Τον Μάρτιο του 2009 η αμερικανική οικονομία λύγιζε υπό το βάρος της Μεγάλης Ύφεσης που είχε προκαλέσει η πιστωτική κρίση του 2008. Τον προηγούμενο μήνα είχαν χαθεί περισσότερες από 650.000 θέσεις εργασίας. Στη Wall Street, τη «Μαύρη Δευτέρα» της 9ης Μαρτίου, ο S&P καταποντίστηκε στις 676,53 μονάδες, έχοντας απομακρυνθεί πάνω από 50% από τα υψηλά του Οκτωβρίου 2007.
Από την έντυπη έκδοση
Της Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]
Τον Μάρτιο του 2009 η αμερικανική οικονομία λύγιζε υπό το βάρος της Μεγάλης Ύφεσης που είχε προκαλέσει η πιστωτική κρίση του 2008. Τον προηγούμενο μήνα είχαν χαθεί περισσότερες από 650.000 θέσεις εργασίας. Στη Wall Street, τη «Μαύρη Δευτέρα» της 9ης Μαρτίου, ο S&P καταποντίστηκε στις 676,53 μονάδες, έχοντας απομακρυνθεί πάνω από 50% από τα υψηλά του Οκτωβρίου 2007.
Τότε όλα έμοιαζαν ζοφερά και χωρίς ελπίδα για φως στο τούνελ και έξοδο από την κρίση. Δέκα χρόνια αργότερα, τίποτε δεν θυμίζει εκείνες τις σκοτεινές, ανέλπιδες ημέρες. Χάρη στη σταθερή ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας και τα αυξημένα εταιρικά κέρδη -ειδικά μετά τη φορολογική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Τραμπ, μειώνοντας τον συντελεστή φορολόγησης επιχειρήσεων στο 21% από 35%- ο Dow Jones και ο S&P 500 έχουν ενισχυθεί πάνω από 300% από τα χαμηλά του Μαρτίου 2009.
Έπειτα όμως από το εφιαλτικό τέταρτο τρίμηνο του 2018 -με τον Δεκέμβριο να είναι ο χειρότερος μήνας στην ιστορία του S&P, ξεπερνώντας ακόμη και τον Δεκέμβριο του 1931- και με το ράλι να συμπληρώνει δεκαετία, είναι εύλογο το ερώτημα για το κατά πόσον θα έχει διάρκεια.
Η Wall Street δεν μπορεί να μείνει αλώβητη μπροστά στις προκλήσεις που ήδη βάζουν φρένο στην παγκόσμια ανάπτυξη. Ο θετικός αντίκτυπος από τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης ξεφουσκώνει σιγά-σιγά. Οι ρυθμοί αύξησης της κερδοφορίας των επιχειρήσεων αναμένεται να επιβραδυνθούν φέτος, έπειτα από τις δυναμικές επιδόσεις του 2018. Και η εξασθένηση της Ιταλίας και της Γερμανίας, γονατίζοντας την Ευρωζώνη, οι ανησυχίες για το Brexit, όπως και ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας αποτελούν πηγές προβληματισμού για τους επενδυτές. Οι επιφυλάξεις τους και το αβέβαιο μέλλον ευθύνονται εν μέρει για την έντονη μεταβλητότητα στις αγορές μετοχών.
Από την άλλη, οι bull markets δεν είναι σαν τις συσκευασίες τροφίμων. Δεν έχουν ημερομηνία λήξης. Για όσον καιρό η οικονομία και τα εταιρικά κέρδη έχουν ικανοποιητική πορεία, οι μετοχές έχουν κάθε λόγο να κατευθύνονται ανοδικά. Ήδη οι επενδυτές νιώθουν ανακούφιση για το ενδεχόμενο μιας σινο-αμερικανικής εμπορικής συμφωνίας. Και η οικονομία των ΗΠΑ συνεχίζει να εκπλήσσει ευχάριστα, με ταχύτερη του αναμενομένου ανάπτυξη 2,6% στο τέταρτο τρίμηνο. Τον Ιανουάριο δημιουργήθηκαν 304.000 νέες θέσεις εργασίας, με την αμερικανική αγορά εργασίας να συμπληρώνει 100 διαδοχικούς μήνες αύξησης της απασχόλησης.
Αυτό το ράλι, ήδη το μακροβιότερο στην ιστορία της Wall Street, έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να επιβιώσει αναρίθμητων κρίσεων πανικού. Το πρόβλημα όμως είναι ότι τις περισσότερες φορές το τέλος της ευφορίας και η επιστροφή των «αρκούδων» βρίσκουν απροετοίμαστους τους κεντρικούς τραπεζίτες, τους επενδυτές, ακόμη και τους πιο δεινούς οικονομολόγους.