Την περασμένη χρονιά, η Amazon ανακοίνωσε πως αναζητά ένα μέρος για το δεύτερο «αρχηγείο» της και δημοσίευσε ένα έγγραφο με όλα όσα πρέπει να προσφέρουν οι πόλεις για να έχουν την τύχη να τις επιλέξει, γράφει η Κατερίνα Τζωρτζινάκη.
Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Την περασμένη χρονιά, η Amazon ανακοίνωσε πως αναζητά ένα μέρος για το δεύτερο «αρχηγείο» της και δημοσίευσε ένα έγγραφο με όλα όσα πρέπει να προσφέρουν οι πόλεις για να έχουν την τύχη να τις επιλέξει.
Εκτός από τις απαιτήσεις για καλούς δρόμους, δημόσιες συγκοινωνίες και μορφωμένους κατοίκους -δηλαδή όλα όσα πληρώνονται με φόρους, για να μην ξεχνιόμαστε-, το έγγραφο εξηγούσε ότι το μέγεθος των κινήτρων από τις πολιτειακές κυβερνήσεις θα «αποτελούσε έναν σημαντικό παράγοντα στη διαδικασία λήψης της απόφασης» και άφηνε να εννοηθεί ότι για να είναι η πρόταση ανταγωνιστική ίσως «ειδική νομοθεσία» χρειαστεί. Το «Μεγάλο Μήλο» ήταν ιδανικό και στήθηκε το σκηνικό. Στις 14 Φεβρουαρίου 2019, όμως, αντί λόγων δέσμευσης, ο κολοσσός ηλεκτρονικού εμπορίου ανακοίνωσε παραίτηση. «Έπειτα από πολλή σκέψη και συζήτηση, αποφασίσαμε να μην προχωρήσουμε τα σχέδιά μας για τα νέα κτήριά μας στο Long Island City, Queens. [...] Κι ενώ οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι 70% των κατοίκων της Νέας Υόρκης υποστηρίζει τα σχέδιά μας και τις επενδύσεις μας, αρκετοί πολιτικοί της Πολιτείας έχουν καταστήσει σαφές ότι δεν θα συνεργαστούν μαζί μας, για να οικοδομήσουμε το είδος των σχέσεων που απαιτούνται [...]».
Τι σχέσεις ήταν αυτές, τόσο απαιτητικές; Παροχή φοροελαφρύνσεων και επιδοτήσεων ύψους 3 δισ. δολαρίων σε μία από τις πιο κερδοφόρες εταιρείες του κόσμου.
«Πού είναι το πρωτόγνωρο;», λένε οι υποστηρικτές της συμφωνίας. Έτσι, λειτουργεί η οικονομία. Οι εταιρείες βάζουν τις πόλεις και τις χώρες σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, για να αποσπάσουν οικονομικά οφέλη και οι κοινότητες κερδίζουν θέσεις εργασίας και φορολογικά έσοδα.
Όντως, δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο. Στρώνουν οσκαρικό χαλί στις μεγάλες εταιρείες, συχνά με αδιαφανείς διαδικασίες. Υποθέτω ότι, αν υπάρχει διάθεση, βελτιώνονται οι συμφωνίες, ώστε να εξυπηρετήσουν και τις κοινωνίες και να μη μείνει ο οδυρμός για χαμένες ευκαιρίες, αλλά και οι αντικαπιταλιστικές υστερίες.
Υποθέτω και ένα ζήτημα θέτω: Τα «δώρα», που οδηγούν σε αναδιανομή από τους φορολογουμένους προς τους μετόχους, δεν είναι κι αυτά, με άλλον τρόπο, αντικαπιταλιστικά, των κατεχόντων σοσιαλιστικά;