Απόψεις
Πέμπτη, 14 Μαρτίου 2019 07:00

H Eυρωζώνη και ο Μητσοτάκης

Θα περίμενε κανείς ότι ένας φιλελεύθερος πολιτικός, ο οποίος πιστεύει στην ελεύθερη αγορά, στην αξιολόγηση του δημόσιου τομέα, στις ιδιωτικές επενδύσεις και στις δυνατότητες που προσφέρει το σύστημα των διεθνών κεφαλαιαγορών, θα είχε την εύνοια της Ευρωζώνης. Τουλάχιστον σε σύγκριση με έναν πολιτικό που διαμηνύει ακριβώς το αντίθετο. Κι όμως. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι απονέμουν τα εύσημα στον Αλέξη Τσίπρα για τη στροφή 180ο από το πρώτο 6μηνο του 2015 και ταυτόχρονα αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, γράφει ο Βασίλης Κωστούλας.

Από την έντυπη έκδοση 

Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]

Θα περίμενε κανείς ότι ένας φιλελεύθερος πολιτικός, ο οποίος πιστεύει στην ελεύθερη αγορά, στην αξιολόγηση του δημόσιου τομέα, στις ιδιωτικές επενδύσεις και στις δυνατότητες που προσφέρει το σύστημα των διεθνών κεφαλαιαγορών, θα είχε την εύνοια της Ευρωζώνης. Τουλάχιστον σε σύγκριση με έναν πολιτικό που διαμηνύει ακριβώς το αντίθετο. Κι όμως. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι απονέμουν τα εύσημα στον Αλέξη Τσίπρα για τη στροφή 180ο από το πρώτο 6μηνο του 2015 και ταυτόχρονα αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό τον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Η επιφυλακτικότητα της Ευρωζώνης απέναντι στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης εδράζεται, τουλάχιστον ρητορικά, σε δύο παραδοχές. Πρώτον, «άλλο Κυριάκος Μητσοτάκης και άλλο Ν.Δ.». Επικρατεί δηλαδή η εντύπωση ότι ακόμη κι αν ο ίδιος είναι έτοιμος για αληθινές μεταρρυθμίσεις, δεν είναι έτοιμο και το κόμμα του. Δεύτερον, η ατζέντα του επίδοξου πρωθυπουργού προβάλλει «ακόμη ένα εξτρεμιστικό αίτημα επαναδιαπραγμάτευσης».

Ανατροπή της περικοπής των συντάξεων, μονομερής αύξηση του κατώτατου μισθού, επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Όλα τα δέχονται τελικά οι πιστωτές, εκτός από την παραβίαση της «κόκκινης γραμμής» τους. Να μη μειωθούν οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα (3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και 2,2% του ΑΕΠ έως το 2060) που συνδέεται με την αποπληρωμή του ελληνικού χρέους.

Χαρακτηρίζουν «μεγάλο λάθος» τη στρατηγική απόφαση Μητσοτάκη να βάλει στο τραπέζι την επαναδιαπραγμάτευση των στόχων. Ίσως αποκαλύπτουν έτσι το οξυγόνο της εξαιρετικά λειτουργικής συνεργασίας τους με τον Αλέξη Τσίπρα, τον οποίο συγχαίρουν για το γεγονός ότι υπερβαίνει θεαματικά τους ήδη δυσβάσταχτους στόχους, αψηφώντας τις γνωμοδοτήσεις διεθνών οργανισμών που εστιάζουν στις δυσμενείς επιπτώσεις για την οικονομία.

Πράγματι, η δημοσιονομική πολιτική δεν είναι πανάκεια για την ανάπτυξη. Μεγαλύτερη σημασία έχουν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα καταστήσουν το περιβάλλον στην Ελλάδα πρόσφορο. Για επενδύσεις και επιχειρηματικότητα. Για προστιθέμενη αξία και αύξηση της απασχόλησης. Για υψηλότερα εισοδήματα. Εδώ έχουν δίκιο οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι. Ωστόσο, η παρατεταμένα επιθετική φορολόγηση, ιδίως όταν συνδυάζεται με συγκράτηση των δαπανών για επενδύσεις και με ενίσχυση των δαπανών για προσλήψεις πελατειακού χαρακτήρα, περιορίζει δραστικά τα περιθώρια της ανάκαμψης.

Συμπερασματικά, μια κυβέρνηση υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη θα κριθεί πρακτικά σε δύο επίπεδα. Πρώτον, για τη βούληση να επιφέρει διαρθρωτικές τομές, τις οποίες προφανώς και δεν επέφερε η κυβέρνηση υπό τον Αλέξη Τσίπρα. Δεύτερον, για τη δυνατότητα να εξορθολογίσει τα φορολογικά βάρη. Αν προβεί δυναμικά σε μεταρρυθμίσεις με ισχυρό συμβολικό χαρακτήρα, θα αφαιρέσει επιχειρήματα από τη φαρέτρα των πιστωτών, οι οποίοι βρίσκουν «σωσίβιο» στην πολιτική των υπερπλεονασμάτων. Θα πρέπει πάντως, όπως όλα δείχνουν, «πρώτα να δείξει έργο και μετά να ζητήσει διευκολύνσεις».