Κάποιοι από τους πιο διαδεδομένους μύθους σχετικά με τους πρόσφυγες και μετανάστες καταρρίπτονται μέσα από την Έκθεση για την Υγεία των Προσφύγων και Μεταναστών στην Ευρωπαϊκή Περιφέρεια του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Π.Ο.Υ.). Σε γενικές γραμμές, η εικόνα της υγείας μεταξύ ντόπιων και ανθρώπων που ήρθαν από άλλες χώρες δεν έχει μεγάλες διαφοροποιήσεις. Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, οι μεταναστευτικοί πληθυσμοί, ιδιαίτερα της πρώτης γενιάς, βρέθηκαν πιο υγιείς.
Κάποιοι από τους πιο διαδεδομένους μύθους σχετικά με τους πρόσφυγες και μετανάστες καταρρίπτονται μέσα από την Έκθεση για την Υγεία των Προσφύγων και Μεταναστών στην Ευρωπαϊκή Περιφέρεια του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Π.Ο.Υ.). Σε γενικές γραμμές, η εικόνα της υγείας μεταξύ ντόπιων και ανθρώπων που ήρθαν από άλλες χώρες δεν έχει μεγάλες διαφοροποιήσεις. Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, οι μεταναστευτικοί πληθυσμοί, ιδιαίτερα της πρώτης γενιάς, βρέθηκαν πιο υγιείς.
Σχεδόν το 10% του πληθυσμού της Περιφέρειας (90,7 εκατ.) αποτελείται από διεθνείς μετανάστες. Οι περισσότεροι από αυτούς μετακινήθηκαν για λόγους εργασίας. Μόνο στη Ρωσία έχουν εγκατασταθεί 15 εκατ. εργασιακοί μετανάστες.
Η θνησιμότητα από νοσήματα, νεοπλασματικές ασθένειες, ψυχικές και συμπεριφορικές διαταραχές, τραυματισμούς, ενδοκρινικές ανωμαλίες και ασθένειες του πεπτικού συστήματος εκτιμάται ότι είναι χαμηλότερη στους πρόσφυγες και τους μετανάστες, σε σχέση με αυτή των πληθυσμών στις ευρωπαϊκές χώρες υποδοχής, αλλά υψηλότερη, όταν αυτή οφείλεται σε λοιμώξεις, εξωγενείς αιτίες, ασθένειες του αίματος και των αιμοποιητικών οργάνων, καθώς και σε καρδιαγγειακές παθήσεις. Στις υπόλοιπες κατηγορίες οι δείκτες είναι παρόμοιοι, σύμφωνα με την έκθεση.
Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες παρουσιάζουν παρόμοια ή χαμηλότερα ποσοστά επιπολασμού (συχνότητα εμφάνισης νόσου) λίγο μετά την άφιξή τους στις χώρες προορισμού. Ωστόσο, τα ποσοστά συγκλίνουν με τα αντίστοιχα των εγχώριων πληθυσμών όσο επιμηκύνεται η διάρκεια της παραμονής τους, γιατί προσαρμόζονται στο δυτικό τρόπο ζωής, ιδιαίτερα όσον αφορά την υπερβαρία/παχυσαρκία. «Η μεγάλη πρόκληση για τους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς αφορά τα χρόνια νοσήματα που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής μας» επισήμανε ο Σαντίνο Σεβερόνι, συντονιστής του Προγράμματος για τη Μετανάστευση και την Υγεία, του Περιφερειακού Γραφείου του ΠΟΥ για την Ευρώπη. «Οι μετανάστες συχνά έχουν καλύτερες συνήθειες. Περπατούν περισσότερο, δεν τρώνε έτοιμα φαγητά, κάνουν μειωμένη χρήση αλκοόλ και ουσιών. Θα πρέπει να προάγουμε τις συνθήκες διαβίωσής τους και να αλλάξουμε κάποιες δικές μας» πρόσθεσε.
Όσο αναφορά τα μεταδιδόμενα νοσήματα, όπως ο HIV, δεν σημειώνονται σημαντικές περιπτώσεις έξαρσης στον μεταναστευτικό πληθυσμό. Επίσης, σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου το εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμού περιλαμβάνει πρόσφυγες και μετανάστες, πολλές ασθένειες προλαμβάνονται με τον εμβολιασμό.
Αρκετές ασθένειες μεταξύ των προσφύγων σχετίζονται με τη διαβίωση σε κακές συνθήκες υγιεινής, με την κατανάλωση μολυσμένου νερού πριν ή κατά τη διάρκεια της μεταναστευτικής διαδικασίας.
«Δεν υφίσταται δημόσια υγεία χωρίς την προστασία προσφύγων και μεταναστών» τόνισε ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός, στη διάρκεια παρουσίασης της Έκθεσης του Π.Ο.Υ.. «Τόσο από σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, όσο και από την κουλτούρα αλληλεγγύης προς τους αδυνάτους αποτελεί προτεραιότητα η στήριξή τους και η ισότιμη και καθολική κάλυψη της υγείας του πληθυσμού που ζει και εργάζεται στην Ελλάδα» υπογράμμισε. Παράλληλα, προανήγγειλε ότι με το νέο πρόγραμμα Philos II θα καλυφθούν τα κενά που υπάρχουν από γιατρούς κι άλλους επαγγελματίες στοΝ χώρο της υγείας.
Το διάστημα 2016-18 εξυπηρετήθηκαν 150.000 ιατρικά περιστατικά προσφύγων και μεταναστών στην Ελλάδα. Από αυτούς 14.000 διακομίστηκαν μέσω ΕΚΑΒ, τα 46.000 ήταν παιδιά, έγιναν 16.000 εισαγωγές σε νοσοκομεία, ενώ εμβολιάστηκαν 103.000 άνθρωποι.
«Κανένα κρούσμα γρίπης δεν έχει καταγραφεί ανάμεσα στον προσφυγικό πληθυσμό» ανέφερε ο υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής, Δημήτρης Βίτσας.
Οι ομιλητές σημείωσαν πως η έκθεση, στην οποία αποτυπώνεται γα πρώτη φορά το υγειονομικό προφίλ προσφύγων και μεταναστών στην Ευρώπη, μεταξύ άλλων, χρησιμεύει για τη χάραξη πολιτικής και για να διασφαλιστεί η λειτουργία ενός συστήματος υγείας φιλικού προς τον προσφυγικό και μεταναστευτικό πληθυσμό.