Οι ευρωεκλογές του Μαΐου δεν πρέπει να επισκιαστούν από τη θεματολογία των εθνικών εκλογών. Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχουν άμεσο αντίκτυπο στη ζωή μας, στον βαθμό που 80% της νομοθεσίας που εφαρμόζεται στην Ελλάδα και επηρεάζει την καθημερινότητα του πολίτη συναποφασίζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, γράφει ο Γιώργος Κορκόβελος.
Από την έντυπη έκδοση
Tου Γιώργου Κορκόβελου,
διδάκτωρ Οικονομικών και εργάζεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Είναι υποψήφιος ευρωβουλευτής με το Ποτάμι. Το κείμενο εκφράζει απόψεις που είναι προσωπικές
Οι ευρωεκλογές του Μαΐου δεν πρέπει να επισκιαστούν από τη θεματολογία των εθνικών εκλογών. Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχουν άμεσο αντίκτυπο στη ζωή μας, στον βαθμό που 80% της νομοθεσίας που εφαρμόζεται στην Ελλάδα και επηρεάζει την καθημερινότητα του πολίτη συναποφασίζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η αναμενόμενη ανατροπή των συσχετισμών με την προώθηση των λαϊκιστικών και ευρωσκεπτικιστικών ομάδων θα έχει τραγικές επιπτώσεις στη λήψη αποφάσεων για την πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε αυτήν την κρίσιμη συγκυρία η ελληνική εκπροσώπηση θα πρέπει να έχει συγκεκριμένες προτάσεις για την ευρωπαϊκή μεταρρύθμιση και να ενισχύσει τη θέση της χώρας μας στην Ευρώπη.
Βλέπουμε σήμερα να ενισχύεται μια νέα διάσταση πολιτικών συμμαχιών στην Ευρώπη αποτελούμενη από ριζοσπαστικά, τόσο δεξιά όσο και αριστερά, λαϊκιστικά και εθνικιστικά σχήματα που βλέπουν την περαιτέρω ολοκλήρωση της Ε.Ε. σαν πηγή των προβλημάτων και την επιστροφή στο κράτος-έθνος ως λύση. Τα παραδοσιακά πολιτικά σύνορα έχουν αλλάξει και αυτό θα καταγραφεί έντονα. Η «ομάδα του Βίζεγκραντ» της κεντρικής Ευρώπης αρνείται να δεχτεί αιτούντες άσυλο, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού Προγράμματος Μετεγκατάστασης, ενώ κόμματα όπως η Εναλλακτική για τη Γερμανία, η ιταλική Λέγκα, το Κόμμα των Ελευθέρων στην Αυστρία, ο γαλλικός Εθνικός Συναγερμός έχουν ξεκαθαρίσει ότι δεν θέλουν την Ευρωπαϊκή Ένωση με την παρούσα μορφή της. Ήδη, ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επιδιώκουν την επιστροφή στα κλειστά σύνορα, αμφισβητούν θεμελιώδεις αρχές του κράτους δικαίου, της ανεξάρτητης δικαιοσύνης, των ανεξαρτήτων αρχών και δεν σέβονται τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, σήμερα συγκρούονται δύο εντελώς διαφορετικές αντιλήψεις: η εθνικολαϊκιστική που θέλει την επιστροφή αρμοδιοτήτων στο εθνικό κράτος, την υποβάθμιση της ενοποιητικής διαδικασίας, και η άλλη, που βλέπει το υπερεθνικό ευρωπαϊκό σύστημα σαν τη μοναδική δυνατότητα να διαφυλαχτεί η σταθερότητα και η φιλελεύθερη δημοκρατία στην Ευρώπη.
Ο λαϊκισμός, είτε με δεξιά είτε με αριστερή μορφή, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, συναινεί και συνθηματολογεί πάνω σε ζητήματα και υπαρκτές ανησυχίες της καθημερινότητας, κυρίως της μεσαίας τάξης, που αφορά την κοινωνική υποβάθμιση, τη διογκωμένη ανεργία, κυρίως των νέων, την κρατική γραφειοκρατία, τις υπερβολές της πολιτικής ορθότητας, το ανεξέλεγκτο μεταναστευτικό ρεύμα και την ανασφάλεια, δίνοντας απλοϊκές, ανεφάρμοστες και λάθος λύσεις εθνικών πολιτικών, προτάσσοντας οικονομικό προστατευτισμό, έντονο κρατικισμό, παροχές, κλειστές αγορές και κλείσιμο συνόρων.
Σε αυτό το πλαίσιο, συνθήματα περί «προοδευτικού μετώπου κατά της ακροδεξιάς» και της «νεοφιλελεύθερης λιτότητας» είναι στην ίδια λογική με αυτά που γνωρίσαμε από τους αντιμνημονιακούς λαϊκιστές που καλλιέργησαν μια αντιευρωπαϊκή προπαγάνδα σχετικά με την εκμετάλλευση και φτωχοποίηση της Ελλάδας από τους «αδίστακτους δανειστές» της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ίδια ιδεοληψία παίρνει τη μορφή αντιπαράθεσης και αμφισβήτησης του φιλελεύθερου μοντέλου ανάπτυξης και των κεκτημένων της Ενωμένης Ευρώπης.
Οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις έχουν άλλες προτεραιότητες και άλλο όραμα. Η Ελλάδα πρέπει να έχει προτάσεις προωθώντας την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που χρειάζεται η ίδια για να περάσει σε ένα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης και να ενισχύσει τη θέση της στην Ευρώπη. Ο διάλογος θα πρέπει να επικεντρωθεί στο γιατί θέλουμε περισσότερη και ισχυρή Ευρώπη, ποια είναι τα πλεονεκτήματα που απορρέουν για την Ελλάδα και πώς θα τρέξει με ικανοποιητικές επιδόσεις στις ταχύτητες που απαιτούνται για να παραμείνει στον κεντρικό πυρήνα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αυτό προϋποθέτει τήρηση των κοινών υποχρεώσεων και εφαρμογή κρίσιμων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ενώ χρειάζεται η πολιτική βούληση να εκχωρήσει περαιτέρω αρμοδιότητες σε τομείς κλειδιά που άπτονται της εθνικής κυριαρχίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η σύγκλιση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων, τόσο μεταξύ των κρατών-μελών όσο και μέσα στις ίδιες τις χώρες, είναι προϋπόθεση για να εμπιστευτούν οι πολίτες την Ευρωπαϊκή Ένωση. Υπάρχει αναπτυξιακό χάσμα μεταξύ των κρατών-μελών και των περιφερειών, ενώ σχεδόν το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκεται αντιμέτωπο με τον κίνδυνο της φτώχειας ή του κοινωνικού αποκλεισμού. Χρειάζονται κοινές πολιτικές που θα ενισχύσουν μια βιώσιμη Ευρώπη, με ανθεκτικές περιφέρειες και μια μεσαία τάξη που θα αισθάνεται ασφαλής να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις. Σε αυτήν την κρίσιμη συγκυρία, όπου αναμφισβήτητα επιβεβαιώνονται τα λάθη αρχιτεκτονικής και οι ατολμίες του υπάρχοντος ευρωπαϊκού συστήματος να δώσει ικανοποιητικές λύσεις, η ελληνική εκπροσώπηση στο Ε.Κ. θα πρέπει να έχει συγκεκριμένες προτάσεις.
Η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να συμμετάσχει σε μια ευρύτερη διαδικασία σύγκλισης προς την κατεύθυνση των πιο ανθεκτικών οικονομικών δομών της ζώνης του ευρώ και να επιδιώκει τη στήριξη επενδυτικών πολιτικών σύγκλισης και συνοχής. Χρειάζονται σημαντικές μεταρρυθμίσεις στη διακυβέρνηση της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης, με περισσότερη ενοποίηση, με επαρκή κοινό προϋπολογισμό, με ουσιαστικούς μηχανισμούς οικονομικής και κοινωνικής σύγκλισης και αναβάθμισης της κοινωνικής Ευρώπης, με ένα ευρωπαϊκό ελάχιστο εγγυημένο μισθό, την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, με περισσότερη Ευρώπη στο μεταναστευτικό, στο άσυλο, στην πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας, στον κοινό έλεγχο των εξωτερικών συνόρων της Ευρώπης.
Οι ευρωεκλογές του Μαΐου αποτελούν μια σημαντική ευκαιρία για να συσπειρωθούν οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις, αποδεσμευμένες από εθνικιστικές αγκυλώσεις και ιδεοληψίες ενάντια στο φιλελεύθερο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, πάνω σε ένα ρεαλιστικό σχέδιο για την οικοδόμηση μιας Ομοσπονδιακής Ευρώπης.