Η πολιτική προσφέρεται για ωραία λόγια. Η προεκλογική πολιτική ακόμη περισσότερο, γράφει ο Χρήστος Α. Ιωάννου.
Από την έντυπη έκδοση
Tου Χρήστου Α. Ιωάννου,
οικονομολόγος
Η πολιτική προσφέρεται για ωραία λόγια. Η προεκλογική πολιτική ακόμη περισσότερο. Στα ωραιότερα των ωραιοτέρων ανήκει η ανάπτυξη. Με ποικίλους κατηγορηματικούς ή επιθετικούς προσδιορισμούς: π.χ. η «δίκαιη ανάπτυξη» που εξαγγέλλεται ως αρχή, ως στόχος. Ή ως παραλλαγή του καθιερωμένου, τα τελευταία χρόνια, διεθνώς, και στην Ε.Ε., inclusive growth, που συχνά αποδίδεται ως βιώσιμη ανάπτυξη για όλους. Καλύτερα ας την πούμε περιεκτική ανάπτυξη ή συμπεριληπτική ανάπτυξη.
Όμως αυτά είναι λόγια. Υπάρχουν και τα έργα. Μεγέθυνσης, ύφεσης, ανάπτυξης, ή καθήλωσης. Τι είχαμε την περίοδο 2015-2018; Το 2015-2016 είχαμε ύφεση: το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές μειώθηκε (-0,4% και -0,2% αντιστοίχως). Το 2017-2018 είχαμε μεγέθυνση: 1,5% το 2017, μένει να οριστικοποιηθεί αν η αύξηση του 2018 φθάσει το 2,1% ή πλησιάσει το 2%. Σημειωτέον ότι οι αισιόδοξες εκτιμήσεις του σχεδίου Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Πολιτικής 2020-2023 υιοθετούν τάση στασιμότητας και μείωσης του ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ κάτω του 2%.
Θα μπορούσε κανείς να συμβιβαστεί με την προοπτική χαμηλής μεγέθυνσης; Αυτό ισοδυναμεί με καθήλωση. Επιβεβαιώνει την εκτίμηση περί «Επιπλέοντος Ναυαγίου» (βλ. Δημ. και Χρ. Ιωάννου, Το Επιπλέον Ναυάγιο, Ερμηνευτικόν Εγκόλπιον για την Κρίση, Εκδόσεις Andy's). Για έναν ακόμη λόγο. Συμβαίνει -ακόμη μία φορά, όπως και στην πορεία προς τη χρεοκοπία του 2009-2010- το παράδοξο να αυξάνεται το δημόσιο χρέος ταχύτερα από το ΑΕΠ. Και το κατά κεφαλήν δημόσιο χρέος ακόμη ταχύτερα. Ακόμη κι αν ευοδωθεί το αισιόδοξο 2,1% αύξησης του ΑΕΠ το 2018 και «κλείσει» στα 185-186 δισ. ευρώ, το δημόσιο χρέος θα είναι αυξημένο, άνω του 180% του ΑΕΠ. Αντικριζόμενο με το πρόσφατα οριστικοποιηθέν από τον ΟΔΔΗΧ χρέος Κεντρικής Διοίκησης της 31.12.2018, μείον τις Συμφωνίες Επαναγοράς (repos) που έχει συνάψει (358,949 δισ. μείον 24,521 δισ. ευρώ). Έναντι 176% το 2015 και το 2017. Όταν το δημόσιο χρέος (για λόγους απλοποίησης αφήνουμε εκτός συζήτησης το ιδιωτικό χρέος) αυξάνεται ταχύτερα από το προϊόν και το εισόδημα της οικονομίας, δεν το λες και «δίκαιη ανάπτυξη».
Αν είναι ανάπτυξη, δεν είναι συμπεριληπτική. Είναι απομυζητική. Δεν είναι inclusive, είναι extractive. Είναι απομυζητική διπλής κατευθύνσεως. Πρώτον, είναι απομυζητική των επομένων γενεών, στις οποίες φορτώνει, συνεχίζει να φορτώνει, δημόσιο χρέος. Δεν είναι «δίκαιη» η χρηματοδότηση τρεχουσών καταναλωτικών αναγκών με αύξηση του δημοσίου χρέους. Η μεταφορά πόρων από το μέλλον και η μετακύλιση της εξυπηρέτησης του χρέους στο μέλλον, είναι απομυζητική ανάπτυξη. Κι επειδή οι δανειακοί πόροι δεν αξιοποιούνται για παραγωγικές επενδύσεις, το αποτέλεσμα είναι η απομυζητική καθήλωση.
Δεύτερον, είναι απομυζητική των παραγωγικών, οικονομικά ενεργών, πολιτών που δημιουργούν την τρέχουσα ανάπτυξη. Η ανάπτυξη του 2017-2018, αλλά και η συγκράτηση της ύφεσης του 2015-2016, έχει κύρια πηγή τους εξωστρεφείς κλάδους της ελληνικής οικονομίας που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά για εξαγωγές και υποκατάσταση εισαγωγών: τα 5 δισ. ευρώ αύξησης των εξαγωγών αγαθών που προστέθηκαν από το 2015. Αν «κλείσουν» το 2018 στα +6 δισ. ευρώ, το ΑΕΠ του 2018 θα φτάσει το +2,1%. Οι παραγωγοί αυτής της ανάπτυξης υφίστανται (ως επιχειρήσεις και ως εργαζόμενοι) την απομυζητική υπερφορολόγηση. Και τις εξίσου απομυζητικές αναβολές των μεταρρυθμίσεων (στις τράπεζες, την αγορά ενέργειας, το επενδυτικό και διοικητικό περιβάλλον, το συνταξιοδοτικό).
Η υφιστάμενη συστηματική απομύζηση πόρων, και από τις επόμενες γενιές και από όσους ανήκουν στον παραγωγικό και εξωστρεφή τομέα της οικονομίας, βρίσκεται στους αντίποδες της συμπεριληπτικής ανάπτυξης. Παρά τα ωραία πολιτικά λόγια, τα έργα δεν οδηγούν στην ανάπτυξη. Οδηγούν στην απομυζητική καθήλωση, σε μια ακόμη χαμένη δεκαετία.
Οι κοινωνίες ευημερούν όταν οι οικονομίες τους αναπτύσσονται με την αναβάθμιση των προϊόντων και των υπηρεσιών που αυτές παράγουν και εξάγουν. Τα προϊόντα εξελίσσονται και «επιβιώνουν» στην αγορά, στην οικονομία, στην κοινωνία, όταν είναι και παραμένουν ανταγωνιστικά. Η τεχνολογία, το κεφάλαιο, οι θεσμοί και οι δεξιότητες που απαιτούνται για την παραγωγή νεότερων προϊόντων πρέπει να προσαρμόζονται. Με τη μεταφορά πόρων στους παραγωγικούς εξωστρεφείς κλάδους εμπορευσίμων. Αυτή είναι η θεμελιώδης σημασία της ανταγωνιστικότητας, που είναι προϋπόθεση και της συμπεριληπτικής ανάπτυξης.