στηρίζουν ένα ευρύτερο πλαίσιο οικονομικών αντικειμενικών στόχων και να ανταποκρίνονται σε νέες προτεραιότητες. Δεύτερον, οι κρατικές επενδυτικές τράπεζες χρειάζονται νέο πλαίσιο παρακολούθησης και αποτίμησης, ικανό να κατανοεί τις πιθανές επιπτώσεις από τολμηρές, καταλυτικές επενδύσεις. Τρίτον, οι εργαζόμενοι στις κρατικές επενδυτικές τράπεζες έχουν μεγαλύτερη εμπειρία και ικανότητες από αυτούς που εργάζονται σε ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Τέταρτον, η αποτελεσματική διαχείριση είναι σημαντικό συστατικό στοιχείο. Πολλά από τα προβλήματα που συνήθως συνδέονται με τις κρατικές τράπεζες, όπως οικονομική κακοδιαχείριση, απορρέουν από πλημμελή διαχείριση.
Για να το αποφύγουν αυτό, αυτές οι τράπεζες πρέπει να βρουν τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στην πολιτική εκπροσώπηση και στον μηχανισμό λήψης ανεξάρτητων αποφάσεων. Ενώ οι δημόσιες επενδυτικές τράπεζες θα πρέπει να είναι δημοκρατικά υπεύθυνες και στην ιδανική περίπτωση θα πρέπει να χρηματοδοτούν προγράμματα σε συνεργασία με κυβερνητικές πολιτικές, οι ομάδες διαχείρισής τους θα πρέπει να είναι ελεύθερες να λαμβάνουν αδιάβλητες, μακροπρόθεσμες αποφάσεις σύμφωνες με την εντολή της ίδιας της τράπεζας, χωρίς καθημερινές πολιτικές παρεμβάσεις.
Εάν λοιπόν διαθέτουν σωστή διάρθρωση και διαχείριση, οι κρατικές επενδυτικές τράπεζες μπορούν να γίνουν ισχυροί καταλύτες για μία ανάπτυξη καθοδηγούμενη από τις επενδύσεις. Στην απόφασή της όμως να συστήσει μία τέτοια τράπεζα, η Σκωτία πραγματοποίησε ένα σημαντικό βήμα προς την επίτευξη της τολμηρής φιλοδοξίας της να αποτελέσει μία ισχυρή, χωρίς αποκλεισμούς και χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα οικονομία. Οι υπόλοιπες χώρες θα πρέπει να παρακολουθήσουν και να λάβουν υπ’ όψιν τους όλα αυτά.
* Η Μαριάνα Μαζουκάτο είναι καθηγήτρια Οικονομικών Καινοτομίας και διευθύντρια στο Ινστιτούτο Καινοτομίας και Δημόσιου Σκοπού (ΙΙPP) στο UCL. Είναι συγγραφέας του βιβλίου «The Value of Everything: Making and Taking in the Global Economy». Ο Λόρι Μακφάρφλαν είναι επικεφαλής Μακροπρόθεσμης Χρηματοδότησης στο Ινστιτούτο Καινοτομίας και Δημόσιου Σκοπού στο University College London και εκ των συγγραφέων του βιβλίου «Rethinking the Economics of Land and Housing».
Copyright: Project Syndicate, 2019
www.project-syndicate.org