«Το Εβένινο Λαούτο» (2003) του Παναγιώτη Αγαπητού, εξαντλημένο από καιρό, ανατυπώθηκε και κυκλοφορεί ξανά από τις εκδόσεις «Άγρα».
«Το Εβένινο Λαούτο» (2003) του Παναγιώτη Αγαπητού, εξαντλημένο από καιρό, ανατυπώθηκε και κυκλοφορεί ξανά από τις εκδόσεις «Άγρα».
Βρισκόμαστε στο πρώτο μισό του 9ου αιώνα και, από τις πρώτες σελίδες, ο αναγνώστης «περπατά» σε δρόμους της εποχής εκείνης –στο Επιλογικό Σημείωμα, ο συγγραφέας διευκρινίζει, χαρακτηριστικά:«[…] Η χερσαία μετακίνηση ήταν ιδιαίτερα δύσκολη και οι κίνδυνοι που παραμόνευαν στους δρόμους τεράστιοι. Όλα αυτά επηρέαζαν καθοριστικά το σύμπαν των ανθρώπων της πόλης και της υπαίθρου. Στον μεσαιωνικό κόσμο ο χρόνος ήταν πολύ αργός, οι αποστάσεις πολύ μεγάλες, η ζωή πολύ μικρή και ο θάνατος πολύ γρήγορος»
Η αφήγηση ξεκινά με τον απεσταλμένο του αυτοκράτορα Θεόφιλου, πρωτοσπαθάριο Λέοντα -επικεφαλής πρεσβείας στον χαλίφη της Βαγδάτης για να διαπραγματευθεί ειρήνη στην Ανατολή, να φτάνει με τη συνοδεία του στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, τελευταίο σταθμό πριν από τα σύνορα.
«Την πρώτη βδομάδα του Μαΐου μια απρόσμενη ζέστη σκέπασε την πεδιάδα εξοντώνοντας το λιγοστό πράσινο της άνοιξης. Πυκνή σκόνη κίτρινης γης αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα, αντικατοπτρισμοί αναδύονταν μέσα από τη χλομή αντηλιά. Στο πνιγηρό καταμεσήμερο βαριά οσμή σήψης μόλυνε τον ακίνητο αέρα.
Ο άντρας που καθόταν στη σκεπαστή άμαξα τράβηξε το μπροστινό παραπέτασμα και κοίταξε έξω. Το θέαμα στην άκρη του δρόμου δεν ήταν καθόλου ευχάριστο. Τρεις ημίγυμνοι άντρες ήταν παλουκωμένοι πάνω σε μυτερούς πασσάλους που στηρίζονταν στις φαρδιές σανίδες μιας ξύλινης εξέδρας. Τα τεντωμένα χέρια τους είχαν δεθεί σε οριζόντιες δοκούς που σχημάτιζαν έναν σταυρό με κάθε πάσσαλο, τα κουρεμένα κεφάλια τους είχαν τραβηχτεί προς τα πίσω με ένα σκοινί. Στο άρρωστο φως του ήλιου τα στρεβλωμένα μέλη και τα παραμορφωμένα τους πρόσωπα ήταν ακίνητα. Ξεραμένα αίματα και περιττώματα κάλυπταν τους πασσάλους και τις σανίδες. Άλλα δύο αντρικά σώματα, με κομμένα τα χέρια από τους αγκώνες και ξεκοιλιασμένα τα σπλάχνα, βρίσκονταν πεταμένα στη βάση της εξέδρας. Ένα σμήνος κοράκια είχε καθίσει πάνω στις δοκούς∙ κρώζοντας είχαν επιτεθεί στα κεφάλια και στα χέρια των ανασκολοπισμένων νεκρών. Κάτω στο χώμα, ένα κοπάδι ψωραλέα σκυλιά, αλυχτώντας φρικτά, πολεμούσαν να σπαράξουν τις σάρκες των ακρωτηριασμένων πτωμάτων.
Ο άντρας αφέθηκε για αρκετή ώρα στο θέαμα του ικριώματος των εκτελέσεων. Τόσος θάνατος και τόσο τέλεια στημένος, σκέφτηκε…».
Είναι Μάιος του 832. Κεντρικό ιστορικό γεγονός της εποχής, η έριδα της Εικονομαχίας που, για δεύτερη φορά, διχάζει τη βυζαντινή κοινωνία, ενώ οι συνεχείς επιδρομές των Αράβων στη Μικρά Ασία έχουν αποσταθεροποιήσει το κράτος. Κάτω από την ήρεμη επιφάνεια, τα πράγματα βρίσκονται σε αναβρασμό. Άραβες κατάσκοποι προετοιμάζουν μια εξέγερση, καλόγεροι υποθάλπουν την αίρεση της Εικονολατρίας, σωματέμποροι κλέβουν νεαρές γυναίκες για τα σκλαβοπάζαρα της Συρίας. Ο στρατιωτικός διοικητής μοιάζει να έχει χάσει τον έλεγχο της πόλης, και ο αποτρόπαιος φόνος της δεκατριάχρονης κόρης του δικαστή έξω από τα τείχη τον αναγκάζει να ζητήσει τη βοήθεια του πρεσβευτή.
Ο πρωτοσπαθάριος Λέων ζούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή την ήσυχη ζωή ενός κρατικού αξιωματούχου -άγαμος, λίγο απόμακρος, διαβάζει ερωτικά μυθιστορήματα και παίζει μουσική με εβένινο λαούτο. Τώρα, ανάμεσα στους στρατώνες, τα καπηλειά και τα πορνεία της Καισάρειας, πρέπει να λύσει πρωτόγνωρα γι’ αυτόν εγκλήματα και βρίσκεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του και το παρελθόν του.
Το έργο είναι πρώτο της δημοφιλούς τριλογίας «βυζαντινών ιστοριών μυστηρίου» με ήρωα τον πρωτοσπαθάριο Λέοντα –ακολούθησαν τα έργα «Ο χάλκινος οφθαλμός» (2006) και «Μέδουσα από σμάλτο» (2009), ενώ αναμένονται άλλοι δύο τόμοι.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]