Ο Πρωθυπουργός είχε μόλις τελειώσει την ομιλία του στην Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ και οι επιθέσεις που είχε εξαπολύσει εναντίον των εταιρειών δημοσκοπήσεων αλλά και εναντίον του Κ. Μητσοτάκη βρίσκονταν ήδη στους τίτλους των ειδησεογραφικών sites. Τότε ήταν που έφυγαν οι κάμερες της ΕΡΤ, έκλεισαν οι πόρτες της αίθουσας, ξεκίνησαν οι τοποθετήσεις των βουλευτών, με τον κ. Τσίπρα να κάθεται στην καρέκλα του σιωπηλός να παρακολουθεί τη συζήτηση.
Του Γιάννη Καμπουράκη
[email protected]
Ο πρωθυπουργός είχε μόλις τελειώσει την ομιλία του στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ και οι επιθέσεις που είχε εξαπολύσει εναντίον των εταιρειών δημοσκοπήσεων αλλά και εναντίον του Κυριάκου Μητσοτάκη βρίσκονταν ήδη στους τίτλους των ειδησεογραφικών sites.
Τότε ήταν που έφυγαν οι κάμερες της ΕΡΤ, έκλεισαν οι πόρτες της αίθουσας, ξεκίνησαν οι τοποθετήσεις των βουλευτών, με τον κ. Τσίπρα να κάθεται στην καρέκλα του σιωπηλός να παρακολουθεί τη συζήτηση. Είδε την Αννέτα Καββαδία και τη Θεοδώρα Μεγαλοοικονόμου να τσακώνονται, με την πρώτη να κάνει υποδείξεις περί life style πολιτικής στη δεύτερη και την κ. Μεγαλοοικονόμου να απειλεί -ενώπιον του κ. Τσίπρα- ότι θα παραιτηθεί από την έδρα της και αν το κάνει η κυβέρνηση θα χάσει τη δεδηλωμένη, διότι την έδρα της καταλαμβάνει ο Γιάννης Καλλιάνος που έχει πάει πλέον στη Ν.Δ.
Είδε τον Παύλο Πολάκη να εμπλέκεται στη διένεξη παίρνοντας τη θέση της κ. Μεγαλοοικονόμου, κάτι που εξόργισε την κ. Καββαδία που του απάντησε ότι δεν δέχεται να την εγκαλούν.
Είδε βουλευτές να επιτίθενται στον υπουργό Δικαιοσύνης Μιχάλη Καλογήρου -στο ύφος της ανακοίνωσης της νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ κατά των προτεινόμενων αλλαγών στον Ποινικό Κώδικα- και εκείνος να κάνει πίσω. Είδε τον κ. Πολάκη να διαμαρτύρεται στον κ. Παπαγγελόπουλο επειδή -όπως είπε- η Δικαιοσύνη επιλέγει υποθέσεις και τον κ. Παπαγγελόπουλο να το παραδέχεται με τη φράση της συζύγου του πρωθυπουργού, «ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε την κυβέρνηση αλλά όχι την εξουσία». Είδε τον πρώην υπουργό Δικαιοσύνης Σταύρο Κοντονή να προτείνει να μην ψηφίσει ο ΣΥΡΙΖΑ το άρθρο 32 για την απεμπλοκή της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής έτσι ώστε να μην μπορεί να αναθεωρηθεί με 151 βουλευτές και τον Πρόεδρο της Βουλής Νίκο Βούτση να του απαντά ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει γιατί θα εκτεθεί ο ΣΥΡΙΖΑ.
Είδε τη βουλευτή Πειραιώς Νίνα Κασσιμάτη να κατηγορεί τους ψηφοσυλλέκτες Μπαλωμενάκη και Καραγιαννίδη ότι ήταν εκείνοι που άφησαν να διαρρεύσει το ψηφοδέλτιό της κατά την πρώτη ψηφοφορία της Συνταγματικής Αναθεώρησης για να την εκθέσουν, ζητώντας την εξαίρεσή τους από τη σημερινή, δεύτερη ψηφοφορία και τον κ. Βούτση να προσπαθεί να σβήσει τη φωτιά, λέγοντας ότι «η αντιπολίτευση το διέρρευσε».
Όλα αυτά έβλεπε ο κ. Τσίπρας και κάπου λίγο πριν από το τέλος, όπως επιβεβαίωσαν παρευρισκόμενοι βουλευτές και ενώ προηγουμένως δεν είχε παρέμβει καθόλου -πλην του θέματος με το άρθρο 32 που είπε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα το ψηφίσει κανονικά σήμερα- φέρεται να προειδοποίησε «να μην τα γκρεμίσουμε όλα στο τέλος, να μη δώσουμε την ευκαιρία να μιλήσουν για συντριπτική ήττα».
Αποστάσεις από Φίλη, Τσακαλώτο
Λίγη ώρα πριν ο κ. Τσίπρας εξαπολύσει την επίθεση εναντίον των εταιρειών δημοσκοπήσεων, τις οποίες κατηγόρησε για πολιτική απάτη επειδή δίνουν μεγάλη διαφορά υπέρ της Ν.Δ. στις μετρήσεις τους, την οποία και προφανώς αμφισβήτησε, ο πρώην υπουργός και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Φίλης δήλωνε στον ρ/σ «Στο Κόκκινο» για τις δημοσκοπήσεις: «Οι δημοσκοπήσεις, όταν γίνονται με τρόπο επιστημονικό και αντικειμενικό, μας δίνουν τη δυνατότητα να βελτιωνόμαστε».
Ακόμα, την ώρα που ο κ. Τσίπρας υπερασπιζόταν απολύτως τις επιλογές της κυβέρνησης το 2015 -ενώ παλιότερα ο ίδιος είχε μιλήσει για αυταπάτες- λέγοντας ότι «το μεγάλο βήμα που έγινε το 2015 δεν έμεινε μετέωρο διότι αποδείχθηκε ότι υπήρχε εναλλακτικός δρόμος», ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος έλεγε σε φοιτητές της Πολιτικής Επιστήμης στο Παρίσι:
«Προσπαθήσαμε αλλά νικηθήκαμε. Το μεγαλύτερό μας λάθος ήταν ότι δεν καταλάβαμε πως αυτό το οποίο θεωρούσαμε εμείς ως μέσο άσκησης πίεσης, ήταν αυτό το οποίο ήθελαν οι Γερμανοί [σ.σ. το Grexit] (…) Το δεύτερο λάθος μας είναι πως είχαμε υπερεκτιμήσει τις δυνατότητες άμεσης πάταξης της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας».