Απόψεις
Δευτέρα, 18 Μαρτίου 2019 12:00

Ένας «γάμος» από... προξενιό

Kάποιοι αναλυτές τη χαρακτήρισαν «φάρμακο» στην απόγνωση. Μια συγχώνευση ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες τράπεζες της Γερμανίας δείχνει μια απεγνωσμένη προσπάθεια της γερμανικής κυβέρνησης να διασώσει ό,τι απέμεινε από δαπανηρά σκάνδαλα, αποτυχία πολιτικών και διάψευση φιλοδοξιών για παγκόσμια επέκταση.

Από την έντυπη έκδοση

Kάποιοι αναλυτές τη χαρακτήρισαν «φάρμακο» στην απόγνωση. Μια συγχώνευση ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες τράπεζες της Γερμανίας δείχνει μια απεγνωσμένη προσπάθεια της γερμανικής κυβέρνησης να διασώσει ό,τι απέμεινε από δαπανηρά σκάνδαλα, αποτυχία πολιτικών και διάψευση φιλοδοξιών για παγκόσμια επέκταση.

 Xθες η Deutsche Bank επιβεβαίωσε ότι βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με την ανταγωνίστριά της Commerzbank. To ότι οι δύο τράπεζες χρειάζονται βοήθεια είναι αδιαμφισβήτητο. Το εγχείρημα θα συνενώσει δύο από τις πλέον ανεπαρκείς τράπεζες της Ευρώπης, δημιουργώντας έναν εθνικό πρωταθλητή ικανό να δώσει ώθηση στη μεγαλύτερη οικονομία της περιοχής. Άλλωστε, η Ευρωζώνη στηρίζεται τα μέγιστα στις τράπεζες για να καθοδηγήσει την ανάπτυξη, εν απουσία συνθηκών για διασυνοριακές συγχωνεύσεις, καθώς το μη ολοκληρωμένο ακόμη ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο έχει καταστήσει τις τράπεζες αδύναμες να μεταφέρουν ελεύθερα διασυνοριακά κεφάλαια, με αποτέλεσμα οι διεθνείς συμφωνίες να είναι και δύσκολες, και κοστοβόρες.

Από την άλλη πλευρά, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κρατά εδώ και πολύ καιρό -και θα συνεχίσει να κρατά- τα επιτόκια σε ιστορικά χαμηλά, με την υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική της να συμπιέζει την κερδοφορία των τραπεζών από τις βασικές δραστηριότητές τους. Παρότι με τη συγχώνευσή τους οι δύο τράπεζες θα «δουν» βελτίωση στα περιθώρια κέρδους τους, οι βασικές δραστηριότητές τους δεν θα γίνουν ιδιαίτερα ελκυστικές. Στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες, το μέσο καθαρό έντοκο περιθώριο κέρδους -η διαφορά ανάμεσα στο επιτόκιο που λαμβάνουν στα δάνεια και σε αυτό που πληρώνουν στις καταθέσεις- είναι γύρω στο 1,6%, δηλ. στο ήμισυ του 3,3% που απολαμβάνουν οι κορυφαίες τράπεζες των ΗΠΑ. 

Ακόμη και το πλεονέκτημα της μείωσης του κόστους υποβαθμίζεται, δεδομένου ότι κινδυνεύουν περί τις 30.000 θέσεις εργασίας. Πολύ περισσότερο, ο όμιλος που θα προκύψει από μία συγχώνευση θα αντιπροσωπεύει μόλις το 8% των τραπεζικών υποκαταστημάτων της χώρας, γεγονός που του προσδίδει μικρή αγοραστική δύναμη σε μία αγορά όπου εκατοντάδες αποταμιευτήρια που ελέγχονται από το Δημόσιο και συνεργατικές τράπεζες ανταγωνίζονται με τις εμπορικές τράπεζες. 
Μία συγχώνευση θα είναι επίσης, σύμφωνα με αναλυτές, δαπανηρή. Πέρα από τα έξοδα αναδιάρθρωσης, μία ματιά στο ενεργητικό των τραπεζών θα υπογράμμιζε την ανάγκη για αύξηση κεφαλαίου, ενώ παράλληλα θα ωθούσε τις ρυθμιστικές αρχές να απαιτήσουν μεγαλύτερα «μαξιλάρια». Οι δύο τράπεζες ενδεχομένως να υποχρεωθούν να πωλήσουν μέρος από το καλύτερο ενεργητικό τους.

Για όλους αυτούς τους λόγους, η γερμανική ρυθμιστική αρχή, η BaFin, έχει επανειλημμένως δηλώσει την προτίμησή της για μία ευρωπαϊκή συμφωνία, καθώς εκτιμά ότι οι δύο τράπεζες είναι υπερβολικά εξασθενημένες για να ωφεληθούν σημαντικά από μία συγχώνευση. Και εάν το εγχείρημα ιδωθεί μέσα στο ευρύτερο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, η προσπάθεια αυτή για συγχώνευση καταδεικνύει πόσο αδύναμο εξακολουθεί να είναι.