Σε διάστημα μόνο 45 ημερών, από τα μέσα Φεβρουαρίου μέχρι το τέλος Μαρτίου, τρεις πολύ ισχυρές κακοκαιρίες επηρέασαν την Ελλάδα. Και στις τρεις περιπτώσεις ήταν η Κρήτη που βρέθηκε στο επίκεντρο των πιο ισχυρών φαινομένων της «Χιόνης» (12-17/2), της «Ωκεανίδας» (23-26/2) και της πρόσφατης κακοκαιρίας του τριημέρου 28-30 Μαρτίου.
Σε διάστημα μόνο 45 ημερών, από τα μέσα Φεβρουαρίου μέχρι το τέλος Μαρτίου, τρεις πολύ ισχυρές κακοκαιρίες επηρέασαν την Ελλάδα. Και στις τρεις περιπτώσεις ήταν η Κρήτη που βρέθηκε στο επίκεντρο των πιο ισχυρών φαινομένων της «Χιόνης» (12-17/2), της «Ωκεανίδας» (23-26/2) και της πρόσφατης κακοκαιρίας του τριημέρου 28-30 Μαρτίου.
Το κοινό μετεωρολογικό στοιχείο και στις τρεις κακοκαιρίες, σύμφωνα με την μετεωρολογική υπηρεσία meteo του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΕΑΑ), ήταν ένας εκτεταμένος αντικυκλώνας -σύστημα υψηλών πιέσεων- στη Δυτική Ευρώπη, ενώ το ίδιο διάστημα βαρομετρικά χαμηλά είχαν δημιουργηθεί στη Μεσόγειο, κινούμενα στη θαλάσσια περιοχή της Κρήτης. Οι τροχιές και των τριών βαρομετρικών χαμηλών είχαν ένα μεγάλο τμήμα τους νότια της Κρήτης, αρκετά κοντά στις ακτές του νησιού. Το βαθύτερο από τα τρία βαρομετρικά χαμηλά ήταν αυτό της Ωκεανίδας, που είχε ως αποτέλεσμα και τα ισχυρότερα φαινόμενα.
Η κεραυνική δραστηριότητα ήταν σημαντική στις δύο πρώτες κακοκαιρίες, ειδικά στην «Ωκεανίδα», ενώ στην τελευταία του Μαρτίου ήταν πολύ περιορισμένη τόσο σε ένταση όσο και χωρικά, καθώς περιορίσθηκε στο Καρπάθιο Πέλαγος, όπου στην Κάρπαθο και την Κάσο αναφέρθηκαν ζημιές από τις πολύωρες βροχοπτώσεις.
Οι τρεις κακοκαιρίες προκάλεσαν ισχυρές βροχοπτώσεις στην Κρήτη, με τα μεγαλύτερα ύψη βροχής στα δυτικά του νησιού. Τα συνολικά ύψη βροχής και στις τρεις κακοκαιρίες ήσαν εξαιρετικά μεγάλα, κυρίως σε σταθμούς του ΕΑΑ/meteo που βρίσκονται στα βόρεια κράσπεδα των Λευκών Ορέων, για παράδειγμα στου Ασκύφου σε υψόμετρο 715 μέτρων και στην Ασή Γωνιά σε υψόμετρο 380 μέτρων. Στου Ασκύφου καταγράφηκαν διαδοχικά 458 χιλιοστά βροχής (12-17/2), 600 χιλιοστά (23-26/2) και 359 χιλιοστά (28-30/3), ενώ στην Ασή Γωνιά στα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα έπεσαν 408, 572 και 252 χιλιοστά.
Σε σταθμούς με μεγαλύτερο υψόμετρο, όπως πχ. στη Σαμαριά-Ξυλόσκαλο σε υψόμετρο 1.250 μέτρων οι βροχές ήσαν μεν ισχυρές, αλλά υπολείπονταν σαφώς των βροχών των ημιορεινών σταθμών. Αυτό, σύμφωνα με ΕΑΑ/meteo, αναδεικνύει το ρόλο των απότομων κλίσεων της τοπογραφίας στη ενίσχυση των ανοδικών κινήσεων στην ατμόσφαιρα και επομένως στην ένταση των βροχοπτώσεων.
Οι δύο χιονομετρικοί σταθμοί του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών/meteo.gr στην Κρήτη, οι μοναδικοί σε συνεχή λειτουργία στην Ελλάδα και οι νοτιότεροι της Ευρώπης, έδωσαν εντυπωσιακά ύψη χιονιού, κυρίως στις δύο πρώτες κακοκαιρίες «Χιόνη» και «Ωκεανίδα», ενώ δεν έχουν ακόμα παραληφθεί τα στοιχεία του ύψους χιονιού από την τελευταία κακοκαιρία από τον χιονομετρικό σταθμό Χανίων.
Στη διάρκεια της «Ωκεανίδας» (23-26/2) προστέθηκαν 130 εκατοστά φρέσκου χιονιού στο σταθμό στα Λευκά Όρη σε υψόμετρο 1.500 μέτρων, ενώ είχαν προηγηθεί 60 εκατοστά στο πλαίσιο της «Χιόνης» (12-17/2). Στον Ψηλορείτη σε υψόμετρο 1.480 μέτρων αντίστοιχα καταγράφηκαν 80 εκατοστά φρέσκου χιονιού (12-17/2) και στη συνέχεια άλλα 26 εκατοστά (23-26/2).
Ο κ.Λαγουβάρδος, υπεύθυνος του ΕΑΑ/meteo, σε σχετική ανάλυσή του, επισημαίνει «την εξαιρετική χρησιμότητα της ύπαρξης και λειτουργίας αξιόπιστων και χωρικά πυκνών δικτύων μέτρησης των καιρικών παραμέτρων σε όλη τη χώρα και ειδικότερα στην Κρήτη, όπως αυτό που λειτουργεί το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών/meteo.gr. Χωρίς αυτές τις μετρήσεις δεν θα γνωρίζαμε τι ακριβώς έχει συμβεί στο νησί και προφανώς δεν θα ήταν εφικτό να γίνει κανένας σχεδιασμός για το μέλλον».
Υπογραμμίζει ακόμη ότι «συνεχείς και αξιόπιστες μετρήσεις από πυκνά δίκτυα σταθμών είναι πλέον απαραίτητες τόσο για την έγκαιρη προειδοποίηση των πολιτών κατά τη διάρκεια της εξέλιξης ισχυρών καιρικών φαινομένων, όσο και για τον σχεδιασμό της επόμενης ημέρας. Η τεχνολογία επιτρέπει πλέον τη χρήση αισθητήρων χαμηλού κόστους, οι οποίοι δίνουν απολύτως αξιόπιστες μετρήσεις και μέσω του διαδικτύου είναι δυνατή η άμεση και σε πραγματικό χρόνο μετάδοση των μετρήσεων, έτσι ώστε επιστήμονες, κρατικές αρχές και πολίτες να μπορούν άμεσα να ενημερώνονται για τη εξέλιξη των φαινομένων, με σκοπό την προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών».