Η διάρκεια ζωής μιας επιχείρησης δεν είναι ένα απλό δημογραφικό στοιχείο καθώς τόσο οι επιχειρηματίες, όσο και οικονομολόγοι διερωτώνται συχνά, πόσα χρόνια επιβιώνει μια επιχείρηση; Μια τελευταία έρευνα κατέληξε σε ένα καινοφανές συμπέρασμα: οι περισσότερες επιχειρήσεις πεθαίνουν –συγχωνεύονται, εξαγοράζονται ή χρεοκοπούν- ανεξάρτητα από το πόσο καθιερωμένες είναι στην αγορά, γράφει η Βάλια Αρανίτου.
Της Βάλιας Αρανίτου,
Αναπληρώτρια καθηγήτρια Παν. Κρήτης
Διευθύντρια ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ
1. Επιχείρηση και Διάρκεια ζωής
Η διάρκεια ζωής μιας επιχείρησης δεν είναι ένα απλό δημογραφικό στοιχείο καθώς τόσο οι επιχειρηματίες, όσο και οικονομολόγοι διερωτώνται συχνά, πόσα χρόνια επιβιώνει μια επιχείρηση; Μια τελευταία έρευνα κατέληξε σε ένα καινοφανές συμπέρασμα: οι περισσότερες επιχειρήσεις πεθαίνουν –συγχωνεύονται, εξαγοράζονται ή χρεοκοπούν- ανεξάρτητα από το πόσο καθιερωμένες είναι στην αγορά. Είναι χαρακτηριστικό πως μια τελευταία έρευνα του Ινστιτούτου Santa Fe του New Mexico καταλήγει στα 10 χρόνια ως το ‘μαγικό αριθμό’ των ετών ζωής μιας επιχείρησης. Στην ίδια λογική, μια μελέτη της Innosight για το 2016 έδειξε πως οι εταιρείες καταγράφουν κατά μέσο όρο διάρκεια ζωής 24 έτη προτού διακόψουν τη λειτουργία τους. Μάλιστα, οι προβλέψεις για τη μέση διάρκεια ζωής αναμένεται να μειωθούν ακόμα περισσότερο στο μέλλον λόγω των τεχνολογικών μεταβολών και της ανταγωνιστικότητας.
Ιδίως για τις μεγάλες, πολυεθνικές, επιχειρήσεις τα δεδομένα είναι ακόμα πιο απαισιόδοξα. Σύμφωνα με τον Bloomberg o μέσος όρος ζωής μιας πολυεθνικής επιχείρησης είναι 40 με 50 χρόνια. Ένα στατιστικό στοιχείο που ενισχύει το παραπάνω αφήγημα είναι πως το 50% των επιχειρήσεων του Fortune 500 (για το 1999) εξαφανίστηκε από τη λίστα δέκα χρόνια αργότερα. Πολλές από τις επιχειρήσεις αυτές είτε συγχωνεύτηκαν, είτε διαχωρίστηκαν σε μικρότερες. Όμως αρκετές από αυτές εξοβελίστηκαν από το οικοσύστημα της επιχειρηματικότητας, ως αποτυχημένες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ένας από σημαντικούς λόγους που συνέβαλαν στην αποτυχία είναι η μη ευελιξία του ίδιου του management το οποίο δεν προσαρμόστηκε στις μεταβολές του περιβάλλοντος αλλά εφησυχάστηκε στο ‘status quo’ της επιχείρησης.
Οι κίνδυνοι αυτού του εφησυχασμού είναι πολλαπλοί και δύνανται να θέσουν σε κίνδυνο την ίδια την βιωσιμότητα της επιχείρησης. Αυταπόδεικτα, ο εφησυχασμός είναι μια αντανάκλαση της ίδιας της ανθρώπινης φύσης καθώς ανεξάρτητα από το πόσο επιτυχημένη είναι η επιχείρηση σου, είναι δύσκολο να προβείς σε μια αλλαγή των επιχειρηματικών σου στρατηγικών, οδεύοντας επί της ουσίας προς το άγνωστο. Αυτή η αλλαγή είναι μια δύσκολη, και σε αρκετές περιπτώσεις αδύνατη, επιλογή λόγω του ανταγωνισμού αλλά και της ίδιας της δομής της επιχείρησης, ως οργανισμού όπου συγκρούονται διαφορετικά συμφέροντα. Έτσι όταν ο επιχειρηματίας έρχεται αντιμέτωπος με μια δύσκολη επιχειρηματική απόφαση, του φαίνεται πιο εύκολο να μην πάρει καμία απόφαση.
Ωστόσο, διαβιώνουμε σε ένα πολύπλοκο και ευμετάβλητο περιβάλλον το οποίο επιδρά καταλυτικά στις επιχειρηματικές στρατηγικές. Παράγοντες όπως η παγκοσμιοποίηση, οι μεταβολές στην τεχνολογία, οι προκλήσεις των κανονιστικών ρυθμίσεων και οι μεταλλαγές στην καταναλωτική ζήτηση επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο οι επιχειρηματίες λαμβάνουν αποφάσεις. Μια πρόσφατη έρευνα σε 900 πετυχημένους επιχειρηματίες έδειξε την αγωνία των CEOs να επιτύχουν μια βιώσιμη εξισορρόπηση μεταξύ της βραχυπρόθεσμης (επιτυχημένης) επίδοσης και της μακροπρόθεσμης στρατηγικής που θα μετασχηματίσει την ίδια την επιχείρηση. Στο πλαίσιο αυτό: οι επιχειρηματίες δεν θα πρέπει να μένουν προσκολλημένοι σε επιτυχίες είτε του παρόντος, είτε του παρελθόντος.
Ο ίδιος ο Jeff Bezos, καινοτόμος ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Amazon, βλέπει την εξαφάνιση της επιχείρησης στο μέλλον ως μια πιθανότητα. Σε μια από τις συνελεύσεις της εταιρείας σημείωσε: “ […] Προβλέπω ότι κάποια μέρα η Amazon θα καταρρεύσει. Η Amazon θα χρεοκοπήσει” και συνεχίζει "Εάν κοιτάξετε τις μεγάλες επιχειρήσεις, η ζωή τους κυμαίνεται στα 30 χρόνια, όχι όμως 100".
Όμως, όπως δείχνει η οικονομική ιστορία, όταν ο ίδιος ο επιχειρηματίας προσαρμόζεται στις μεταβολές του περιβάλλοντος του και διαμορφώνει ο ίδιος το μέλλον της επιχείρησης του, τότε η ίδια η μακροχρόνια βιωσιμότητα είναι εξαιρετικά πιθανή. Όπως σημειώνει ο Σουμπέτερ ο ‘επιχειρηματίας’ σε αντίθεση με τον ‘κοινό’, όπως τον αποκαλεί, βιομήχανο ή έμπορο, ασχολείται με το μέλλον και τη διαμόρφωση του και δεν γίνεται θύμα της επιτυχίας για την επιτυχία.
2. Η Επιχείρηση ‘ΜΑΝΕΣΙΩΤΗΣ’
Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα είναι πράγματι εντυπωσιακό το γεγονός πως η επιχείρηση ‘Μανεσιώτης’ καταγράφει πλέον έναν αιώνα ζωής. Η επιχείρηση ιδρύεται το 1919, από το Νίκο Μανεσιώτη ξεκινώντας με τις εισαγωγές και το χονδρεμπόριο μπαχαρικών αλλά και κασσίτερου και προϊόντων αυτού.
Η επιχείρηση με άλλα λόγια ιδρύεται, λίγο πριν την περίοδο του Μεσοπολέμου (1922-1940) και τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και λίγο μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τους Βαλκανικούς Πολέμους των αρχών του 20ου αιώνα, του αιώνα των άκρων. Το 1919 είναι, από πολλές απόψεις, ένα συμβολικό έτος καθώς τη χρονιά αυτή ιδρύεται η Κοινωνία των Εθνών, αντανάκλαση της Συνθήκης των Βερσαλλιών, θεμελιώνεται το Διεθνές Γραφείο Εργασίας (ILO) και ο Henry Ford χρησιμοποιεί για πρώτη φορά τη γραμμή παραγωγής μαζικής κλίμακας ως αποτέλεσμα της τεϋλοριανής επανάστασης στο management. Από την άλλη, στο εσωτερικό πεδίο, την περίοδο αυτή ιδρύεται η ΓΣΕΕ (1918), η ΓΣΕΒΕΕ 1919 και βέβαια καταγράφονται και σημαντικές διεργασίες στον ΕΣΠ όταν στις 3 Μαρτίου 1919 μετονομάζεται σε Εμπορικό και Βιομηχανικό Σύλλογο Πειραιώς ως αποτέλεσμα της ανάγκης επαγγελματικής και συνδικαλιστικής έκφρασης.
Η εταιρεία ιδρύεται μέσα σε ένα κλίμα πόλωσης και πολλαπλών μεταλλαγών. Έχουν προηγηθεί οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, ο Εθνικός Διχασμός (1915-1917) αλλά και ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ο οποίος, παρά τις μη καταστροφικές συνέπειες του για την Ελλάδα, άσκησε σημαντικές επιδράσεις στο διεθνές οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον. Η επιχείρηση γεννάται στην αυγή του Μεσοπολέμου ο οποίος αποτέλεσε για την Ελλάδα την περίοδο της μετάβασης από την φιλελεύθερη οικονομία στον εκτεταμένο κρατικό παρεμβατισμό, από την αγροτική στην περισσότερο αστική κοινωνία και από τον αστικό εκσυγχρονισμό στον συγκεντρωτισμό. Η περιοχή του Πειραιά, οικονομικό και βιομηχανικό κέντρο, ήδη από τον 19ο αιώνα, αποτελεί ένα γιγαντιαίο ‘κοινωνικό χωνευτήρι’ στο οποίο συνωθούνται πληθυσμοί από διαφορετικές περιοχές και κοινωνικές αφετηρίες. Ο ιδρυτής της επιχείρησης, αποφασίζει να αφήσει τη Σπάρτη και την Καλαμάτα όπου εργαζόταν ως βοηθός σε παντοπωλεία, και με τις οικονομίες του αποφασίζει να δραστηριοποιηθεί στο μεγάλο λιμάνι της χώρας ξεκινώντας με το εμπόριο των μπαχαρικών. Η επιλογή του κλάδου των τροφίμων αποδεικνύεται στρατηγικής σημασίας. Τα μπαχαρικά, ως ένα μη ευπαθές προϊόν ανελαστικής ζήτησης, συνδέονται με μια μεγάλη εσωτερική αγορά αποτελώντας μια δικλείδα ασφαλείας για ένα νέο επιχειρηματικό εγχείρημα.
Όμως η επιχείρηση δεν παρέμεινε προσδεμένη στο επιτυχημένο της παρόν και παρελθόν. Το 1988, αφουγκράζεται τις μεταλλαγές της εσωτερικής ζήτησης και επιχειρεί με ένα διαφορετικό προϊόν, τις τροφές για κατοικίδια ζώα, κατακτώντας ένα σημαντικό μερίδιο της αγοράς. Στο πλαίσιο αυτό, η προσαρμογή της επιχείρησης και η διαμόρφωση του ίδιου του μέλλοντος της επεξηγούν και τεκμηριώνουν τη μακρόχρονη βιωσιμότητα της. Ο επιχειρηματίας –ανεξαρτήτως μεγέθους- που δεν διστάζει να αναμετρηθεί και να διαμορφώσει την ίδια του την ιστορία, αναμετράται συχνά με τον ίδιο του τον εαυτό. Όμως αυτό είναι που τον ξεχωρίζει και τον καθιστά πραγματικά καινοτόμο και επιτυχημένο.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι ο σημερινός ιδιοκτήτης της εταιρείας ο Νίκος Μανεσιώτης έχει έντονη δημόσια παρουσία καθώς το ιστορικό βάθος της επιχείρησής του την καθιστά κομμάτι της κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας της πόλης.